Σαν βόμβα έσκασε η είδηση: Ο
μουσικοσυνθέτης Μίμης Πλέσσας άφησε την τελευταία του πνοή
ανήμερα πρωτοχρονιάς! Και μάλιστα λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου, εν μέσω
ολίγων μα εκλεκτών καλεσμένων, στο ρεβεγιόν, στη φιλόξενη οικία του, παίζοντας,
ντυμένος με σμόκιν, γνωστές μελωδίες του στο αγαπημένο του πιάνο! Όλοι οι
Έλληνες ένιωσαν να συγκλονίζονται επί τω ακούσματι της δυσάρεστης είδησης.
Άλλοι από πραγματική συντριβή. Και άλλοι από έκπληξη, καθώς πίστευαν πως ο
μεγάλος μας μαέστρος είχε ήδη προ πολλού αποβιώσει! Τελικά, επρόκειτο περί μιας
απλής, οπωσδήποτε μακάβριας, φήμης, απ’ αυτές που κυκλοφορούν συχνά-πυκνά
σχετικά με διάσημους ανθρώπους προχωρημένης ηλικίας. Ευτυχώς, η καρδιά του
μαέστρου συνέχισε να κτυπά κι έτσι οι δικές μας καρδιές πήγαν γρήγορα στη θέση τους.
Μπορεί η «είδηση» περί του θανάτου
του διαπρεπούς μουσικοσυνθέτη να αποδείχθηκε αβάσιμη, ωστόσο οι αντιδράσεις του
κοινού βοήθησαν να γίνει αντιληπτό, για μια ακόμη φορά, το μέγεθος της λατρείας
με την οποία αγκαλιάζουν οι Έλληνες τον μεγάλο μας μουσουργό. «Ο μόνος που
πρέπει να έτριψε με χαρά τα χέρια του είναι ο επαγγελματίας
βιογράφος-νεκρολόγος (και εκλεκτός ηθοποιός), Μάκης Δελαπόρτας, ο οποίος θα
σπεύσει να γράψει την βιογραφία του», σχολίασαν με κακεντρέχεια ορισμένοι. Σωστή η σκέψη, αλλά μόνον
για όσους αγνοούν ότι ο σπουδαίος βιογράφος με τα κατάξανθα (παρά τα περίπου
εξήντα χρονάκια του) μαλλιά, έχει ήδη
συγγράψει τη βιογραφία του μαέστρου (Ένας
δρόμος χίλιες νότες). Κι έτσι, όμως, να έχει το πράγμα, ακόμη δηλ. και όταν
η Δελαπόρτειος συγγραφή αναφέρεται σε ζώντα – πράγμα εξόχως σπάνιο –, η έκδοση
βιογραφίας γραμμένη από τα χέρια του Δελαπόρτα αποτελεί, όπως η ίδια η ζωή αποδεικνύει,
προανάκρουσμα θανάτου.
Ο (αυτοαποκαλούμενος) «μάγος της
τζαζ» και ένας από τους σκαπανείς (όπως ο ίδιος ισχυρίζεται) αυτής της μουσικής σε διεθνή κλίμακα δεν έδειξε να ανησυχεί από τα μακάβρια νέα που έφτασαν στα αυτιά του. «Λες η
ταπεινότητά μου να έχει πεθάνει και να μην το ξέρω;», εξομολογήθηκε γελώντας στην
τραγουδίστρια Πένυ Ξενάκη με το γνωστό, αστείρευτο χιούμορ του, ενώ συνέχισε να
προπονείται ασταμάτητα στο πιάνο στη ζεστή και φιλόξενη οικία του, εκεί πάνω
στην ιστορική Καλλιτεχνούπολη. Παρά το δυσάρεστο κλίμα λόγω των φημών, ο
μαέστρος εμφανίστηκε μελίρρυτος: «Νιώθω καλύτερα από ποτέ», θα δηλώσει στον δημοσιογράφο
του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ Αλκίνοο Μπουνιά που έσπευσε, γεμάτος αγωνία, να
έλθει σε επαφή με τον καλλιτέχνη. «Είμαι τόσο καλά που στα τέλη του μήνα θα
εμφανιστώ, για έκτη φορά, στην εκπομπή του Σπυράκου μου, του αγαπημένου μου
Σπύρου Παπαδόπουλου, “Στην υγειά μας ρε παιδιά”».
