Μέσα
στο δάσος το πυκνό, στη μουντάδα του λυκαυγούς, με το ψιλόβροχο να ραπίζει τις
πλάτες και τα πρόσωπα των κυνηγών και με τους σάκους αδειανούς από θηράματα, ακούστηκε
θόρυβος όπισθεν της συστάδας δένδρων. Ο σκύλος αλυχτούσε με
μανία. Και φερμάριζε. «Κόντε μου, σάματις να ’ναι κάνα ορτύκι! Μπορεί και λαγός…»
είπε ο Χριστόφορος. Πράγμα που έκαμε τον κόντε Δετζώρτζη να φέρει ενστικτωδώς
το κοντάκι στον ώμο και να ζυγώσει σκυφτός, έτοιμος να τη μπουμπουνίσει με το
τυφέκι του ο θηρευτής. Οπίσω από τις φυλλωσιές ακούστηκε βηματισμός και
μέριασμα κλαδιών. Ξεπρόβαλε ο Κωσταντής, ο κάλφας, ο αναδεξιμιός του γερο-Κροντηρά.