Thursday, March 31, 2016

Με λένε Γιάννη Δημαρά!



πάνω από κάθε τι άλλο λογαριάζει για μένα, για να μην τα πολυλογώ, η ανθρωπιά
Γιώργος Σεφέρης, επιστολή προς Νάνο Βαλαωρίτη (6/12/1950)


Πολλούς έχει προβληματίσει η παρατεταμένη σιωπή του διακεκριμένου δημοσιογράφου και πολιτικού Γιάννη Δημαρά – ενός πραγματικού Ανθρώπου. Ειδικά ενόσω δεν υπήρχε πουθενά σημάδι ότι η κατάσταση αυτή επρόκειτο να λήξει σύντομα και να ξανάβρει ο αγαπητός Γιάννης τη μιλιά του. Σε τούτους τους καιρούς τους κρίσιμους, τους δύσκολους για τον χειμαζόμενο απλό λαό μας, εύλογα ολοένα και περισσότεροι αναρωτιούνται: «Πού το πάει ο Γιάννης; Γιατί σιωπά; Πότε επιτέλους θα σπάσει λιγάκι τη σιωπή του;». Ειδικά τούτες τις ώρες, που ο λαός μας δοκιμάζεται σκληρά και λείπουν οι πραγματικά φιλολαϊκές φωνές της ευαισθησίας (αλλά και της εμβέλειας) του Γιάννη. Ο Δημαράς, τόσα χρόνια, έμοιαζε να ξέρει την πολιτική – και να την ξέρει καλά. Όπως και τη δημοσιογραφία, άλλωστε. Έχοντας δώσει τα διαπιστευτήριά του. Τι φταίει, λοιπόν, για τούτη τη σιωπή; Γιατί αποφεύγει τη δημόσια παρέμβαση; Δεν συναισθάνεται το βάρος της ευθύνης; Γιατί δεν τον βλέπουμε πια ούτε καν στις εκπομπές του Σπύρου Παπαδόπουλου; Να παίρνει, όπως τον συνηθίσαμε, το μικρόφωνο στο χέρι και να μας χαρίζει όμορφα σεγόντα και συναρπαστικούς λαρυγγισμούς απάνου σε λαϊκά μοτίβα, σιγοκλείνοντας αισθαντικά και τα μάτια δίνοντας κουράγιο στον λαό μας; Πού ’σαι βρε Γιάννη Δημαρά, καλέ και άγιε Άνθρωπε, ειδικά τώρα που σε χρειάζονται όσο ποτέ πατρίδα και λαός;


Έχοντας τόσες απορίες, κάναμε κάποια τηλεφωνήματα («ρε πούστη, έχεις εξαφανιστεί από προσώπου γης, τηλέφωνα δεν σηκώνεις, και παίρνεις για να ρωτήσεις για τον τελειωμένο τον Δημαρά;»). Και (επιτέλους!) βρήκαμε την άκρη. «Ο Γιάννης είναι πικραμένος!» μας ενημερώνει άνθρωπος που γνωρίζει. «Και μάλιστα πολύ. Ο λαός δεν τον σεβάστηκε και του γύρισε την πλάτη!» συμπληρώνει. Μεγάλο πλήγμα αυτό για έναν πολιτικό. Ειδικά για έναν πολιτικό πέρα για πέρα φιλολαϊκό, που έδωσε τη ζωή του ολάκερη στην υπόθεση που ονομάζεται δημοκρατία και λαϊκή κυριαρχία. Με τόση πίκρα να έχει συσσωρευτεί στην ψυχή του ευαίσθητου Γιάννη, η παράταση της σιωπής του λογικά μοιάζει αναπόδραστη. Γιατί ο Γιάννης νιώθει πληγωμένος, θα έλεγε κανείς στραπατσαρισμένος. Επειδή δεν μπορεί να προσφέρει στον συνάνθρωπο – αυτός είν’ ο λόγος, αφού ο ίδιος ουδέποτε είχε έγνοια για τον εαυτό του και το ιδιοτελές του συμφέρον. Φέρνοντας στον νου μας τη (ρητορική) διερώτηση του Roland Barthes «η αδιαφορία για τον εαυτό σου δεν αποτελεί τη συνθήκη ενός είδους καλοσύνης;». Κι όλοι ξέρουμε ότι ο Γιάννης ο Δημαράς δεν είναι απλώς καλός· είναι ένας επαγγελματίας της καλοσύνης.


Πικραμένος, λοιπόν ο Γιάννης. Συνθλιμμένος. Ακυρωμένος. Κι όμως. Ο Δημαράς μοιάζει, ακόμη και τούτες τις πικρές ώρες, να διακατέχεται από ψυχικό μεγαλείο. Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι, δαμάζοντας την (ανθρώπινη και δεδικαιολογημένη) πικρία, κάνει πέτρα την καρδιά του, μαζεύει τα κομμάτια του, οπλίζεται με δύναμη ψυχής και ετοιμάζεται οσονούπω για τη μεγάλη επιστροφή! Με άλλα λόγια, δεν είναι μακριά η ώρα που ο τολμηρός Γιάννης θα είναι και πάλι μαζί μας! «Είναι ψυχούλα ο Γιάννης. Δεν θ’ αφήσει την πατρίδα απροστάτευτη. Ούτε και τον απλό κόσμο, τον αδικημένο. Προετοιμάζεται. Αφουγκράζεται τις επιθυμίες αλλά και τις ανάγκες του λαού μας, και, να ’σαι σίγουρος, όπου να ’ναι επιστρέφει!» μας ενημερώνει παλαιός του γνώριμος. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα στα αυτιά όλων των ταλαίπωρων Ελλήνων με τούτα τα ευφρόσυνα νέα. Πληροφορούμεθα, λοιπόν, ότι, αισίως στα 76 του, δηλώνει έτοιμος για μεγάλα πράγματα ο ρέκτης Γιάννης. Πρώτα-πρώτα, σχεδιάζει τη δυναμική ανασύσταση του Πανελλήνιο Πολιτών Άρμα (ΠΑ.Π.ΑΡ) – κι αυτό από μόνο του λέει πολλά. «Κοντοπρόθεσμος» στόχος η είσοδος στη βουλή την επόμενη τετραετία· μεσοπρόθεσμος, η εμπέδωση του Άρματος ως ισχυρό κόμμα της αντιπολιτεύσεως την μεθεπόμενη· και, απώτερος στόχος,  η συμμετοχή –ναι, γιατί όχι, η συμμετοχή– του Γιάννη στην κυβέρνηση την αντιμεθεπόμενη. Όχι κι άσκημοι στόχοι για τον Δημαρά. Στόχοι που δεν στερούνται φιλοδοξίας – μήτε κι αισιοδοξίας.


