Saturday, November 13, 2010

Γιώργος Αμυράς: Εκλογές, καράφλα και καυτές σέλες

 

«Για να δούμε· τι θα πει ο Αμυράς»; «Θα δώσει γραμμή ο Αμυράς»; «Μα που το πάει ο Αμυράς»; Αυτές και άλλες, αντίστοιχου βάθους, διερωτήσεις φαίνεται ότι σφραγίζουν την επαναληπτική εκλογή στον δήμο Αθηναίων. Ανεπιγνώστως, πολιτικοί και πάσης φύσεως αναλυτές, με τις ερωτήσεις αυτές, δίνουν την δική τους απάντηση στον εάν η γελοιότης έχει πάτο. Φαίνεται πως όχι, μιας και ένας trendy χαζοχαρούμενος νεανίσκος με ποδήλατο και κάτι ολωσδιόλου περίεργες αμφιέσεις μπορεί όχι μόνο να κερδίζει ένα διόλου ευκαταφρόνητο εκλογικό ποσοστό, αλλά και να έχει τους διεκδικητές του θρόνου γονατισμένους στα (γυμνασμένα από το ποδήλατο) πόδια του…


Η φενάκη, το ποστίς, το χτένισμα «γέφυρα» κλπ. δεν αποτελούν την μόνη κουτοπονηριά που επινοεί ο φαλακρός για να ξεγελάσει τους άλλους και – κυρίως – τον εαυτό του. Μια ειδική μόδα-πατέντα της εποχής επιβάλλει το ολοκληρωτικό και επιθετικό κούρεμα, ώστε το κρανίο να μένει γυμνό από κάθε υποψία τρίχας. Παλαιότερον, στη χώρα μας, το κούρεμα αυτό (το επονομαζόμενο «γουλί») «επιδαψιλευόταν» κυρίως στους ατάκτους μαθητάς ή προέκυπτε ως αποτέλεσμα σοβαράς ασθενείας. Προσέτι, σχετιζόταν και με λόγους υγιεινής, καθώς η ψείρα κάποτε σε αυτή τη χώρα ήταν είδος εν αφθονία. Αντιθέτως, την σήμερον, ο άνθρωπος-«γλόμπος» είναι της μόδας. Ο «γλόμπος» είναι κουτοπόνηρος. Επιλέγει την οδό αυτή, διότι επιθυμεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι όχι μόνον δεν τον ενοχλεί το γεγονός ότι οι τρίχες έχουν οριστικώς διαζευχθεί από το κεφάλι, αλλά ότι ο ίδιος έχει επιλέξει αυτή την κρανιακή εμφάνιση, άδειος από κάθε υποψία τρίχας.


Στην παραπάνω κατηγορία, του ανθρώπου-«γλόμπου» ανήκει και ο μέχρι προχθές διεκδικητής της δημαρχίας των Αθηνών και τηλεοπτικός διασκεδαστής, Γιώργος Αμυράς (παρά την επιτυχία του, όμως, θέλει πολλά καρβέλια ακόμα για να φτάσει τη λάμψη του αληθινού και παντοτινού (Διαμαντή) Αμυρά-Κώστα Καζάκου στο Βέρα στο Δεξί…). Ένα θεότρελο, χαρούμενο αγόρι, με παρακαταθήκη μια εκνευριστική και ανιαρή εκπομπή μονόπαντης τουριστικής ρεκλάμας (και όχι δημοσιογραφίας), με το ποδήλατό του πάντα ανάμεσα στα σκέλια και φορώντας κάτι περίεργες παρδαλές στενές μπλούζες, κάτι ιδιόμορφες κολλητές βερμούδες, και φυσικά τα αναπόφευκτα αυτά παράδοξα κράνη του ποδηλάτη, την είδε πολιτικός παράγων...


Το παιδί ίσως δεν φταίει. Γιατί αποτελεί το σύμπτωμα μιας εποχής. Αν δεν ήταν αυτός επικεφαλής της παράδοξης αυτής γκρούπας, σίγουρα θα βρισκόταν κάποιος άλλος από την ιδιόμορφη κατηγορία των λοξών αυτών παραστρατημένων νέων της εποχής. Γιατί είναι πια πολλοί· και... ζουν ανάμεσά μας (για να κάνουμε και μια σινεφίλ αναφορά στον μεγάλο John Carpenter). Οι ποδηλατάκηδες αυτοί είναι οι σύγχρονες ζηλωτές. Θρησκεία τους η οικολογία· θεός τους το ποδήλατο. Μόνο που αντί για τον κότσο της θεούσας, έχουμε την ξυρισμένη κεφάλα. Ο φανατισμός με τον οποίον προπαγανδίζουν την χρήση του ποδηλάτου μόνο με φανατισμό θρησκευτικής σέκτας μπορεί να συγκριθεί. Το ποδήλατο γι’ αυτούς είναι το άπαν – και το αεροδυναμικό cycling helmet το χριστιανικό τους σταυρουδάκι. Όταν, μάλιστα, εντοπίσουν άνθρωπο άνευ ποδηλάτου, φίδι που τον έφαγε… Θα αντιμετωπίσει το σκώμμα ή και τη νουθεσία των παρδαλοντυμένων φανατικών με τα ποδήλατα…


