Αν επιστρατεύσει κανείς για τις σχετικές μετρήσεις το μαλακόμετρο, τα τελευταία χρόνια πρωταθλητές αναδεικνύονται όχι οι
πολιτικοί ή οι δημοσιογράφοι (όπως εύλογα θα ανέμενε κανείς), αλλά οι
οικονομολόγοι. Έχουν σπάσει, στην πλειονότητά τους, σε κάθε τους απόχρωση, σε κάθε τους μορφή, τα κοντέρ του μιναρίσματος. Δεξιοί και αριστεροί, μαρξιστές και φιλελεύθεροι, ατομοκεντρικοί
και κοινωνιοκεντρικοί έχουν γεμίσει, διά της ασταμάτητης χειραντλήσεως και εγχύσεως, σπέρμα τον δημόσιο χώρο. Σπέρμα, το οποίο καταναλώνεται απολαυστικά από το μεγαλύτερο μέρος κοινού και δημοσιογράφων. Στον τεχνοκρατισμό υπάρχει ποικιλία. Έχουμε, πάνω απ’ όλα, τον αυστηρό, άτεγκτο, φιλελεύθερο τεχνοκρατισμό. Που είναι κι ο κυρίαρχος. Κατέχοντας για τα πάντα λύσεις και συνταγές. Υπάρχει όμως και αριστερόστροφος τεχνοκρατισμός – εξίσου απολίτικος με τον πρώτο, εξίσου αυτάρεσκος, αλλ’ όμως απείρως πιο μαργιόλικος. Κι
έτσι δίνεται μια δυνατή μάχη στην οικογένεια των τεχνοκρατών / οικονομολόγων. Μάχη τιτάνια, μέχρις εσχάτων. Με τους (λίγους) σοβαρούς εκπροσώπους της συγκεκριμένης επαγγελματικής συνομοταξίας να παρακολουθούν το θέαμα αμήχανοι. Η φλυαρία κι η κοινοτοπία όλων αυτών των περίεργων ανθρώπων με τις μόνιμες βεβαιότητες
δεν μας αφήνουν τα τελευταία χρόνια σε χλωρό κλαρί. Οι σύγχρονοι ετούτοι αλμπάνηδες, με ύφος περισπούδαστης υπερεπάρκειας, χώνονται (όχι πάντα αυτοβούλως) σαν τσόντα σε κάθε συζήτηση περί «εξόδου
από την κρίση», «σχεδίων παραγωγικής ανασυγκρότησης», «προγραμμάτων εθνικής
ανάταξης» και όποιας άλλης φανφαρόνικης κενολογίας μπορούν να γεννήσουν οι γραφειοκρατικοί
εγκέφαλοί τους. Παίζοντας τους στρατηγούς εκεί που, ως εκ της ιδιότητός τους, θα έπρεπε να είναι στρατιώτες.
Ναρκισσευόμενοι μέσα στην παχυλή
(εξω-οικονομική) άγνοιά τους, όλοι αυτοί οι σοβαροφανείς και πεφυσιωμένοι δημοσιολογούντες που, επειδή «all they have is a hammer,
everything looks like a nail», λειτουργούν συνήθως σε συνθήκες εργαστηρίου, συγχέουν συμπτώματα με αίτια, και κατηγοριοποιούν ως «εξωπραγματική», και φυσικά «θεωρητική», κάθε λογική που
τους ξεπερνά, κάθε αντίληψη ασύμβατη με τα μικροεργαλεία τους, ομνύοντας στις
δήθεν down to earth (ενίοτε, δε, και υψιπετείς),
μπακαλίστικες συνταγές τους. Πιστεύουν ότι κρατάνε γερά στα αφράτα τους χέρια όλες τις λύσεις των προβλημάτων, χωρίς ούτε καν να διανοούνται ότι η δική τους συμβολή
στην επίλυσή σύνθετων πολιτικών
ζητημάτων μόνο επικουρική μπορεί να
είναι. Δογματίζουν ξεχνώντας ότι δεν λειτουργούν στην επιχείρηση του πατέρα τους αλλά σε κοινωνίες από τις οποίες η πολιτική τάξη αντλεί νομιμοποίηση και στις οποίες, εν τέλει, (πρέπει να) λογοδοτεί. Προτείνουν, μέσα στο συνεχές τους αεροκοπάνισμα, έναν πασπαρτού οικονομισμό ως αντιπρόταση στην ανεπάρκεια της πολιτικής, συγχέοντας, οι
δυστυχείς, στο τεχνοκρατικό απολίτικο κεφάλι τους, την Πολιτική με την παραφθορά της, τον πολιτικαντισμό. Εξ ου και χλευάζουν, ως πλήρως ορθολογισμένοι και κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας, το αίτημα για πολιτική διαχείριση των πολιτικών προβλημάτων, συγχέοντας το με τα αριστερίστικα φληναφήματα περί «πολιτικής αντιμετώπισης» νοούμενης στην πραγματικότητα ως αντιμετώπισης εξωπραγματικής / φαντασιακής.