Καλά όλα τούτα και εξαιρετικά ελπιδοφόρα. Εκείνο που χρειάζεται, όμως, απαραιτήτως, είναι ένα: ν’ απομακρυνθεί οριστικά ο Γιάννης από τη μεγάλη του αδυναμία· το πιοτό. Να καταστεί  νηφάλιος, προκειμένου να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών. Για να δώσει μάχες – μάχες που προβλέπονται σκληρές και αδυσώπητες, μάχες υπέρ λαού μέχρι τελικής πτώσεως. Προσπάθησε και κατά το παρελθόν ο Γιάννης να πάρει διαζύγιο από το «νερό που καίει». Κι εδώ του αξίζει ένα μπράβο. Έστω κι αν το αποτέλεσμα δεν τον δικαίωσε. Εζήτησε και βοήθεια. Σε ιστορικό λιμάνι. Μετά από μερικές βδομάδες μονάχα, όμως, ξανακατρακύλησε. Το προσπάθησε και δεύτερη φορά – και πάλι με βοήθεια. Ξανάδωσε δηλαδή τη μάχη – κι αυτό είναι προς τιμήν του. Αλλά, δυστυχώς, και πάλι το αποτέλεσμα δεν υπήρξε ευοίωνο· γιατί ο Γιάννης ξαναματακατρακύλησε. Και παρέμεινε  «convivial», όπως θα τον χαρακτήριζε ο πατριάρχης των obituarist, Hugh Massingberd· ή «tired and emotional», όπως θα τον περιέγραφε η επιθεώρηση Private Eye.


Αντιμετώπιζε, βέβαια, και δυσκολίες τότε ο Γιάννης – η αλήθεια να λέγεται. Πρώτα-πρώτα δεχόταν εσωκομματικές μαχαιριές: τον αμφισβητούσε ο ηθοποιός και (μεγαλο)στέλεχος του ΠΑ.Π.ΑΡ., Παύλος Κοντογιαννίδης, στις (πάντα κρίσιμες) συνεδριάσεις του Δημαράδικου πολίτ μπιρό. Κι αυτό μόνο λίγο δεν το λες. Επιπλέον, αξίωνε σαράντα χιλιάρικα τον χρόνο από τον Καμμένο. Επειδή είχαν κατέβει στις εκλογές μαζί. Ο Πάνος, όμως, του έδινε μονάχα ένα δεκάρικο – κι αυτό με πολλές δυσκολίες κι αφού του έβγαζε την παναγία. Ακόμη, όμως, κι αυτό το φιλοδώρημα βάστηξε για λίγο. Γιατί κάποια στιγμή έκλεισε η κάνουλα. Μετά τις ευρωεκλογές, απαίτησε είκοσι χιλιάρικα από την κρατική επιχορήγηση. Που θέλησε να του τα κόψει, όμως, ο Πάνος, με το επιχείρημα ότι κόμμα Δημαρά δεν υφίσταται αφού είναι πλέον μια τσόντα της πολιτικής, ένα κόμμα-σφραγίδα. Κι αυτή την προσβολή ο Γιάννης δεν την άνθεξε. «Κάποιοι δεν σέβονται τον Γιάννη τον Δημαρά!» έλεγε οργισμένος (κρατώντας πάντα ένα ποτήρι) στους συνεργάτες του. Τι θα έκαμε χωρίς ισχυρή πολιτική στέγη; Χωρίς την βοήθεια Καμμένων δεν μπορούσε να ξαναπεράσει το κατώφλι του βουλευτηρίου – κι αυτό το ήξερε. 


Απελπισμένος, αποφάσισε, εν πλήρη απογνώσει, να καλεί στο τηλέφωνο τον Σταύρο Θεοδωράκη. Επανειλημμένως. Γυρεύοντας μιαν εκλογική συνεργασία. Ο εστιάτωρ / πολιτικός, όμως, δεν σήκωνε το τηλέφωνο. Απέφευγε τον καλό τον άνθρωπο. Γιατί τον θεωρούσε βαρίδι. Ως λαϊκό (σκέψου να σε θεωρεί λαϊκό μέχρι κι ο γραφικός αγιοβαρβαρίτης…). Κι επομένως ακατάλληλο για συνεργασία υπό την ποταμίσια σκέπη. Και ίσως αυτό να υπήρξε η αιτία που ανάγκασε τον δυστυχή Γιάννη να ξανακυλήσει, μέσα στην απογοήτευση, στις παλιές του συνήθειες. Στο ουίσκι. Johnny Walker black label – αυτό είναι το ποτό του! Αμέτρητα νεροπότηρα την ημέρα. Με το μπουκάλι πάντα δίπλα του από το πρωί ίσαμε τον ύπνο, τις πρώτες πρωινές ώρες, όπως μας λένε στενοί συνεργάτες του. Θα σε διαλύσουν οι κακές συνήθειες, μωρέ Γιάννη. Και καλά, για τον εαυτό σου μοιάζει να αδιαφορείς. Ίσως, ακόμη-ακόμη και για την οικογένειά σου. Δικαίωμά σου. Την Ελλάδα, όμως, δεν τη σκέφτεσαι; Ούτε και τους Έλληνες; Διόλου δεν συλλογίζεσαι πατρίδα και λαό που θα στερηθούν των υπηρεσιών σου;