Στην περίπτωσή τους, έχουμε μια ακόμα εκδήλωση ενός παράδοξου φαινομένου της εποχής: την κυριαρχία της διαδικασίας επί του περιεχομένου. Το θέμα, όπως αυτοί πιστεύουν, δεν είναι να πάμε σχετικώς γρήγορα και με ασφάλεια στον προορισμό μας. Το θέμα είναι να πάμε αποκλειστικά με ποδήλατο. Κάθε άλλο μέσο κρίνεται ως αντικοινωνικό. Είτε επιλέξεις αυτοκίνητο, είτε μοτοσακό, είτε ακόμη και ιπτάμενο χαλί, ο φανατικός της ποδηλασίας θα σε στραβοκοιτάξει. Ενώ αν έχεις ποδήλατο... Και στην κόλαση ακόμη πάμε, αρκεί να πάμε με ποδήλατο. Εννοείται με ένα από αυτά τα πολύχρωμα, ελαφριά, «διαστημικά» ποδήλατα της μόδας και όχι τα βαριά, κλασσικά και ανεπιτήδευτα ποδήλατα της παλαιότερης εποχής, που απαιτούσαν από τον ποδηλάτη στιβαρότητα και αυταπάρνηση προκειμένου να ποδηλατήσει. Επιπλέον, εάν τους ακούσουμε και, υιοθετώντας την μανιακή ποδηλατοδρομία που συστήνουν, καταφέρουμε να αφήσουμε την τελευταία μας πνοή πάνω σε ένα ποδήλατο, είναι πλέον ή βέβαιον ότι από τη σύγχρονη αυτή ποδηλατάδικη σέκτα θα ανακηρυχθούμε άγιοι…


Όχι. Το ποδήλατο αποτελεί μια άκρως φαιδρή επιλογή για την Αθήνα, με τις ανηφόρες και το καυσαέριο. Φυσικά δεν αρνούμεθα την ομορφιά του ποδηλάτου. Είναι ένα ανάλαφρο, απλό στη χρήση του και ενίοτε κομψό μέσο μεταφοράς. Αρκεί να ξέρουμε να το χρησιμοποιήσουμε με τον δέοντα τρόπο, υπό τις δέουσες συνθήκες και κατά τον δέοντα χρόνο. Μπορεί, λ.χ., να αρνηθεί κανείς την ορθότητα της εικόνας ενός ποδηλάτη, ο οποίος βγαίνει για μια φθινοπωρινή βόλτα στην βρετανική εξοχή, με ένα κλασσικό κατάμαυρο Pashley ή Raleigh (αντί για αυτά τα φαιδρά «διαστημικά» ποδήλατα της μόδας), φορώντας το tweed κοστούμι του (αντί για αυτά τα περίεργα και flashy ποδηλατοενδυματικά παραφερνάλια) με μαζεμένα τα μπατζάκια (πιασμένα με ένα ειδικό κομψό μεταλλικό κλιπ), με ένα flat cap στο κεφάλι (αντί για αυτά τα κακόγουστα και απολύτως φαιδρά cycling helmets) και με μια εξάδα Guinness, ένα μπουκάλι gin, και ένα loaf of bread μέσα στον παραδοσιακό ποδηλατικό κάλαθο (αντί για περίεργα αναψυκτικά και ισοτονικά εντός σακιδίου πλάτης);


Οι ποδηλατάδες-πολιτικοί της Αθήνας διακρίνονται από μιαν απροσδιόριστης προέλευσης new age αύρα. Και είναι, χωρίς αμφιβολία, μοντέρνοι. Γι’ αυτό και έχουν ξεκωλωθεί στην χρήση blogs, iPods, iPhones, Facebook, Twitter και όλων αυτών των «προωθημένων» διακινητών της ασημαντολογίας. Γυμνάζουν, με νευρωσική επιμονή, γλουτούς, μηρούς, γάμπες, δικέφαλους τρικέφαλους – σφιχτό σαν πέτρα το κωλαράκι από την ατέλειωτη ποδηλατάδα. Ό,τι όργανο, όμως, περισσεύει από τον λαιμό κι απάνω, παραμένει συστηματικά αγύμναστο. Εξ ου και οι αφελείς μέχρι δακρύων «πολιτικές» αντιλήψεις των πιστών της ποδηλατοθρησκείας. Στο νεανικό μυαλό τους δημαρχιακή πολιτική σημαίνει «τα πέντε Π» (ποδήλατα, πεζοδρόμια, πάρκιν (sic), πράσινο, πολιτισμός) – αυτά είναι τα συστατικά του γεροφτιαγμένου πολιτικού μανιφέστου του ποδηλατοσυνδυασμού· όπως, για τον χριστιανό, η προσευχή, το προσκύνημα της εικόνας, η γονυκλισία, το σταυροκόπημα και το κερί.