Με το θράσος της αγνοίας τους,
αναλύουν την κρίση «τεχνικά», παίζοντας με τα εργαλεία της ψευδοεπιστήμης τους (μήπως άλλωστε περίπου τα πάντα σε social sciences και humanities «ψευδοεπιστήμη» δεν είναι;) και, ως σκαπανείς τεχνοκρατικών μονόδρομων, αισθάνονται πανέτοιμοι να προτείνουν ΤΗ λύση (ο καθένας από τη σκοπιά του) για έξοδο
από το εθνικό αλλά και το πλανητικό (!) πρόβλημα. Στο όνομα της πρακτικότητας και του ρεαλισμού προτείνουν τον τεχνοκρατισμό, αντί για συνεισφορά οικονομική σερβίρουν
οικονομισμό. Και φυσικά, χωρίς να αντιλαμβάνονται την αυταπόδεικτη (;) κωμικότητά τους, αγορεύουν, οι φουκαράδες, ασύστολα περί «ανάπτυξης» εννοώντας «μεγέθυνση»
(growth), φορώντας δηλ.
το στενό τους κοστούμι σ’ ένα πολυδιάστατο πρόβλημα, αδυνατώντας να αντιληφθούν ότι
έτσι αυτοξεβρακώνονται δείχνοντας την εκκωφαντική ανεπάρκειά τους, με την αφελή θεώρηση ενός προβλήματος τόσο ευρέος ως στενά «οικονομικού». Φλυαρούν
ακατάπαυστα για θέματα που τους ξεπερνούν. Αποφαίνονται ως αυθέντες. Με την κοινωνία να παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον. Η πραγματική αυτή λαίλαπα έχει
πλημμυρίσει με κενολογική αυταρέσκεια τον δημόσιο χώρο. Η σύφιλη της
οικονομο-λογίας παράγει πρωτογενές πλεόνασμα ανοητολογίας, το οποίο
καταναλώνεται με μπόλικη όρεξη στον καιρό της «κρίσης». Στην παρέλαση της μαλακίας, οικονομολόγοι είναι
οι σημαιοφόροι, οικονομολόγοι και οι παραστάτες.
Σημεία των καιρών... Με μια πολιτική
τάξη ψοφοδεή, που κοιτάζει περιδεώς την οικονομο-λογία να έχει τον πρώτο (ίσως
και τον τελευταίο) λόγο. Πολιτικοί μέτριοι, όπως η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων τους, δηλαδή πολιτικοί της αντιπροσώπευσης,
ατζέντηδες των εκπροσώπων της «οικονομίας», υποδύονται σαν τα μικρομέγαλα
παιδιά τους κυρίαρχους του παιχνιδιού, ενώ είναι απλώς φορείς μιας κατ’
επίφασιν εξουσίας τη στιγμή που τα γκέμια έχουν παραδοθεί στις περίφημες «δυνάμεις της αγοράς». Στα καθ’ ημάς, μάλιστα, που η γελοιότητα είναι εκτός
συναγωνισμού, καταντάς απέναντι στους πολιτικούς να διακατέχεσαι από αισθήματα
συμπάθειας για την τόση κατρακύλα. Έχουμε, επί παραδείγματι, υπάρξει αυτόπτες μάρτυρες
σκηνής όπου μεγαλοϋπουργός στο γραφείο του σηκώθηκε (ενστικτωδώς) όρθιος (!) για να μιλήσει τηλεφωνικώς με άλφα-άλφα τραπεζίτη, φανερώνοντας ποιοι είναι οι πρωταγωνιστές και ποιοι οι κομπάρσοι στο σύγχρονο παιχνίδι εξουσίας.
Ψιλά γράμματα, βέβαια, αυτά σε μια
εποχή που η μαζικοδημοκρατική συνθήκη έχει απονευρώσει την πολιτική τάξη στελεχώνοντάς την με διεκπεραιωτές
του μέσου όρου, κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της μεγάλης εκλογικής μάζας. Παραχωρώντας τη δικαιοδοσία ανάλυσης και
οιονεί επίλυσης των προβλημάτων στους «τεχνικούς». Και εκχωρώντας έτσι την
πολιτική στην οικονομία – και μάλιστα ούτε καν αποκλειστικά σ’ αυτήν, αλλά συχνά και στην ακατάσχετη μπουρδολογική
οικονομο-λογία. Εξαερώνοντας, ταυτόχρονα, κάθε ουσιαστικό κριτήριο, ώστε να
αξιολογηθεί μια δημόσια διατυπωμένη πρόταση ως σοβαρή ή ως κωμική, αφού το
σοβαρό απουσιάζει εκκωφαντικά από κάθε δημόσια συζήτηση υποκατεστημένο
σταθερά από το φαιδρό.