Πού έπνιγε, όμως, τον καημό του ο Γιάννης όλον ετούτο τον καιρό που ο κόσμος δεν ζητούσε τις υπηρεσίες του; Η αοιδός Βίλλυ Ραζή (η ποια;) ήταν η έγνοια του! Εκεί έδινε όλο του το Είναι. Θαυμάζοντας μια υπηρέτρια της τέχνης του Ορφέως. Με αποτέλεσμα να παίρνει μανιακά τηλέφωνο στα κέντρα όπου η εκρηκτική αοιδός εμφανιζόταν και να ρωτά στερεοτυπικά την ίδια ερώτηση: «τι ώρα βγαίνει βρε παιδιά η Βίλλυ;». Και να πιάνει στασίδι, πάντα με ένα ποτηράκι στο χέρι, μέσα στα μεράκια. Και να χειροκροτεί σαν τρελός. Και να πίνει. Ήταν πλέον ανεπίστρεπτο: η φωνή της Βίλλυς Ραζή τον είχε οριστικά κερδίσει. Άλλο αν η συγκεκριμένη καλλιτέχνης τού έμπηγε και μαχαιριές πολλές και δυνατές. Μιας και δεν έδειχνε σημάδια ανταπόκρισης...


Δέχτηκε γερή πολεμική ο Γιάννης Δημαράς από τότε που μπήκε στην πολιτική κονίστρα· από τότε που έλαβε θέση στο πολιτικό μεϊντάνι.  Κάποιοι, προφανώς, τον φοβούνται. Και δεν επιθυμούν να ακούεται η φωνή του. Γι’ αυτό και τον πολεμούν. Και τον αναγκάζουν να καταφύγει στη σιωπή του ιδιώτη. Υπάρχει, όμως, κι ο λαός. Ο πάντα προδομένος. Που, όμως, ξέρει και γρηγορεί. Και που, δεν μπορεί, θα του δώσει και πάλι κάποια στιγμή –ας ελπίσουμε στο όχι και τόσο μακρινό μέλλον– τη δυνατότητα να (ξανα)προσφέρει. Άλλωστε, ο ίδιος το διαλαλεί: «Με λένε Γιάννη Δημαρά και δεν έχω φάει ακόμα τα ψωμιά μου!». «Προσκυνώ τη χάρη σου λαέ μου!» συμπληρώνει (ανακαλώντας μνήμες Βασίλη Μπουγιουκλάκη), υπονοώντας πολλά και βάζοντας υποθήκη για μελλοντικούς αγώνες. Είμαστε, λοιπόν, βέβαιοι ότι θα συναντηθούν, Γιάννης και λαός, εκ νέου, σε κοινή ρότα, γράφοντας νέες λαμπρές σελίδες στο βιβλίο που ονομάζεται Δημοκρατία. Ο λαός το θέλει. Η πατρίς το χρειάζεται. Ο ίδιος το μπορεί. Μιλούμε συχνά για πολιτική λειψανδρία, για κατάντια, για ζόφο. Κι όμως… Τίποτε δεν φαίνεται να έχει οριστικά χαθεί όσο ο Γιάννης Δημαράς δεν έχει ακόμα πει την τελευταία του λέξη.

/σχετικά άρθρα/

Friday, March 25, 2016

Το σακάκι Norfolk



Μια μέρα σαν την σημερινή, που την τιμητική τους στον τομέα attire έχουν τσαρούχι και φουστανέλα, αποφασίσαμε να μιλήσουμε για τον σακάκι Νόρφολκ, το σπουδαίο αυτό εγγλέζικο σακάκι. Ναι, φορούμε σακάκι Νόρφολκ! – δεν θα το αρνηθούμε. Όσο κι αν κάποιοι μας εμπαίζουν για τούτη τη sartorial επιλογή μας. Κι όμως, πρόκειται για μια επιλογή τίμια και λελογισμένη, αφού μιλούμε για ένα ιστορικό σακάκι, η γέννηση του οποίου αναζητείται στα βάθη του χρόνου.


Το σακάκι ετούτο, που περνά δυστυχώς, μέρα με τη μέρα, στη λήθη, δεν μπήκε στην γκαρνταρόμπα μας (γκαρδαρόμπα [sic] έχουμε ακούσει σε τούτη δω την ευλογημένη χώρα κάποιοι να την αποκαλούν) ένεκα ανάγκης – ψύχος και τα τοιαύτα. Τουναντίον – μπήκε στο 100% για λόγους αισθητικής. Λάτρεις, ήδη από τρυφερή ηλικία, του εγγλέζικου horror και των βρετανικών τηλεοπτικών σειρών (πόσο συχνά πρόβαλαν τέτοιο θαυμάσιο οπτικοακουστικό υλικό, τον παλιό καλό καιρό, οι κρατικοί δίαυλοι…), είχαμε ξεχωρίσει και λατρέψει το συγκεκριμένο σακάκι. Και είχαμε ορκιστεί ότι, σαν μεγαλώναμε λιγάκι και μπορούσαμε να το φορούμε χωρίς να προκαλούμε τον γέλωτα, ναι, μα τον θεό, θα το αποκτούσαμε. Πόσο είχαμε δελεαστεί από την εικόνα του Peter Cushing (Κάσινγκ [sic], όπως τον έλεγαν οι περισσότεροι σε τούτον δω τον ευλογημένο τόπο), του Christopher Lee, του Roger Moore, ακόμη και του Patrick Macnee, αλλά κυρίως του Basil Rathbone, να τιμούν αυτό το υπέρκομψο ένδυμα!


Αργότερα, μετά από κάμποσα χρόνια, το όνειρο μπόρεσε και γίνηκε πραγματικότητα. Γιατί, ναι, καταφέραμε και το αποχτήσαμε ετούτο το σπάνιο και συνάμα εντυπωσιακό σακάκι! Norfolk jacket made in England! Και μάλιστα όχι ένα – δύο παρακαλώ. Το πρώτο σε απόχρωση partridge και το δεύτερο σε απόχρωση pheasant. Τα οποία σακάκια και φορούσαμε ευτυχισμένοι. Έως τη στιγμή που, σε μια συνάντηση με τον σκηνοθέτη Ken Russell, στα βάθη της αγγλικής εξοχής όπου ζούσε, οπότε και φορέσαμε το ένα από τα δύο Νόρφολκ σακάκια μας για να του κάνουμε εντύπωση, δεχθήκαμε μιαν έντονη ψυχρολουσία, μιας και μας συνέστησε, χαμογελώντας ειρωνικά, να μη φορούμε ετούτο το σακάκι, γιατί δεν ταίριαζε σε μας αλλά δήθεν σε μεγαλύτερες ηλικίες. Θεωρήσαμε, ωστόσο, ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να ισχύει, αφού γνωρίζαμε ότι ένα τέτοιο σακάκι τολμούσαν «στο εξωτερικό» να το φορούν ακόμη και παιδιά – αγγλόπαιδα. 


