Sunday, December 19, 2010

Τι είδε ο Κονγκολέζος

Ο φιλέλλην ποιητής Philippe Balou μιλά για την Ελλάδα


 [άρθρο δημοσιευμένο κατ’ αποκλειστικότητα στην αγγλόφωνη εφημερίδα της κονγκολέζικης κοινότητας στην Ελλάδα, Congolese Athens News (all rights reserved). Αναδημοσιεύεται με την έγγραφη άδεια του εκδότη. Μετάφραση από την αγγλική: Νίκος Χατζηνικολάου]

Μπραζαβίλ, Κονγκό (ανταπόκριση)
Σκέψεις για ενδεχόμενη μετεγκατάσταση σε άλλη χώρα και η προοπτική μιας νέας, ποιοτικότερης ζωής στο εξωτερικό, με δυνατές ευκαιρίες, μας έφερε για λίγες ημέρες, προς διερεύνηση, στην γοητευτική Μπραζαβίλ, πρωτεύουσα της μακρινής – μα φίλης – Δημοκρατίας του Κονγκό. Η λογική της συγκεκριμένης επιλογής ήταν να απομακρυνθούμε μεν από την ανυπόφορη πλέον Ελλάδα, χωρίς όμως να χάσουμε στοιχεία (περιβαλλοντικά, πολιτισμικά και άλλα) άρρηκτα δεμένα με την ανεπανάληπτη ελληνική εμπειρία. Θεωρήσαμε ότι η εξωτική αυτή χώρα της Αφρικής μπορεί, κάλλιστα, να μας τα προσφέρει. Και, πράγματι, η συγκεκριμένη επιλογή μάς δικαίωσε. Ευχάριστη η έκπληξη, αφού διαπιστώσαμε ικανές ομοιότητες μεταξύ των δύο χωρών (και λαών). Πουθενά σαν την Ελλάδα βέβαια – το σωστό να λέγεται...


Συμπαραστάτης και οδηγός μας στην ολιγοήμερη περιήγηση στη γοητευτική αυτή χώρα της Αφρικής, ο διακεκριμένος κονγκολέζος ποιητής (και γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας) Philippe Balou. Ο Philippe έκανε αξιόλογες σπουδές στη χώρα μας. Αφού περάτωσε με επιτυχία σπουδές στο ΤΕΙ Κοζάνης, συνέχισε, εντυπωσιακά και δυναμικά, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στo ΤΕΙ Πειραιά. Με τέτοια εφόδια, με τέτοιες προδιαγραφές, ήταν μάλλον απίθανο να αποτύχει. «Ήλθα στην Ελλάδα για σπουδές, φίλε, γιατί ζήταγα για την εκπαίδευσή μου κάτι το πολύ δυνατό και ελληνικό. Δεν ήθελα ένα κοινό πτυχίο. Τελικά, όμως, τα ελληνικά πτυχία δεν αναγνωρίζονται εδώ, στην αγορά εργασίας του Κονγκό. Δε βαριέσαι. Έτσι κι αλλιώς, για την ποιητική δουλειά που κάνω εγώ, τελικά δεν μου χρειάστηκαν πτυχία. Στο κάτω-κάτω κέρδισα γερή συγκρότηση που με ωφέλησε πολύ», δηλώνει με ανακούφιση, ανάβοντας το πούρο του (και κρατώντας απάνω το περίτεχνο χάρτινο δαχτυλίδι) ο μελαμψός άνδρας.


«Πώς αποφάσισες να έλθεις στη χώρα μας Φίλιππα;», τον ρωτώ χωρίς περιστροφές. «Να σου πω, φίλε μου. Είχα επηρεαστεί πολύ από έναν σπουδαίο μουσικό μας – τον Pierre Mathas. Δυνατός φιλέλληνας! Είχε πάρει ο ίδιος πολλά στοιχεία – αισθητικά και άλλα – από τη χώρα σας και μου πέρασε έντονα αυτή την αγάπη. Λάτρευε την Ελλάδα. Πίστευε ότι η χώρα σας μοιάζει πολύ με την δική μας πατρίδα», απαντά ο γιγαντιαίων διαστάσεων κονγκολέζος. «Τελικά, μου άρεσε πολύ η ζωή στη χώρα σας. Πέρασα αξέχαστα. Ήταν σαν να μην έφυγα στιγμή από τη δικιά μου πατρίδα. Πολλές οι ομοιότητες»,συμπληρώνει με ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο αναπόλησης. «Ωραία η ζωή στην Ελλάδα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς . Διασκεδάσεις, σουβλάκια, γυναίκες… Έχετε ζωντανές γυναίκες, πολύ θερμές και κομψές – έτσι είναι και οι κονγκολέζες», μου λέει γελώντας πονηρά.

