Sheldon Adelson: ο βασιλιάς των καζίνων
Στην Αμερική τα πάντα μετριούνται σε χρήμα – όχι όπως εδώ, που
παίζει ρόλο και το «πνέμα» (αν μας
επιτρέπεται ο Καζαντζακισμός). Αυτό το γνώριζε καλά ο νεαρός μπατίρης Sheldon. Ήξερε ότι με τη
φτώχια δεν πας πουθενά. Ειδικά όταν, εξόν από φτωχός, είσαι, σε πρόσωπο και
σώμα, και κακοφτιαγμένος. Όλη η εβραίικη πολυμελής οικογένεια του άσχημου και
φτωχού αυτού παιδιού ζούσε σε ένα δωμάτιο. Η μητέρα του εργαζόταν από το σπίτι
και ο πατέρας του ίσα που έβγαζε τα προς το ζην, μολονότι ένας από τους
ικανότερους οδηγούς ταξί της Αμερικής. Φτώχια, πείνα και μιζέρια. Ο νεαρός Adelson μπορεί να ανήκε, εκ
καταγωγής, στα lower echelons της Βοστώνης. Εντούτοις, η χαμηλή κοινωνική
προέλευση και οι τέσσαρες τοίχοι του μικρού οικογενειακού δωματίου («σε κάμαρη άδεια και μικρή, τέσσαρες τοίχοι
μόνοι») καθόλου δεν τον εμπόδιζαν να ονειρεύεται
το ενδεχόμενο και μιας κοινωνικής ανόδου. «Το
φως του καντηλιού τρεμάμενο τα ονείρατα αναδεύει». Και από ονείρατα, άλλο
τίποτα – πόσο μπόλικα από δαύτα είχε στο νεανικό του μυαλό τούτο το άτυχο αλλά
φιλόδοξο παιδί…
Το πρώτο σκαλοπάτι για κοινωνική άνοδο είναι, ασφαλώς, το
πανεπιστήμιο. Ξέρουμε με πόσο δέος το αντιμετωπίζουν οι απλές, ταπεινές
οικογένειες και της δικιάς μας πατρίδας. Κίνησε, λοιπόν, για πανεπιστημιακές
σπουδές ο Sheldon. Στο City College του Μεγάλου Μήλου. Είναι
χαρακτηριστικό ότι, περνώντας την πόρτα του πανεπιστημίου, φορούσε ακόμη τα παπούτσια
του ταξιτζή πατέρα του. Για τέτοια καταραμένη φτώχια ομιλούμε. Τελικά, όμως, δεν
τα κατάφερε. Αναγκάστηκε να αποχωρήσει από το εκπαιδευτικό ίδρυμα – όσο αθόρυβα είχε εισέλθει. Έπρεπε τώρα να δει τι θα κάμει στο στίβο της ζωής. Έστω και άνευ
πτυχίου.
«Γη των ευκαιριών» η
Αμερική. Οπωσδήποτε ναι. Αλλά ο φιλόδοξος νέος αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα:
την έλλειψη κεφαλαίου. Έτσι έπρεπε να πέσει στη σκλαβιά της μισθωτής εργασίας.
Και μετά βλέπουμε. Έγινε, μεταξύ άλλων, στρατιώτης, υπάλληλος γενικών
καθηκόντων, στενογράφος. Τίποτα, όμως, δεν ικανοποιούσε τις φιλοδοξίες του. Και
τα λεφτά λιγοστά. Έκανε, λοιπόν, σχέδια. Σχέδια πολλά βούιζαν μέσα στο θεόρατο
κεφάλι του. Βρισκόμασταν ήδη στη δεκαετία του ’70. Τι άλλο, λοιπόν, θα μπορούσε
να τραβήξει την προσοχή του εκτός από τα «κομπιούτερς»;
Είδε ότι το μέλλον βρίσκεται στα σύνθετα αυτά μηχανήματα. Όχι, όμως, στην
κατασκευή τους – που ’ναι και πράμα δύσκολο – αλλά στον δειγματισμό τους.
Έτσι,
με τις λιγοστές του οικονομίες και με την ισχύ που σου παρέχει το
συνεταιρίζεσθαι, άρχισε σιγά-σιγά να
διοργανώνει μια σχετική έκθεση, την Comdex, όπου geeks με κοντομάνικα πουκάμισα και γυαλιά μαζεύονταν για να
διασκεδάσουν στη δική τους Disneyland.
Γιγαντώθηκε, με τα χρόνια, η επιχείρηση και αυτό οδήγησε στην ενθυλάκωση ουκ
ολίγων δολαρίων, που έγιναν περισσότερα όταν τελικά η επιχείρηση επωλήθη στους
Ιάπωνες.
Με το χρήμα, πλέον, να βαραίνει την τσέπη, ο Sheldon Adelson έπρεπε
να δει πού θα επενδύσει. Και επέλεξε τα καζίνα. Λάμψη, διασκέδαση και πολύ
χρήμα – ό,τι ακριβώς έθελγε τον επιχειρηματία. Και μετά άρχισε η επέκταση.