Και αποδώσαμε την ελάχιστα ευγενική τούτη παραίνεση του ενδιαφέροντος αλλά λησμονημένου από τους περισσότερους συμπατριώτες του σκηνοθέτη στην κακή του διάθεση, εξ αιτίας του γεγονότος ότι βρισκόταν τότε, αν και σε προχωρημένη ηλικία, σε εντατική αναζήτηση συζύγου («Εδώ, όπως βλέπεις, είναι ερημιά και δεν συναντά κανείς γυναίκες. Μήπως ξέρεις καμιά καλή ελληνίδα, γύρω στα πενήντα, που να ξέρει τη δουλειά μου και να με θαυμάζει [sic και lol] να την παντρευτώ;» ακούγαμε με έκπληξη να μας ρωτά, απολύτως σοβαρά, ο ιδιόρρυθμος καλλιτέχνης, που πάντως ιδιαιτέρως συμπαθούσαμε (αλλά αυτά τα σκαμπρόζικα, καθώς και τις απόψεις του για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και άλλα σχετικά κουτσομπολιά, μιαν άλλη φορά, με πιο ταιριαστή αφορμή...)


Όχι πολύ καιρό μετά, ξεπεράσαμε τις αναστολές μας και ξαναφορέσαμε τα Νόρφολκ σακάκια μας. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά αποκτήσαμε γλήγορα και τρίτο – στις αποχρώσεις του καφέ σκούρου ετούτη τη φορά! Και ήμασταν ενθουσιασμένοι. Αφού το Νόρφολκ σακάκι δεν συγκρίνεται με κανένα άλλο. Ένα θεσπέσιο σακάκι, υπέρκομψο αλλά συνάμα και άνετο, δεδομένου ότι, με τις οπίσθιες πτυχώσεις που διαθέτει, χαρίζει εξαιρετική άνεση στις κινήσεις (ειδικά στο σκύψιμο, μιας και, όπως πιστεύουν σχεδόν οι πάντες σε τούτη τη χώρα, οι Εγγλέζοι σκύβουν πολύ). 


Αξίζει να σημειωθεί ότι, λόγω της κατασκευής του από υπέρχονδρο tweed, είναι και εξαιρετικά ζεστό, τόσο που να σε προστατεύει αποτελεσματικά από τα ραπίσματα του ανέμου. Κάποιοι, μάλιστα, ισχυρίζονται ότι το σακάκι Νόρφολκ ταιριάζει πιο πολύ σε χώρες μουντές, καταραμένες, που τις χτυπά μανιασμένα το κρύο κι η βροχή, ενώ αντενδείκνυται για χρήση σε χώρες προνομιούχες, που λούζονται από τον Ηλιάτορα πατόκορφα, σαν τη δική μας. 


Όπως έχουμε παρατηρήσει, πολλοί συμπατριώτες μας αποφεύγουν να φορούν το σακάκι Νόρφολκ όχι γιατί δεν το ξέρουν, αλλά γιατί το θεωρούν ξενικής προέλευσης. Όμως η αλήθεια είναι –και μπορούμε να το διακηρύξουμε χωρίς αναστολές– πως (και) το σακάκι Νόρφολκ είναι Ελληνικό! Τουλάχιστον όπως έχει αποκαλύψει στη σχετική μελέτη του «Το σακάκι Νόρφολκ και οι Έλληνες» (εκδόσεις Ήλεκτρον, 2012) ο συγγραφέας (και επίτιμος καθηγητής του πανεπιστημίου της  Γκουανταλαχάρα) Κώστας Πλεύρης. Οι Βάρβαροι, λοιπόν, μας επήραν το συγκεκριμένο ελληνικού σχεδιασμού σακάκι λίγο μετά αφού μας επήραν οι Φοίνικες το Ελληνικό αλφάβητο. Και το οικειοποιήθηκαν. Ελληνικό, λοιπόν και το σακάκι Νόρφολκ! – να κάτι που δεν το ξέρουν οι πολλοί. Κι επομένως ακόμα και οι πιο ντούροι Έλληνες μπορούν να το υιοθετήσουν. Χωρίς πρόβλημα.


Καλούμε, λοιπόν, τους άνδρες της Ελλάδος να αγκαλιάσουν για τα καλά το ιστορικό σακάκι Νόρφολκ. Εμπρός μωρέ! Τολμήστε το! Φορέστε αυτό το σπουδαίο σακάκι! Με μέτρο, όμως. Χωρίς να το κάμετε μόδα. Γιατί τότε, εμείς που το φορούμε ήδη θα αναγκαστούμε να το βγάλουμε. 


Κι αν βρίσκετε κάπως εξτράβαγκαντ το να το συνδυάζετε με plus-twos / plus-fours, όπως του πρέπει, αφού τα συγκεκριμένα παντελόνια είναι τα μόνα που μπορούν να αναδείξουν ετούτο το σακάκι σ’ όλη του τη μεγαλοπρέπεια, φορέστε ένα απλό συντηρητικό μάλλινο, ή έστω κι ένα ευρέως αποδεκτό κοτλέ. Κι όλα θα είναι κομπλέ. Γιατί το σακάκι Νόρφολκ είναι ένα υπέροχο, αψεγάδιαστο σακάκι, που μπορεί και πρέπει να φορεθεί για τα καλά και στην Ελλάδα.

/σχετικά άρθρα/

Tuesday, March 22, 2016

Γιάννης Μισέλ: #JeSuisBruxelles!