 

«Είχα ‘κανονίσει’ πολλές από δαύτες στην Ελλάδα, μόνο που δεν ήθελαν να βγαίνουμε μαζί έξω, επίσημα. Ντρεπόντουσαν γιατί ήμουν από το Κονγκό. Ό,τι κάναμε, το κάναμε κρυφά στο σπίτι μου. Πρώτα τους διάβαζα ποιήματά μου (συνοδεύοντας την απαγγελία και με λίγο ταμ-ταμ) και μετά κάναμε τα δικά μας», μου εκμυστηρεύεται, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. «Και το νου τους όλο στον γάμο τον έχουν και τα καλλυντικά, τις αποτριχώσεις και τα κομμωτήρια. Αλλά είναι καλά κορίτσια. Τις αγάπησα πολύ τις ελληνίδες. Όχι και πολύ όμορφες, αλλά πάντως θερμές και μάλιστα πολύ τριχωτές. Όλο ρούχα αγοράζουν, ενώ παστώνονται με κρέμες και πούδρες. Ντύνονται όλες με τον ίδιο τρόπο και με πολλά μπιχλιμπίδια. Μου αρέσει το ντύσιμό τους πολύ. Ζηλεύουν, βέβαια, υπερβολικά η μια την άλλη. Πολύ ανταγωνιστικές. Αλλά έτσι είναι και οι δικές μας», προσθέτει ο αφρικανός ποιητής-επιστήμων.


«Το ίδιο κι εσείς οι έλληνες. Είστε καλά παιδιά και σπουδαία φίλοι. Ειλικρινείς και αξιόπιστοι. Ντόμπροι. Πεντακάθαροι και όμορφα παιδιά. Καλλιεργημένοι και φινετσάτοι. Ντύνεστε, επίσης, κι εσείς πολύ ωραία. Οφείλω να το πω. Αλλά μου αρέσει που είστε και έξω καρδιά. Αραχτοί. Όλο συζητήσεις για ποδόσφαιρο, γυναίκες και αυτοκίνητα κάνετε. Μου πάει πολύ ο τρόπος σας. Αξέχαστες εποχές στην Ελλάδα. Εδώ στο Κονγκό δεν πολυσυζητάμε για τέτοια θέματα, βέβαια, και αυτό μου λείπει. Ο κόσμος, βλέπετε, έχει τα προβλήματά του», εξομολογείται ο κονγκολέζος συνομιλητής.


«Θέλω να ξέρεις ότι η φτώχια που περνάτε τώρα, δεν θα σας πτοήσει, όπως δεν πτόησε κι εμάς. Θα συνεχίσετε την καλή ζωή, τα ξενύχτια, τη μόδα. Είναι στο κύτταρό σας. Το ίδιο έγινε και με εμάς. Έχουμε κι εμείς μόδα, όπως βλέπεις, και καλή ζωή. Σαν κι εσάς. Η ανέχεια δεν μας καταβάλλει», μου λέει με πειστικότητα.

 

 

 