«Μπορεί η φήμη περί του θανάτου του
Μίμη να βγήκε και εκ του πονηρού, από ανθρώπους που δεν θέλουν να πάει καλά το
νέο σχήμα στο οποίο συμμετέχει», θα σχολιάσει επιχειρηματίας που δραστηριοποιείται στον
χώρο της νυχτερινής διασκέδασης αναφερόμενος στην φετινή συνεργασία του μαέστρου με τον βάρδο
Τόλη Βοσκόπουλο στο εστιατόριο/ταβέρνα Baraonda. «Μπορεί οι δύο καλλιτέχνες να μην βρίσκονται και στην
πρώτη τους νιότη και ακμή, αλλά σίγουρα συνεχίζουν να μιλούν στην καρδιά του κοινού και έχουν
πολλά ακόμη να δώσουν», θα προσθέσει. Άλλοι μίλησαν για σαμποτάρισμα της
επικείμενης (και πολυαναμενόμενης) συνεργασίας του διάσημου μουσουργού με τον
ερμηνευτή Πλούταρχο. Ενώ γνωστός συνθέτης (και άσπονδος φίλος του Πλέσσα) θα
παρατηρήσει: «Μην ακούτε τις φήμες. Έχει εκτελέσει πολλά κομμάτια στη ζωή του ο
Μίμης, και – ο θεός να τον έχει καλά – έχει να εκτελέσει κάμποσα ακόμα».
Πώς, όμως, διαδόθηκε η μακάβρια
φήμη περί του θανάτου του μεγάλου μας συνθέτη; Αφορμή φαίνεται ότι στάθηκε,
άθελά του βέβαια, ένα από τα περίφημα «Πλεσσόπουλα» (όπως αποκαλεί τους συνεργάτες του ο σημαντικός μουσουργός): «Τηλεφωνούσα
στον μαέστρο όλο το μεσημέρι της πρωτοχρονιάς για να του ευχηθώ, αλλά εκείνος
δεν το σήκωνε…», θα δηλώσει η τραγουδίστρια που επιθυμεί να διατηρήσει την
ανωνυμία της. «Φοβήθηκα ότι πέθανε!», θα συμπληρώσει. Τελικά, όμως, ο χαλκέντερος μουσικοσυνθέτης δεν βρισκόταν βυθισμένος στον «αιώνιο ύπνο», αλλά σε έναν αναζωογονητικό
μεσημεριανό υπνάκο, μετά από μια «γεμάτη» βραδιά αλλαγής του χρόνου όπου
σκόρπισε για μια ακόμη φορά τον ενθουσιασμό στην φιλική ομήγυρι παίζοντας ακαταπόνητα
στο πιάνο γνωστές διαχρονικές μελωδίες του.
Στο πλευρό, πάντως, του άκακου και
γλυκού (ή, για κάποιους, και γλυκερού) Μίμη, αρωγός στην αντιμετώπιση των φρικτών
αυτών φημών, στάθηκε, για μια ακόμη φορά, η σύζυγός του, Λουκίλα Καρρέρ, πιστή
συνοδοιπόρος του μουσικοσυνθέτη και στήριγμά του στα εύκολα και τα δύσκολα, σε τούτο το μακρύ, ατέλειωτο ταξίδι της ζωής του.
Παραμένοντας θαλερός στα 109 του
χρόνια, ο μαθουσάλας του ελαφρού ρεπερτορίου είναι βέβαιο ότι θα μας χαρίζει για
πολύ καιρό ακόμα τις αξεπέραστες μουσικές του, αλλά και το γνωστό
καταστάλαγμα σοφίας και εμπειρίας ζωής που αφειδώς (και οικειοθελώς) προσφέρει και
το οποίο τώρα, περισσότερο από ποτέ, έχουμε όλοι ανάγκη. Αλλά και όταν, με την
έλευση του απευκταίου, θα πάρει τον δρόμο χωρίς επιστροφή, όπως άλλωστε όλοι οι
θνητοί, εκεί ψηλά, στην πασίγνωστη «γειτονιά των αγγέλων», με το εμβληματικό πουλόβερ του
ριγμένο στους ώμους, πάλι με το αγαπημένο του πιάνο θα καταγίνεται, σκορπώντας
απλόχερα γλυκές μελωδίες και κερδίζοντας, όπως πάντα με το σπαθί του, το αβίαστο,
όλο ζωντάνια χειροκρότημα.
/σχετικά άρθρα/
Δάκης: ο αειθαλής τροβαδούρος του Έρωτα
/σχετικά άρθρα/
Δάκης: ο αειθαλής τροβαδούρος του Έρωτα