«#JeSuisBruxelles! Σίγουρα #JeSuisBruxelles!» έγραψε στο Twitter o ζωγράφος και κοινωνιολόγος Γιάννης Μισέλ (Μιχαλακόπουλος) που είχε κάνει ένα φεγγάρι στο Παρίσι (φθινόπωρο και χειμώνα του 1971) και είχε επισκεφθεί και τις Βρυξέλλες.

/σχετικά άρθρα/
Γιάννης Μισέλ: #JeSuisParis!

Thursday, March 17, 2016

Απορρίπτει την Angelina Jolie ο Βασίλης Χιώτης!


 

Έκπληξη –και μάλιστα δυνατή– προκάλεσε η κατάθεση γνώμης ενός έμπειρου δημοσιογράφου, του Βασίλη Χιώτη, στο πλαίσιο ενός γνωστού και δημοφιλούς μεταξύ των ανδρών σπορ: την αξιολόγηση της εμφάνισης των γυναικών (θυμόμαστε, για παράδειγμα, σε μπάρα του κέντρου, τους καθήμενους δίπλα μας ποιητές, Χάρη Βλαβιανό και Γεώργιο Κοροπούλη, να βαθμολογούν επί ώρα αρκετή τα περαστικά κοριτσόπουλα – «επτά!», «τέσσερα!», «εννιά!»). «Δεν μ’ αρέσει η Angelina Jolie!» αποκάλυψε ο Χιώτης, χωρίς ίχνος αναστολών. 


Ποιος, όμως, ο λόγος για μια τέτοια ολωσδιόλου απαξιωτική απόρριψη από τον απαιτητικό Βασίλη; Ο μυτιληναίος πρώην δημοσιογράφος της Αυριανής και νυν του ΒΗΜΑτος βρήκε την διάσημη ηθοποιό αδύνατη. Έχοντας μεγαλώσει στο κρεοπωλείο του πατέρα του, εκεί στην όμορφη πλην απομακρυσμένη νήσο, ο lardy Βασίλης δείχνει να έχει ταυτίσει το κάλλος με το πολύ κρέας – και στη βάση αυτή μπορεί κανείς ακόμη και να τον δικαιολογήσει. Η έκπληξη, πάντως, που προκάλεσε η δήλωση του μεσήλικος και προγάστορος Βασίλη (με το πράγματι εντυπωσιακό, υπερμέγεθες προγούλι) μόνο ευχάριστη μπορεί να χαρακτηριστεί. Γιατί δείχνει θάρρος – θάρρος πολύ. Δεδομένου ότι μόνο ένας κάργα θαρρετός θα μπορούσε να εκφράσει –και μάλιστα δημόσια– παρόμοια άποψη διαθέτοντας ο ίδιος μια τέτοια εξωτερική εμφάνιση, τόσο ελάχιστα κολακευτική. Αλλά ζούμε σε μιαν εποχή όπου όλοι μπορούν να έχουν μιαν άποψη και να την εκφράζουν. Κι επομένως όλοι μπορούν να έχουν και να εκφράσουν μιαν άποψη και για τις γυναίκες. Ακόμη κι ο Έλληνας Βασίλης Χιώτης.

Thursday, March 10, 2016

«Ορθόδοξος Τύπος»: O σύγχρονος τρόπος επικοινωνίας είναι τα SMS!



Άλλαξε ο τρόπος που επικοινωνούμε σε σχέση με το παρελθόν. Και, μα την αλήθεια, φαίνεται ότι άλλαξε δραματικά. Ο κατ’ εξοχήν νέος τρόπος επικοινωνίας είναι τα SMS! Μέσω των κινητών τηλεφώνων. Τουλάχιστον αν πιστέψουμε σχετικό άρθρο / ανάλυση της εφημερίδας Ορθόδοξος Τύπος, που τολμά πλέον να μπαίνει και σε μονοπάτια λιγότερο παραδοσιακά, καταπιανόμενη με το ζήτημα της διά των κινητών τηλεφώνων επικοινωνίας. Ο συνεργάτης του φύλλου, αρθρογράφος  Κ. Γ. Παπαδημητρακόπουλος, στη ρουμπρίκα «Νεανικά Ζητήματα», δεν φείδεται σχολίων για τούτη την σημαντική αλλαγή που έχει εντοπίσει. Και, χωρίς αμφιβολία, δεν φαίνεται να έχει κι άδικο. Τι σημαίνει SMS; «Short Message Service» μας πληροφορεί ο συντάκτης – Υπηρεσία Σύντομου Μηνύματος. Ενώ προσθέτει ότι «είναι ό,τι πιο νέο και πρακτικό διαθέτει η τεχνολογία». «Ποια είναι, όμως, η απήχηση των περίφημων αυτών SMS;» θα ρωτούσε κανείς. Το άρθρο τολμά και απαντά χωρίς περιστροφές: «Είναι όντως τεράστια!». Και μάλιστα ειδικά ανάμεσα στη νεολαία μας.


Υπάρχει, όμως, διαφορά  ως προς το ποιο φύλο είναι περισσότερο επιρρεπές στην χρήση αυτών των SMS; Ασφαλώς και υπάρχει. Σύμφωνα πάντα με την καλή εφημερίδα, τα θήλεα κρατούν τα σκήπτρα σε τούτη τη δημοφιλή συνήθεια με περίπου ογδοήντα (80) μηνύματα κατά κεφαλήν, έναντι τριάκοντα (30) των αρρένων! Ειδικά οι έφηβοί μας φαίνεται ότι του δίνουν και καταλαβαίνει! Αφού, τουλάχιστον κατά τον συντάκτη κ. Παπαδημητρακόπουλο, «εφηβεία σημαίνει πλέον… SMS!». Καλά σε ό,τι έχει να κάνει με την ευρεία διάδοση αυτών των μηνυμάτων. Πρόκειται, όμως, για μια σωστή εξέλιξη; Μια εξέλιξη που μπορεί να αποτιμηθεί θετικά; «Όχι» αποφαίνεται ο αρθρογράφος. Δεδομένου ότι «όπως και να το κάνουμε, η επικοινωνία πρόσωπο με πρόσωπο είναι ο κορυφαίος τρόπος επικοινωνίας». Κι αυτό γιατί «τότε είναι που έχουμε τον συνάνθρωπό μας ολόκληρο μπροστά μας!». Επομένως, το ηθικό δίδαγμα από ετούτη τη σημαντική εξέλιξη στην επικοινωνία μέσω αυτών των σύντομων τηλεφωνικών μηνυμάτων είναι ένα (διστακτικό) «ναι» στην πρόοδο των SMS, αλλά με αρκετό μέτρο, ώστε να μη χάσουμε και την ανθρωπιά μας.