Σ' ένα κρεσέντο παιδαριώδους βουλησιαρχίας, κοντοπαντελονάκηδες και βερμουδάκηδες Αμυράδες υποκαθιστούν την πολιτική με τις επίμονες και αφελέστατες νεανικές τους ψευδαισθήσεις. Αρκεί να θελήσεις κάτι και έγινε – είναι τόσο απλό. Και φουλ οικολογία. Εκτός από τους παιδίσκους με τις λύκρα βερμούδες και τα αεροδυναμικά κράνη, ουδείς από τους «παλαιούς» πολιτικούς έχει, κατά τη γνώμη τους, δεχθεί το ζείδωρον νάμα της υπερηχητικής ποδηλατοκινούμενης πολιτικής. Η χαρά, δε, και η ερωτική κάψα με την οποία μιλάνε, όταν αναφέρονται στη ποδηλατική επανάσταση (που είναι προ των πυλών – σαν την ιεχωβάδικη Χιλιετή Βασιλεία), σε ωθεί στο να διερωτάσαι μήπως και ποδηλατούν με τις ώρες έχοντας αφαιρέσει τις σέλες, καθήμενοι απάνω στο γυμνό σίδερο…


Οι Αμυράδες, με τοτέμ τη σέλα και το ποδήλατο, είναι τα πρεζόνια της μεταμοντέρνας δημόσιας ζωής. Γιατί το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι «να την ακούσουν» – οικολογικά και ποδηλατικά· μαζί με τους λοιπούς οικολόγους, υγιεινιστές, vegetarian και άλλες κατηγορίες νευρωσικών συνανθρώπων μας. Είναι, χωρίς να το ξέρουν, τα τσικό του Κωνσταντίνου Παπανικόλα (μόνο που ο γηραλέος βαψομαλλιάς οικο-λογούσε γιατί κονόμαγε…).


Το θράσος αυτών των πολιτικών bonsai που άξαφνα είδαν τον εαυτό τους σαν κυπαρίσσια ταΐζεται από μια κακομαθημένη και κωλοπαιδαράδικη αντίληψη ηθικής και διανοητικής υπεροχής. Αυτή δεν οφείλεται μόνο στην σαρακοφαγωμένη πολιτική ζωή που επιτρέπει σε κάθε φλούφλη ποδηλάτη με γυμνασμένα μπούτια να εμφανίζεται ως σύγχρονος El Cid, αλλά και στα Μέσα Ενημέρωσης της γλειψιματικής κοινοτοπίας. Τα φλου αρτιστίκ media (που σκαμπάζουν από πολιτική όσο ο Χατζηνικολάου από χιούμορ) έβαλαν αμέσως κάτω από τις μεταμοντέρνες φτερούγες τους τον πεφυσιωμένο ξυρισμένο Μελχιόρ και την παρέα του. Αλλά και τα πιο «πολιτικά» μέσα οσμίστηκαν νεανικό ψητό και αβάνταραν κι αυτά με τη σειρά τους την κακομαθημένη τρελοπαρέα των ανέμελων ποδηλατανθρώπων, γλείφοντας έτσι την ευαίσθητη κωλοτρυπίδα της υπερεκτιμημένης «νεολαίας». Η σεμνότης πάει περίπατο και η έπαρση στήνει χορό. Η τσογλαναράδικη αυθάδεια που διακρίνει δημοσίως τον κεκαρμένο σφιχτομπούτη υποψήφιο παραπέμπει σε κόκορα – έναν κόκορα χωρίς λοφίο...


Εν κατακλείδι, εάν η χαζοχαρούμενη απολιτικότητα και ο δυνατός, πιτσιλιστικός αυτός πολιτικός αυνανισμός των γραφικών με τα ποδήλατα προβάλλεται ως η λύση στο πρόβλημα της κομματικής νοητικής καθυστέρησης, δεν μένει παρά να ευχηθούμε «back to basics»· ως αδιάβροχο, για να μην πιτσιλιστούμε από τις ποδηλατάδικες και άλλες νεανικές εξυπνακίστικες σπερματεγχύσεις.