Ελλείψει, λοιπόν, άλλης σοβαρής προσέγγισης, ας μην έχουμε
εξωπραγματικές απαιτήσεις για πολιτικές
λύσεις (οι οποίες πάντα χλευάζονται από τους πολύξερους τεχνοκράτες που τις μπερδεύουν
με τις πολιτικαντικές) και ας αρκεστούμε στις εναλλακτικές λύσεις που μπορεί να
προσφέρει η σημερινή πραγματικότητα λέγοντας κι ευχαριστώ. Ευτυχώς, δηλαδή, που
υπάρχουν και κάποιοι μοναχικοί καβαλάρηδες, κάποιοι ανυποχώρητα ρομαντικοί που,
βλέποντας κι αυτοί το αδιέξοδο της «διαχειριστικής» λογικής του φαιδρού
οικονομολογικού τεχνοκρατισμού, αποφάσισαν, ως αντιπρόταση, να κινηθούν με επιμονή, εκτός κυρίαρχης
αντίληψης, μακριά από τη λογική των αριθμών, εκεί όπου φαντασία και ψυχούλα έχουν τον
πρώτο (και τελευταίο) λόγο· εκεί όπου στον πραγματισμό αντιτάσσεται η «ποίηση»· εκεί όπου «πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι»· εκεί
όπου «πολιτική» λογίζεται το «συγχώρα με που δεν καταλαβαίνω τι λένε τα
κομπιούτερς κι οι αριθμοί». Και πράγματι, η αντιπρόταση στον ελλιποβαρή τεχνοκρατισμό
έρχεται καβάλα πάνω σε δαφνοστεφές άτι μέσα από δρόμους ποιητικούς. Πώς θα
λυθεί το πολυδιάστατο πρόβλημα «ανάπτυξης» της μικρής βαλκανικής απόφυσης που ονομάζεται Ελλάς; Πώς μωρέ; Πάνω
σ’ αυτό το θέμα έκατσε και στοχάστηκε ένας ευαίσθητος άνθρωπος, ένας σπουδαίος αριστερός,
ένας μεγάλος Έλληνας: ο Ελληνιάδης.
Το
δυναμικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, αναζητώντας έμπνευση, έβγαλε από το (γνωστό;)
κόκκινο σακίδιό του ενα παλιό τεύχος από το Ντέφι
και διάβασε, σαν για προθέρμανση, ένα εγκωμιαστικό άρθρο που είχε γράψει
κάποτε για τη Γλυκερία· για τον λαϊκό, λυγμικό χαρακτήρα του τραγουδιού της· για την συνεισφορά της στην εξωτερίκευση των καημών του λαού μας μέσα από τον λαϊκό πανηγυριώτικο χαρακτήρα των πρώτων
πασοκικών συναυλιών (με τις διόλου ευκαταφρόνητες χορηγίες του Υπουργείου Πολιτισμού
και της Γραμματείας Νέας Γενιάς, μέσω των οποίων φτιάχτηκαν ουκ ολίγα «πρώτα ονόματα» της σήμερον, αλλά και μακαρίτες «επαναστατημένοι» στους οποίους
ομνύουν αενάως οι «εναλλαχτικοί»). Εν συνεχεία, έσκυψε πάνω στο πρόβλημα, και επήλθε
κι ο αναγκαίος αφουγκρασμός. Στοχάστηκε, λοιπόν, ο Στέλιος ο Ελληνιάδης· στοχάστηκε πολύ·
στοχάστηκε και αφουγκράστηκε με το σφρίγος ενός αιώνιου έφηβου· ενός νέου στην ψυχή 70άρη. Και, κατεβάζοντας μια γενναία
γουλιά ζαπατίστικου κοπερατίβικου καφέ, αποφάνθηκε: «Χρειάζεται φαντασία για να
φτάσουμε σε λύσεις. Μια καλή ιδέα θα ήταν να γίνει η Ελλάδα ένα παγκόσμιο
κέντρο διεθνών κινημάτων, ένα παγκόσμιο κέντρο διεθνών συλλογικοτήτων!» Ο δημοκρατικός
κοπερατίβικος καφές φαίνεται ότι έκαμε περίφημη δουλειά, κι έτσι ο Ελληνιάδης
κατάφερε να προχωρήσει κι ένα βήμα παραπέρα: «Η Ελλάδα να γίνει και ένα
παγκόσμιο κέντρο εναλλακτικών τρόπων διαβίωσης!» είπε ο αγωνιστής / πολιτευτής. Με τούτη την σημαντική προσθήκη να εμπλουτίζει την κεντρική ιδέα, δεδομένου ότι, εύλογα και αναμενόμενα, θα
γεννήσει και μπόλικο έρωτα – εναλλακτική ανάπτυξη, χρήμα κι έρωτας, υπάρχει άραγε κάποιος καλύτερος συνδυασμός;
Η ευφάνταστη πρόταση Ελληνιάδη είναι ουσιαστική και ελπιδοφόρα. Γιατί μπορεί και ανοίγει δρόμους· δρόμους σωστούς, δρόμους συναρπαστικούς.
Αποδεικνύοντας ότι εκείνο που πρωτίστως χρειάζεται η χώρα μέσα σ’ αυτόν τον λαβύρινθο του απολίτικου τεχνοκρατισμού είναι ιδέες· ιδέες
πρωτότυπες, ιδέες φεγγοβόλες, ιδέες δημοκρατικές, για να κάνει επιτέλους ετούτος
ο τόπος ένα βήμα παραπέρα και ν’ αναπνεύσει και λίγο #oxygono.