Sunday, March 6, 2016

Ουδεμία ύποπτη δοσοληψία Αβραμόπουλου-Μαυρίκου: εκβιαστές και παρβενήδες



Ανησυχία, αλλά και κάμποσες υποψίες, γεννήθηκαν στις ψυχές (αλλά και στους αξιόλογους εγκεφάλους) πολλών συνανθρώπων / συμπατριωτών μας («συμπολιτών» μας, όπως λένε κατ’ εξακολούθηση πολιτικοί και δημοσιογράφοι) με αφορμή την υπόθεση Μαυρίκου και τις κατηγορίες περί εκβιασμών (εκβιασμών που, αν αληθεύουν, λένε περισσότερα για τους εκβιαζόμενους παρά για τον εκβιαστές, αν σκεφτεί κανείς για ποιες απίθανες εφημεριδούλες και για ποια ανύπαρκτα site ομιλούμε). Ανησυχία και υποψίες που μας μεταφέρει, μάλιστα, με αρκετή ζέση, γνωστός διπλωματικός παράγων, που είχε την ευκαιρία (τι ευκαιρία – πραγματική τύχη!) να γνωρίσει από πρώτο χέρι το ποιόν του Δημήτρη Αβραμόπουλου, από τις εποχές που ο τελευταίος βαστούσε στα στιβαρά του χέρια το τιμόνι της διπλωματίας μας. «Ακούγονται πολλά, πάρα πολλά. Να ξέρεις ότι κάποιοι μιλούν για στενότατες σχέσεις του Αβραμόπουλου μ’ αυτόν τον Μαυρίκο!» μας λέει με αποφασιστικότητα ο πολύπειρος συνομιλητής μας, κατά τη διάρκεια πρωινής τεϊοποσίας στο ξενοδοχείο Plaza


«Διατηρεί ο εστέτ Μήτσος σχέσεις με τέτοιους παρακμιακούς, περιθωριακούς και κακομούτσουνους; Για όνομα του θεού! Νομίζαμε ότι ο εκδοτάκος, σε ό,τι αφορά την μεγάλη γαλάζια παράταξη που δεν ξέρει το παραμικρό από διαφθορά, είχε σχέση μόνο με τον ομοειδή του αισθητικά και συντοπίτη του, τον κυρ-Γιάννη τον Τραγάκη…» σχολιάζουμε με κάποιον δισταγμό. Και μ’ όλα τούτα να διαμείβονται την ώρα που, παραδίπλα μας, σαν ένα παιχνίδι της τύχης θαρρείς για να ισορροπήσουμε αισθητικά, αναλύει στο κινητό του τηλέφωνο τα πολιτικά πράγματα (ξύνοντας και τη μύτη του) ο νεοδημοκράτης βουλευτής Τζαβάρας (τον οποίον ιδιαιτέρως συμπαθούμε, όχι μονάχα για την ζεστή, μπουλουκοειδή του εμφάνιση και το πάντα χαμογελαστό του πρόσωπο, μα και γιατί κάποτε είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε κάποιες απόψεις –και βρείτε άλλον πολιτευόμενο εξοικειωμένο με παρόμοια θέματα– περί Alfred Jarry, που εμείς οι ντανταϊστές εκτιμούμε απεριόριστα).


Ακούμε με προσοχή τους προβληματισμούς του φίλου μας διπλωμάτη, καθώς και τη συνεχή παράθεση πληροφοριών επί του θέματος συνοδεία πικάντικων κουτσομπολιών. Και, παρά τα κοντά είκοσι χρόνια που μας χωρίζουν στην ηλικία, βρίσκουμε κάποια στιγμή το θάρρος να ψελλίσουμε την ένστασή μας: «Κι όμως. Να είσαι σίγουρος ότι ο μόνος που βγαίνει καθαρός από τούτη την υπόθεση είναι ο Αβραμόπουλος!» Κι εκεί απάνω αναπτύσσουμε με ζήλο κι ένα ανάλογο σκεπτικό, που φαίνεται να προκαλεί την έκπληξη του συνομιλητή μας.


Κάποιοι, με καλή μνήμη στα θέματα Τύπου και πολιτικής, θυμούνται με καθάριο τρόπο το επί μηνών ζάλισμα των όρχεων που προκαλούσε στο αναγνωστικό κοινό (ελλείψει πραγματικών αναγνωστών, στους τζαμπατζήδες μπανιστιρτζήδες των πρωτοσέλιδων από τα kiosk, αλλά και σε κάποιους φίλους του trash, όπως εμείς) η καλή εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, καθώς και η ομόσταυλη 24 ΩΡΕΣ, στη Μαυρίκεια περίοδό τους, με καθημερινό (ασύντακτο και ανορθόγραφο) πηχυαίο λιβάνισμα του Δημήτρη (μεγάλος ηγέτης, εθνική εφεδρεία, ιδανικός για Πρόεδρος της Δημοκρατίας, και δεν συμμαζεύεται).


Σ’ αυτή τη βάση, δεν αρνούμαστε ότι σε ορισμένους μπορεί και να δημιουργήθηκαν κάποιες πικρές σκέψεις, καθώς και υποψίες, για δοσοληψίες του Δημήτρη με τον περιθωριακό εκδότη, δεδομένου ότι στους χώρους του Τύπου και της πολιτικής τα συστηματικά εγκώμια προβληματίζουν, μιας και τα ευγενή αισθήματα δεν περισσεύουν.


