Friday, May 16, 2014

Οι εκλογές και η Φωτούλα



Και σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο μύρισε τσίκνα· μύρισε Ελλάδα. Στρατιές οι σημαντικοί υποψήφιοι και ανθυποψήφιοι, εξευτελιζόμενοι (οι περισσότεροι ανεπιγνώστως) ενώπιον ακόμη πιο σημαντικών «λειτουργών της Ενημέρωσης», ασημαντολογούν κενολογώντας ακαταπαύστως.


Τηλεοράσεις, πληρωμένες ηλεκτρονικές και έντυπες φυλλάδες, νοικιασμένες ραδιοφωνικές φωνές μάς έχουν γεμίσει ξύγκι, αφού η γουρουνοκεφαλή και τo θεόρατο σβέρκο του ματσωμένου μαουνιέρη του Πειραιά έχουν γεμίσει τον τελευταίο καιρό το σύμπαν (πάντα με το αζημείωτο). Αν, μάλιστα, έχει κανείς το βίτσιο να είναι μελετητής – ή, τουλάχιστον, παρατηρητής – της ανθρώπινης φύσης, χάνει κάθε ελπίδα για το ανθρώπινο είδος, βλέποντας στρατιές παραγόντων και ανθυποπαραγόντων να μας έχουν γεμίσει, εκτός από ξύγκια, και σάλια, παίρνοντας, διαγκωνιζόμενοι, σειρά για το ποιος θα πρωτογλείψει το – πιθανότατα μόλις και μετά βίας διακρινόμενο – μέλος του χοντρομπαλά των θαλασσομεταφορών, μήπως και ελεηθούν οι δυστυχείς, σε τούτους τους δύσκολους καιρούς, με κανένα φιλοδώρημα. Και φυσικά ο ψηφοφόρος, μονίμως εντός θέματος, φωνάζει «Ο-λυ-μπιακός!» και ψηφίζει, εις υγείαν ασφαλώς της αντιπροσώπευσης. 


Οι συριζαίικες αφίσες για την περιφέρεια Αττικής της ξεπλυμένης οικολογοευαίσθητης εξαφανίζονται μυστηριωδώς, με τους γονείς να διαμαρτύρονται ότι τα παιδιά τους τις συλλέγουν (αφού τις κατεβάσουν πρώτα από τοίχους και κολόνες) για να τον κάνουν σφεντόνα με τη συριζαία μιλφάρα, ενώ παρόμοια συμπεριφορά παρατηρείται και στους λαϊκούς ενήλικες που ερεθίζονται και εκτονώνονται στη θέα της μαύρης ρίζας του κοριτσιού από το Αιγάλεω – της τυπικής «ομορφονιάς» της επαρχιακής γειτονίτσας, με το υποσχόμενο ύφος, το σκέρτσο, της ψευτοσπουδές, και την εκτυφλωτική πείνα για εξουσία και κοινωνική άνοδο. Και με τις ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως του Ξυδάκη και κανά δυο άλλων, να προσπαθούν, καίτοι πλατσουρίζοντες στους κομματικούς βόθρους, έχοντας πλήρη επίγνωση της οδυνηρής (αλλά αναγκαίας) προεκλογικής σύμβασης, να διατηρήσουν μια κάποια αξιοπρέπεια μέσα στον ωκεανό της μαλακίας, να πουν (ό,τι μπορούν, όσο μπορούν) έξω από τα συνήθη λεκτικά τικ των κομματικών παραπληγικών εγγαστρίμυθων.