«Και οι πολιτικοί σας μου αρέσουν. Ο Πρωθυπουργός σας δείχνει πολύ καλός άνθρωπος. Κοντά στον πολίτη. Μου αρέσει, επίσης, που μιλάει απλά· που μπορώ και τον καταλαβαίνω κι εγώ όταν μιλάει. Μου αρέσει που χρησιμοποιεί λίγες λέξεις. Είναι καλό αυτό, γιατί δείχνει ότι μιλάει σαν τον απλό λαό· δεν τον σνομπάρει. Τον καταλαβαίνω πολύ καλά, λέξη δεν χάνω», προσθέτει. «Και αυτός ο Σαμαράς που βγήκε αρχηγός στο άλλο κόμμα, πολύ καλό παιδί. Έχει καλή κίνηση στο σώμα και γερό λόγο. Θα πάει μπροστά. Τον τιμώ πολύ. Αλλά και η Μπακογιάννη είναι πολύ καλή. Έντιμη και ικανή. Κρίμα που δεν βγήκε. Κι αυτή την τιμώ… Και οι αριστεροί ηγέτες, εκείνη η κοντή κυρία και το νεαρό παιδί με το πεταχτό μαλλί, είναι πρώτης τάξεως. Τα λένε καλά. Και εκείνος ο χοντρός, με τα βαμμένα μαλλιά, ο Καρατζαφέρης. Είναι πολύ αστείος και τα λέει και αυτός καλά. Δεν μου αρέσει μόνο που δεν μας θέλει στην Ελλάδα. Γιατί; Αδέλφια είμαστε», λέει ο γεροδεμένος ποιητής με ένα υποφώσκον παράπονο στο λόγο του. «Εκείνος, όμως, που είναι η αδυναμία μου είναι ο Δημήτρης Αβραμόπουλος. Αυτός μάλιστα! Έξυπνος, πολύ έξυπνος. Brilliant! Και ντύνεται ωραία, όπως ντυνόμαστε και εμείς, οι ανώτερες τάξεις του Κονγκό. Απ’ αυτόν έμαθα να ντύνομαι τόσο καλά», μου λέει, δείχνοντάς μου, με υπερηφάνεια, το κομψό καναρινί κοστούμι και την ομοιόχρωμη γραβάτα...

 

«Πιο πολύ, όμως, μου άρεσαν οι δημοσιογράφοι σας. Αυτοί κι αν μετράνε! Κυρίως οι δημοσιογράφοι της τηλεόρασης. Στην Ελλάδα έβλεπα πολύ τηλεόραση εγώ. Όλη μέρα τηλεόραση», εξομολογείται ο συμπαθέστατος κονγκολέζος. «Δεν διάβαζες τίποτα ελληνικό, Φίλιππα;», τον ρωτώ. «Πώς. Πολλά!», μου απαντά. «Εγώ, όπως ξέρεις, είναι έντονα πολιτικοποιημένος. Έτσι προτιμούσα της εφημερίδες. Κι όταν έλειπα από την Ελλάδα και ήμουν για διακοπές εδώ, στο Κονγκό, μου τις κράταγαν έλληνες φίλοι για να μη χάσω ούτε ένα τεύχος», συμπληρώνει. «Οι εφημερίδες σας είναι καταπληκτικές. Τις διαβάζω και εδώ, μέσα από το internet. Η αγαπημένη μου ήταν, με διαφορά, η Real News. Την ξέρεις; Δεν είναι πολύ καλή; Να κοιτάξουν μόνο να την βάλουν και στο internet να την διαβάζουμε και εδώ. Τέτοιες εφημερίδες δεν υπάρχουν πουθενά στον κόσμο…», μου αποκαλύπτει με έκδηλη ικανοποίηση.

 

Επανέρχεται, όμως, στο μεγάλο πάθος του, την τηλεόραση. «Η αγαπημένη μου εκπομπή ήταν πάντα του Λαζόπουλου. Ρε τον άτιμο. Πόσο γέλιο έριχνα. Συνεχίζεται ακόμα; Πολύ χιούμορ… Αστεία φάτσα. Βλάχικη. Και σπάνιο ταλέντο. Εμείς δεν έχουμε ακόμα τέτοια εκπομπή. Θα την θέλαμε όμως. Θα την αγκάλιαζε το κονγκολέζικο κοινό. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω.

 

Αλλά πολύ μου άρεσαν, επίσης, και οι ειδήσεις. Όλα τα δελτία, αλλά ειδικά του Alter. Με τον Χατζηνικολάου και τους άλλους. Και τον άλλον με τα πεταχτά αφτιά, τον έβλεπα. Αυτόν μάλιστα τον είχα δει και σε ένα περίεργο μέρος, αλλά δεν θέλω να σου πω περισσότερα. Δεν κάνει. Εγώ δεν συνήθιζα να πηγαίνω εκεί, τυχαία πήγα μια μέρα, αλλά το έμαθα. Μη ρωτάς περισσότερες λεπτομέρειες…» μου λέει, χωρίς, όμως, να εξηγεί τα υπονοούμενα. «Εμείς έχουμε ένα μόνο κανάλι. Εσείς πολλά. Αλλά άμα καταλαβαίνεις ελληνικά, βλέπεις ότι τελικά δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Μόνο που εδώ οι παρουσιαστές είναι μαύροι ενώ στη χώρα σας λευκοί. Αλλιώς μοιάζουμε πολύ. Να το ξέρεις. Είστε οι κονγκολέζοι της Ευρώπης! Είστε σαν κι εμάς!» μου λέει με υπερηφάνεια.