Κι όμως, τα φαινόμενα απατούν. Είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε –και το βεβαιώνουμε με το χέρι στην καρδιά– ότι ουδέποτε υπήρξαν ύποπτες δοσοληψίες μεταξύ των δύο ανδρών! Πράγμα που καταθέτουμε με παρρησία. Ο Δημήτρης είναι καθαρός. Σαν τα γάργαρα νερά. Και αυτό πρέπει να το συμμερίζεται εκτός από μας και ο θεσμικός Τύπος, καθώς δεν είδαμε και καμιά σοβαρή μνεία του ονόματος του νυν Επιτρόπου σχετικά με την γνωστή υπόθεση, όπως κανείς λογικά θα ανέμενε επί τη βάσει των πραγματικών γεγονότων. Ίσως και να τους διέφυγε. «Καλά, τα τόσα πρωτοσέλιδα. Δείχνεις να μην τα λαμβάνεις υπ’ όψιν. Και η τοποθέτηση Μαυρίκου σε δημόσιες θέσεις από τον Αβραμόπουλο; Αυτό δεν σου λέει κάτι;» μας ρωτά ο συνομιλητής μας, δήθεν αποστομωτικά, αναφερόμενος στους διορισμούς Μαυρίκου σε δημόσια πόστα από τον Δημήτρη, όταν ο τελευταίος καθόταν σε υπουργικούς θώκους. Ξέρουμε, όμως, ότι αυτό δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Αφού ο Αβραμόπουλος είχε τοποθετήσει σε ανάλογες θέσεις μέχρι και τον Σπίνο (σ.σ. επί χρόνια συνεργάτη του Μαυρίκου και αρθογράφο στα έντυπά του). «Εκτός κι αν έχεις ακόμα και στον μπραχαμιώτη δημοσιογράφο (σ.σ. που δηλώνει, με πειστικότητα, ότι έχει τελειώσει τη Νομική!) να καταλογίσεις ύποπτες δοσοληψίες, ανεντιμότητα και μειωμένο κύρος…» αντιτάσσουμε ένα (νομίζουμε καταλυτικό) επιχείρημα, αναφερόμενοι στον αγωνιστή της ζωής Άρη, κατά δήλωσίν του δημοσιογράφο και πρόσφατα υποψήφιο βουλευτή (αποτυχόντα) της Χρυσής Αυγής (αν και σε μας περισσότερο γνωστό ως  αρχηγό της Νεολαίας του Βασίλη Λεβέντη, αλλά και τηλεπωλητή βιβλίων για ένα φεγγάρι, στον τηλεοπτικό Seven X, όχι φυσικά στις φιλόδοξες, highbrow εποχές Κουλουκουντή, αλλά στην παρακμή του σταθμού, λίγο πριν αποκτηθεί –με τον γνωστό (;) νόμιμο τρόπο– από τον Αλαφούζο για να μετατραπεί σε ΣΚΑΪ και να μας παραδειγματίζει με ευρωπαίικη πλουραλιστική τηλεδημοσιογραφία).


Το επιχείρημά μας δείχνει να προβληματίζει τον ομοτράπεζό μας. Γιατί πράγματι, κάπως έτσι μοιάζει να έχουν τα πράγματα. Αφού ο Αβραμόπουλος δεν φαίνεται να είχε ποτέ πάρε-δώσε με δημοσιογράφους στη βάση ύποπτων συμφωνιών· αλλά και γενικώς, από χαρακτήρα, ιδιοσυγκρασία και ανατροφή, δεν κάνει τέτοια ο Δημήτρης. Δεν τα συνηθίζει. Άλλωστε, ας μην ξεχνούμε ότι ο πατέρας του ήταν χωροφύλακας. Κι έτσι ο Δημήτρης έχει ανατραφεί με μεγάλην αυστηρότητα απάνω σε ορισμένα θέματα· εκπαιδευμένος από τον αυστηρό πατέρα του να του αρέσει το ήθος κι η ευταξία. Επιπλέον, σέβεται το δημόσιο χρήμα – και επ’ αυτού δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία σε όσους γνωρίζουν τον άνδρα. Κι όποιος φρονεί διαφορετικά, ας ρωτήσει τον Αριστείδη Καλογερόπουλο· ή ας πάει στον εισαγγελέα (©Κώστας Σημίτης). Δεν υπάρχουν σκιές στην οικονομική διαχείριση από πλευράς Αβραμόπουλου – τελεία και παύλα. Άλλωστε, τι να την κάνει την κατευθυνόμενη στήριξη από φίλα προσκείμενους δημοσιογράφους; Αφού έχει αξία. Δικαιωματικά κατέχει θέση στα δημόσια πράγματα. Και εδώ που τα λέμε (πράγμα που δείχνει και την απόλυτη κατρακύλα του «αστικού» χώρου), ο Δημητράκης, με τον οποίον κάναμε κάποτε πλάκα, μπροστά σε Κυριάκους και άλλες σύγχρονες αποφύσεις δείχνει πλέον τιτάνιων διαστάσεων (και αυτό, δυστυχώς, δεν το λέμε ειρωνικά).


Ασφαλώς, έχει φίλους δημοσιογράφους ο Αβραμόπουλος. Τους οποίους και έχει ευνοήσει πολλαπλώς. Και δεν είναι μόνο ο Μαυρίκος κι ο Σπίνος. Είναι κι άλλοι που βοηθήθηκαν απ’ τον Δημήτρη. Ο Χάρης, ο Γιάννης, ο Παύλος, ο Βασίλης και άλλοι, και άλλοι... Αλλά από το σημείο αυτό, μέχρι του να ισχυριστεί κανείς ότι παρεισέφρησε και το στοιχείο του χρήματος να δηλητηριάσει αυτές τις ακραία φιλικές σχέσεις, τις χτισμένες με τα στέρεα υλικά της καθαρής και ανόθευτης φιλίας, υπάρχει μεγάλη απόσταση. Από τη μια, ο Δημήτρης ξέρει να εκτιμά τις δημοσιογραφικές αξίες. Κι από την άλλη, οι φίλοι του δημοσιογράφοι ουδέποτε διαμόρφωσαν τον δημοσιογραφικό τους λόγο επί τη βάσει της φιλικής αυτής σχέσης. Εκεί ο συνομιλητής μας δείχνει να διαφωνεί: «Θυμάσαι ποτέ η δημοσιογραφική στρατιά του Δημήτρη να γράψει ή να πει κάτι έστω και ανεπαισθήτως κριτικό γι’ αυτόν;» μας ρωτά κακεντρεχώς. Κι απ’ τη μεριά μας, μετά από αρκετή σκέψη, απαντούμε: «Τούτη την ώρα δεν μας έρχεται κάτι στον νου. Ίσως να φταίει και η κούραση. Είμαστε, πάντως, σίγουροι πως κάτι θα υπάρχει. Ναι, σίγουρα κάτι πρέπει να υπάρχει».


