Μονάχος του θα
πέρναγε και τούτη την Πρωτοχρονιά ο αγωνιστής Θωμάς. Όπως όλες τις γιορτές τα τελευταία χρόνια. Όμως δεν τον έμελλε. Ή
τουλάχιστον έτσι έλεγε. Το είχε συνηθίσει πια. Ένιωθε πλέον εξοικειωμένος με
μια τέτοια προοπτική. Μέσα του, ωστόσο, σιγόκαιε η ελπίδα μήπως και δεχθεί μια
πρόσκληση – έστω και της τελευταίας στιγμής· όσο και να μην ήθελε να
το παραδεχτεί. Κατά τις δώδεκα και μισή το πρωί, ετούτη την πρώτη μέρα του χρόνου,
κατέβηκε προσεχτικά στο γωνιακό καρτοτηλέφωνο και χώθηκε όσο πιο μέσα το μπορούσε στο κουβούκλιο μη και τονε δει κανείς. Που ’τανε μόνος χρονιάρα μέρα. Κι έβγαλε
μισή κόλλα χαρτί οπούχε γράψει κάποια ονόματα, γνωστών και παλιών
συναγωνιστών, που γιόρταζαν. Να τους επάρει τηλέφωνο για τις δέουσες ευχές. Και
–ποιος ξέρει– ίσως και να δεχόταν και καμιά πρόσκληση. Έστω και της
τελευταίας στιγμής. Και ν ’ανέβαινε γλήγορα σπίτι του, να φόραγε το καλό του το
κοστούμι, να ’παιρνε κι ένα κουτί γλυκίσματα από το ζαχαροπλαστείο, και να πήγαινε σίφουνας να ’κανε Πρωτοχρονιά με φίλους – φίλους καλούς από τα χρόνια τα παλιά. Θα ’παιρνε τον
Βασίλη τον Κοκοτό, από τη Γενική Συνομοσπονδία, τον Βάσο τον Μπεργελέ, από τον Σύλλογο, τον Βασίλη τον... – «Θωμά! Εσύ ’σαι
βρε Θωμά;» ακούστηκε ξάφνου μια φωνή. Σαν έστριψε κατά πίσω ο στριμωγμένος στο τηλεφωνικό κουβούκλιο Θωμάς, αντίκρισε ενοχλημένος τον Γιάννη τον Κρεούζη, τον χήρο, τον
γείτονα και παλιό του γνώριμο από τους συνδικαλιστικούς αγώνες. Αμηχανία
κατέλαβε τον Θωμά. Αμηχανία έκδηλη. «Χρόνια Πολλά! Καλή Χρονιά! Τι λες, βρε Θωμά, δεν
έρχεσαι κι εσύ στο καφενείο του Λουκά; Εκεί πηγαίνω κι εγώ. Θα ψήσουμε λουκάνικα για το
καλό – ρεφενέ. Είπε ότι θα ’χει φέρει ο Λουκάς και καλό κρασί απ’ το χωριό. Έλα μωρέ κι
εσύ. Θα περάσουμε καλά. Θα ’ναι κι άλλοι μοναχικοί να γιορτάσουμε μαζί, χρονιάρα
μέρα...». Ο Θωμάς δαγκώθηκε ακούγοντας τα λόγια ετούτα. Και κοιτούσε τον Κρεούζη αποσβολωμένος. Μέσα του,
όμως, το μέτρησε μέσα σε λίγες μόνο στιγμές, κι αμέσως δίπλωσε αποφασιστικά το χαρτί
με τα τηλέφωνα, το έχωσε βιαστικά στην τσέπα, και πορπάτησε δίπλα-δίπλα με τον Γιάννη τον Κρεούζη με κατεύθυνση το καφενείο του Λουκά. Καμπόσοι ήσαντε μέσα σε τούτον τον ζεστό καφενέ. Αθρώποι του μεροκάματου και ταλαιπωρημένοι απόμαχοι, αθρώποι απλοί, αγωνιστές
της ζωής, παρατημένοι από θεούς κι αθρώπους, που ο καπιταλισμός τούς είχε
σμπρώξει στο περιθώριο, χωρίς ελπίδα, δίχως προοπτική – πραγματικοί μαχητές της
ζωής, τσαλαπατημένοι από το πελώριο πέλμα της άδικης τούτης βιοτής. Και τα ’παν
όλα κει μέσα. Κατήγγειλαν την αδικία, μέμφθηκαν την ανισότητα, στηλίτευσαν τη διαφθορά.
Καυτηρίασαν κυβερνήσεις, κόμματα και πολιτικούς. Και, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια, είπαν, έτσι, για το καλό,
και μερικά τραγούδια δημοκρατικά. Προς αναπτέρωσιν ηθικού. Στην αρχή ήταν διστακτικός ο Θωμάς. Σαν να
ντρεπόταν λιγάκι. Αλλά αργότερα άφησε την καρδιά του λεύτερη. Και γλέντησε με την ψυχή του. Μακάρι
να μπόραγε να φέρει ετούτη την ανθρωπιά, την πρυτανεύουσα στο καφενείο του Λουκά ανήμερα Πρωτοχρονιάς,
και στην κοινωνία ολάκερη. Θα μπορούσε, άραγες, κάτι τέτοιο ποτέ του να γενεί; Ποιος να ’ξερε. Ούτε ο Θωμάς ήξερε ν’ απαντήσει. Μονάχα ευχή
μπορούσε να διατυπώσει. Και να συνεχίσει να ελπίζει. Γιατί
το δικαίωμα του Θωμά να ελπίζει, κανένας πούστης, κανένας φασίστας, δεν
μπορούσε να του το στερήσει.
/σχετικά άρθρα/
Τα Χριστούγεννα του Θωμά
/σχετικά άρθρα/
Τα Χριστούγεννα του Θωμά