Η συζήτηση έρχεται, αναπόφευκτα, στην ελληνική κρίση. Πρώτο θέμα συζήτησης ακόμη και στο μακρινό Κονγκό. «Τώρα μαθαίνω για την κρίση και σας λυπάμαι. Δεν αξίζει τέτοια τύχη στον λαό σας. Δεν κάνετε για γκαρσόνια. Είστε περήφανος λαός και με μεγάλες δυνατότητες. Βλέπω κάποιους ξένους (που δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει Ελλάδα) να σας επιτίθενται άδικα – εγγλέζοι, γερμανοί – και μου έρχεται να τους δαγκάσω (sic)! Η κατάσταση που δημιούργησε η κρίση στη χώρα σας είναι με το καλάμι (σ.σ.: Εδώ δεν βγαίνει νόημα. Προδήλως, ο μεταφραστής Νίκος Χατζηνικολάου υπέπεσε σε σφάλμα. Η λέξη που χρησιμοποιήθηκε στο αγγλικό πρωτότυπο ήταν «calamitous», η οποία λανθασμένα μεταφράστηκε «με το καλάμι» αντί για «ολέθρια», όπως και είναι η ορθή απόδοση). Δεν θέλω να φοβάστε, όμως. Θα τη βρείτε την άκρη. Όπως τη βρήκαμε κι εμείς. Κάνω, μάλιστα, ενέργειες ώστε η κυβέρνησή μας να σας συνδράμει με κάποια οικονομική βοήθεια. Δεν ξεχνάω ποτέ την Ελλάδα. Μας έχετε ανάγκη τώρα. Οι πολιτικοί σάς έχουν πιει το αίμα. Χρειάζεστε δημοκρατία. Όπως εδώ. Ο λαός να ψηφίζει τους κυβερνήτες του» δηλώνει, δίκην πολιτικού μανιφέστου, ο χειμαρρώδης κονγκολέζος. «Μα εμείς τους ψηφίζουμε, Φίλιππα», του απαντώ. «Πώς και δεν το ξέρεις; Αφού λες ότι έβλεπες και ειδήσεις στο Alter», συμπληρώνω. «Εσείς τους βγάζετε;;;», αναρωτιέται ο Philippe με έκπληξη, ξύνοντας με αμηχανία το τεράστιο κονγκολέζικο κεφάλι του. «Τότε γιατί συνεχώς διαμαρτύρεστε;» μου λέει, μπερδεμένος από τις αντιφάσεις αυτού του πληγωμένου μα υπερήφανου λαού.


Περασμένη η ώρα, στο αεροδρόμιο πλέον, και έφτασε η στιγμή του αποχαιρετισμού. «Λατρεμένη χώρα η Ελλάδα», μου λέει ο Philippe κοιτώντας μελαγχολικά στο κενό και τραβώντας μια γενναία ρουφηξιά από το (δαχτυλιδάτο) πούρο του, ενώ στο πουκάμισό του διακρίνονται έντονα ίχνη ιδρώτα (δημιουργώντας και μια απροσδιόριστα γλυκιά, βαριά μυρωδιά...). Μου τείνει το στιβαρό, κονγκολέζικο χέρι του, πεποικιλμένο με βαρύτιμο χρυσούν ωρολόγιον, για μια τελευταία, θερμή χειραψία λέγοντας:


«Χαιρετίσματα στην Ελλάδα – την πατρίδα μου! Και τους Έλληνες – τους φίλους μου. Την έχω – αλήθεια σου λέω – σαν δεύτερη πατρίδα μου τη χώρα σας. Την αγαπώ – πώς αλλιώς να στο πω! Μοιάζουμε πολύ οι δύο λαοί. Έλληνες και κονγκολέζοι είμαστε σαν αδέλφια! Θέλω να το πιστέψεις αυτό που σου λέω!», μου λέει εμφατικά. «Το πιστεύω, Φίλιππα. Το πιστεύω» ψιθυρίζω, παίρνοντας, κατάκοπος, τον γλυκό δρόμο του γυρισμού.