Κοινό χαρακτηριστικό  των Μαυρίκων είναι μια δυσθεώρατη [sic] (©Σταύρος Θεοδωράκης) ανησυχία για τα «εθνικά θέματα» (αυτό είναι χαρακτηριστικό και άλλων ευγενών περιπτώσεων από τον χώρο της πολιτικής και της δημοσιογραφίας) με την καρδιά τους να πάλλεται πατριωτικά – κι αυτό είναι προς τιμήν τους. Αλλά και το ότι κάμποσοι από δαύτους έχουν θητεύσει στην του Καρατζαφέρη μεγάλη σχολή (TELE CITY και δεν συμμαζεύεται). Στη σχολή του Γιώργου, άλλωστε, μαθαίνεις δημοσιογραφία, ειδικά πατριωτική – όχι αστεία! Αλλά κάτι άλλο, πιο βαθύ, είναι εκείνο που  τους συνδέει δυνατά με τον Δημήτρη: η κοινή λαϊκή καταγωγή! Η λαϊκή καταγωγή και η λύσσα τους για κοινωνική και οικονομική άνοδο. Είναι όλοι τους λαϊκά παιδιά – με πρώτον τον Αβραμόπουλο (γι αυτό και η μνημειώδης μανία του δυστυχούς Δημήτρη με τα mise-en-scène και τις τελετουργίες). Φτωχοδιάβολοι. Ψωμόλυσσες. Αναρριχώμενοι. Που θέλουν κι αυτοί να φτιαχτούν, να βρουν στον ήλιο μοίρα. Ο Δημήτρης, σε μια μόνιμη charade, τα κατάφερε. Ανέβηκε τα κοινωνικά σκαλοπάτια. Είναι ένας parvenu. Το ίδιο προσπάθησαν επίμοχθα και άλλοι. «Θέλουμε κι εμείς να γίνουμε παρβεgnήδες!» τους φανταζόμαστε να φωνάζουν εν χορώ. Κι ο Αβραμόπουλος, από θέση ισχύος, τους συνέδραμε. Στη βάση της κοινής τους καταγωγής. Αλλά και οι συγκεκριμένοι δημοσιογράφοι γι’ αυτό στήριξαν τον Δημήτρη. Γιατί έτσι στήριζαν το αίμα τους – ένα παιδί λαϊκό που ήθελε μερτικό εξουσίας και κοινωνική αναγνώριση. Κι όχι επειδή έκαναν συμφωνίες μαζί του κάτω απ’ το τραπέζι ή επιδόθηκαν σε περίεργες συναλλαγές εις βάρος του κρατικού κορβανά (ή  «κουρβανά» ©Κώστας Χαρδαβέλλας). Κι έτσι, μ’ αυτές τις σύντομες αλλά σημαντικές διευκρινίσεις, ο Αβραμόπουλος αποδίδεται –νομίζουμε– καθαρός στη συνείδηση του λαού και την Ιστορία.


Είναι να τα λυπάσαι, πάντως, αυτά τα ανθρωπάκια. Τα λιγωμένα για κοινωνική αναρρίχηση και χρήμα. Και είναι και μπόλικα, πανάθεμά τα, σε τούτη τη βαλκανική γωνιά. Το μόνο ενθαρρυντικό με αφορμή την ανήθικη ετούτη υπόθεση διαφθοράς / διαπλοκής / εκβιασμών, αλλά και τις πολλές παρόμοιες (γάτες Ιμαλαΐων και άλλες ελληνικότατες γραφικότητες), είναι ότι ο λαός μας δείχνει να καταλαβαίνει τι παίζεται πίσω από τις πλάτες του, ποια είναι τα συμφέροντα και γιατί, πότε, και από ποιους γίνονται οι αποκαλύψεις, παίρνοντας πάντα θέση υπέρ του ενός και κατά του άλλου… Αυτά σκεφτόμαστε καθώς, έχοντας αναχωρήσει από το Plaza και κατευθυνόμενοι προς το σημείο άλλου ραντεβού, επί της πλατείας Καρύκη, μασουλούμε απολαυστικά μια τυρόπιτα φτιαγμένη από τα περιποιητικά χέρια της κυρίας Βώσσου (Καρύτση 6). Και ενώ απολαμβάνουμε το γευστικό μας προάριστο χαζεύοντας τη βιτρίνα των εκδόσεων Η ΖΩΗ (που, με την προβολή των ίδιων πάντα βιβλίων, μένει αναλλοίωτη στον χρόνο – όπως και η διαφθορά), νιώθουμε τα στήθη μας να γεμίζουν ελπίδα. Γιατί, αν αυτή την αφύπνιση και συνειδητοποίηση του λαού μας τη συνδυάσουμε και με την ωρίμαση των ψηφοφόρων που δείχνει η εκλογή Μητσοτάκη στο τιμόνι της ΝΔ, μπορούμε βασίμως να συμπεράνουμε ότι η εθνική ανάκαμψη δεν είναι διόλου μακριά.

/σχετικά άρθρα/
Δημητράκης ο Πολιτευόμενος: Η μικρή ιστορία ενός κατά φαντασίαν Μεγάλου

Γιάννης Τσιριγώτης: Δεν ρώτησα ποτέ τον Αβραμόπουλο αν βάφει τα μαλλιά του!