Η μεγάλη παράδοση της Ελλάδος στο θέατρο, την τέχνη που εδόξασε τη χώρα στα πέρατα της οικουμένης, συνεχίζεται και σε καιρούς κρίσης. Μόνο που δεν υπάρχει πια μεγάλη ποικιλία, αφού ένα και μόνο είδος φαίνεται να έχει κερδίσει κατά κράτος την προτίμηση του κοινού: η επιθεώρηση. Βέβαια, στη θέση των πρωταγωνιστών, δεν απολαμβάνουμε πλέον τις συνήθεις συμπαθέστατες παρουσίες του μπριόζου Στάθη Ψάλτη, του πληθωρικού Γιώργου Πάντζα ή του σεμνού Σωτήρη Τζεβελέκου. Τι σημασία έχει όμως; Τη θέση τους έχουν κερδίσει – και μάλιστα με το σπαθί τους – πολιτικοί, δημοσιογράφοι και «διανοούμενοι», ενώ το κοινό, δηλ. όλοι εμείς, παραμένουμε στα συνήθη υψηλά επίπεδα που πάντα διέκριναν το κοινό της επιθεωρήσεως, απολαμβάνοντας το θέαμα και χειροκροτώντας με ενθουσιασμό. Το θέαμα, πάντως, ανεξαρτήτως πρωταγωνιστών, παραμένει σπαρταριστό.
Με αφορμή ένα (μάλλον γελοίο) εξώφυλλο γερμανικού περιοδικού, μας δόθηκε η ευκαιρία να παρακολουθήσουμε μια φρέσκια επιθεώρηση, η οποία σε τίποτα δεν υπολείπεται των γνωστών επιθεωρήσεων που έχουμε απολαύσει και κατά το παρελθόν. Φίλιππος Πετσάλνικος, Πέτρος Ευθυμίου, Πάνος Παναγιωτόπουλος, Γιώργος Καρατζαφέρης, ο δήμαρχος με τα παρδαλά ρούχα και κάποιοι «διανοούμενοι» (που ξεχνώ τα ονόματά τους), μεταξύ άλλων, στη θέση των πρωταγωνιστών. Στη θέση του φιλότιμου δευτεραγωνιστή ο ταλαντούχος, φέρελπις (αλλά άπειρος ακόμη) Αργύρης Ντινόπουλος να προτείνει, ως άλλος Γιώργος Τράγκας, εμπάργκο στα γερμανικά προϊόντα… Όλοι οι παραπάνω (και πολλοί άλλοι ακόμα) ένωσαν τις φωνές τους καταγγέλοντας με αγανάκτηση τον ανθελληνικό γερμανικό δάκτυλο για εθνική γελοιοποίηση και υπερασπιζόμενοι την τιμή της πατρίδος.
Λογικός ο χλευασμός ή παράλογος; Το ρεπερτόριο της επιθεώρησης
προβλέπει ότι η υπερήφανη και ευκλεής (αλλά χρεωμένη σε όποιον αναπνέει) Ελλάς,
η χώρα της φέτας και του μουσακά, δεν μπορεί να γίνεται αντικείμενο χλεύης
(έστω κι αν έχει πιαστεί στα πράσα). Η ανυπότακτη ελληνική ψυχή, ως γνωστόν,
δεν χαρίζει κάστανα. Επινοήθηκε, λοιπόν, και πάλι ένα σκιάχτρο για να
ξιφουλκήσει εναντίον του το αδικημένο ελληνικό κοινό και οι ανεκδιήγητες «ελίτ»
του. Ο ελληνικός κουτοπόνηρος και συμπλεγματικός επαρχιωτισμός συνεχίζει να
θάλλει, κάνοντας ανασκαφές (και σκάβοντας, ταυτόχρονα, πιο βαθιά τον λάκκο της olive republic) στις γερμανικές
θηριωδίες, στα χρωστούμενα από τον πόλεμο, στη ληστεία των ελληνικών τραπεζών
από τους Ναζί και άλλα φαιδρά παρόμοια… Ένα εξώφυλλο, λοιπόν, γίνεται η αφορμή
για εθνικές θρηνωδίες, αλλά και πάσης φύσεως επιθετικές εκστρατείες. Η γραφικότητα
δεν έχει τέλος.
Η ελληνική λεβεντιά δεν ανέχεται μύγα στο σπαθί της – κι ας έχει
βγάλει το σβέρκο της κάλο από τις συνεχείς (και δικαιολογημένες) καρπαζιές των
πάντων. Τα αρειμάνια ελληνικά «ζορμπαλίκια», όμως, δεν επιτρέπουν απρέπειες από
«ξένους». Έτσι, οι ουραγκοτάγκοι της ελληνικής δημόσιας ζωής βγήκαν και πάλι
στο κλαρί, ζητώντας από το κοινό τη μπανάνα τους (δηλαδή την επιδοκιμασία και
το χειροκρότημα)· και από τους «ξένους» τον σεβασμό, διότι όταν οι άλλοι
τρώγανε βελανίδια κλπ. κλπ. Χωρίς την παραμικρή αίσθηση του γελοίου, οι
πυγμαίοι έλληνες «ταγοί» φιλοτεχνούν, και πάλι, για τον (μονίμως αδικημένο)
γίγαντα λαό την ταυτότητα του αδικημένου. Αυτή τη φορά, όμως, το ouzo power δεν
φαίνεται να μπορεί να μας βγάλει ασπροπρόσωπους. Η γελοιότητα μοιάζει να
αποτελεί το μόνο σταθερό και αμετακίνητο συστατικό της περιβόητης ελληνικής
κληρονομιάς· με κάθε τρόπο, σε κάθε αφορμή. Κρίση-ξεκρίση, το έργο παραμένει,
εν τέλει, πάντα το ίδιο. Η Ελλάδα (που ξέρουμε) ποτέ δεν πεθαίνει.
No comments:
Post a Comment