Η μεγάλη στιγμή (ξανα)έφτασε. Το δικαίωμα του εκλέγειν συντηρεί τις αυταπάτες. Οι έγκαυλοι της ψήφου (της ψήφου που μπορεί ν’ αλλάξει, και πάλι, τα πράγματα) στριμώχνονται για το ποιος θα πρωτοκαθίσει στο τραπεζάκι της fast-food μαζικοδημοκρατικής ευωχίας. Κι ας παραμένει το μεγάλο πρόβλημα (το χωρίς σχέση με δεξιές και αριστερές «ιδεολογίες»), δηλ. οι νανοειδείς προδιαγραφές του πολιτικού προσωπικού αυτής της βαλκανικής απόφυσης (κατ’ αναλογίαν, άλλωστε, και ολόκληρης της παρηκμασμένης Δύσης), όχι μόνο άλυτο, αλλά και εκτός κάποιου στοιχειωδώς σοβαρού προβληματισμού. 


Το πλήθος που, ερεθισμένο, αδημονεί να ψηφίσει (για να αλλάξει φυσικά τα πράγματα) στρέφεται κυρίως προς τις αριστερόστροφες (στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ) και προς τις δεξιόστροφες (στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής) εκδοχές του μικροαστικού ριζοσπαστισμού, αποδεικνύοντας ότι, εν τέλει, ολόκληρη σχεδόν η Ελλάδα ήταν και παραμένει ΠΑΣΟΚ. Με τσόντα της τελευταίας στιγμής το γραφικό χαζοχαρούμενο κομματίδιο, με αρχηγό τον γλυκερό νεανίζοντα μεσήλικα με το σακίδιο, σάρκα εκ της σαρκός του ελληνικού χυλού, αμαθή, επηρμένο, νάρκισσο, τερατωδώς ματαιόδοξο. Και ταυτοχρόνως, κανένα εμφανώς διατυπωμένο από την κοινωνία αίτημα για τη δημιουργία κάποιου ρεύματος άλλων προδιαγραφών· καμιά «κρίσιμη μάζα» που να μπορέσει να αιτηθεί (και να δημιουργήσει) κάτι διαφορετικό.


Κομματάνθρωποι και ψηφοφόροι, σίγουροι και υπερεπαρκείς μέσα στη χαυνωτική τους αυταρέσκεια, διαθέτοντας μονάχα απαντήσεις και ουδέποτε ερωτήσεις, ερίζουν ξιφομαχώντας με τσίγκινα σπαθιά. Επιστροφή στο καθησυχαστικό παρελθόν, για τους αντιμνημονιακούς καθυστερημένους της αριστερο(ακρο)δεξιάς («μαρξιστικής», εναλλακτικής, βλαχοδεξιάς, νεο-ορθόδοξης, εθνικοπατριωτικής) μπαρουφολογίας· μνημονιακός «εκσυγχρονισμός» και «μεταρρυθμίσεις», για τα γεμάτα μειονεξία κωμικά βλαχοεπαρχιώτικα ρεντίκολα (με τις γραβάτες και, ως επί το πλείστον, τους μισθούς του χιλιάρικου) της ψοφοδεούς «χρηματοπιστωτικής» ορθοδοξίας και της καρπαζοεισπρακτικής. Και οι πολτώδεις μαζάνθρωποι της εξ επαγγέλματος αυτιστικής καταγγελίας, της μόνιμης γκρίνιας χωρίς αντίκρισμα και της εξυπνακίστικης σχολιογραφικής γυμναστικής, να προσπαθούν, εξ ενστίκτου, να συγκαλύψουν  τη μετριότητα και την αποτυχία τους τουιτερομαλακιζόμενοι, σχολιάζοντας εξαντλητικώς, από πρωίας μέχρι νυκτός, χαμένοι στον μικρόκοσμό τους, το ρέψιμο του Τίποτα.


Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα. Γι’ αυτό και η 35χρονη Φωτούλα από την Αμαλιάδα δε δίνει δεκάρα για την πολιτική. Και γράφει στο αγαπημένο της Facebook κουρασμένα, αλλά θαρρείς με μια κρυμμένη ελπίδα να διαφαίνεται στο ύφος, ότι «εγώ έναν άντρα θέλω, έναν δεσμό, να κάνουμε πράματα μαζί». Ίσως η ελπίδα δε χάθηκε ακόμα...