Καζίνα, καζίνα και πάλι καζίνα! Το χρήμα αυγάτιζε. Γιατί, όπως έλεγε και ένας
σπουδαίος λογοτέχνης-φιλόσοφος, «όταν θέλουμε κάτι πολύ, το σύμπαν συνωμοτεί
για να γίνει». Και ο Sheldon τον ήθελε τον πλούτο. Τον ήθελε πολύ. Έγινε, λοιπόν, μεγιστάνας
– αυτό που ονειρεύονται οι όλοι οι συμπατριώτες μας μπρούκληδες της Αμερικής. Κατόπιν
τούτου, ήλθε, αναμενόμενα, η συμμετοχή του στον χώρο του Τύπου, καθώς και η
(αναπόφευκτη) φιλανθρωπία. Τα ξέρουμε κι εμείς αυτά από τα δικά μας, με τον
μεγαλοεπιχειρηματία και το ξανθοβαμμένο του φιλάνθρωπο φαγιούμ.
Πολλά ακουστήκαν
για τις περίεργες μεθόδους του Adelson
ως προς τις εξαγορές και την απόκτηση χρήματος. Σ’ αυτές τις δουλειές, πάντως,
δεν πας και με τον σταυρό στο χέρι. Εκτός, όμως, από δυναμικός επιχειρηματίας, είναι
και δυναμικός Σιωνιστής – τόσο δυναμικός που θα έκανε τον Σπύρο Χατζάρα, αν ποτέ
τον έβλεπε μπροστά του, όχι να κατουρηθεί πάνω του (όπως κάποιοι άσπονδοι φίλοι
του υποστηρίζουν) ούτε να εκλιπαρεί για κανένα χαρτζιλίκι, αλλά να σφίξει με
απέραντο θυμό τις γροθιές του, πριν βγει να τον καταγγείλει μέσα από τη
συχνότητα του ΤΗΛΕΑΣΤΥ.
Στόχος του Adelson,
όπως σχολιάζουν όσοι τον ξέρουν καλά, είναι να γίνει ο πλουσιότερος άνθρωπος του
κόσμου. Το νούμερο 1! Και να το μάθει όλη ανθρωπότητα – σε όλα τα μήκη και
πλάτη της γης. Για να πετύχει τον στόχο του, λένε οι ίδιοι γνωρίζοντες,
αποφάσισε να προσεγγίσει, με ανταποδοτικούς σχεδιασμούς, τον χώρο της
πολιτικής. Με ποιον τρόπο; Δίνοντας δολάρια – τι άλλο… Οι πολιτικοί δεν είναι
μόνον, όπως υποστήριζε ο μακαρίτης Auberon Waugh, «κοινωνικά και συναισθηματικά σακάτηδες». Είναι, εδώ και αρκετά
χρόνια, και οι μπάτλερ των εκπροσώπων του χρήματος. Ο Adelson αυτό το
ήξερε καλά. Γι’ αυτό και αποφάσισε τις χρηματοδοτήσεις – και μάλιστα με
ιδεολογική συνέπεια. Όσο φορούσε τα παπούτσια και τις κάλτσες του πατέρα του, δήλωνε
σοσιαλιστής: υπέρ μιας δίκαιης κοινωνίας, με ίσα δικαιώματα για όλους, χωρίς
εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ευθύς, όμως, ως άρχισε να μαζεύει χρήμα, οι
πολιτικές του απόψεις, από ένα περίεργο παιχνίδι της τύχης, άρχισαν να
μεταβάλλονται. Έτσι ο μεγιστάνας είναι, εδώ και κάμποσα χρόνια, δεξιός: συντηρητικός
ως προς τα εθνικά θέματα και την εξωτερική πολιτική, φιλελεύθερος ως προς
τα θέματα της αγοράς. Ένας καλός, δυνατός συνδυασμός – χωρίς αμφιβολία.
Ο Bush (αυτός που εμείς οι Έλληνες θεωρούμε idiot) ήταν
ο πρώτος που δέχθηκε την στήριξη του Adelson. Κάτι, όμως, που δεν εμπόδισε τον τ. Πρόεδρο Dubya να τον χαρακτηρίσει υποτιμητικά
ως έναν «τρελό Εβραίο δισεκατομμυριούχο».
Αργότερα, ο επιχειρηματίας στάθηκε στο πλευρό του Gingrich. Μετά την αποχώρηση, όμως, του
συντηρητικού υποψηφίου από την διεκδίκηση του χρίσματος των ρεπουμπλικάνων, ο
βασιλιάς των καζίνων, εν όψει των εκλογών του 2012, αφοσιώθηκε, ψυχή τε και
σώματι, στην υποστήριξη του Romney.
Κάποιοι λένε ότι η ψυχοδομή των δύο ανδρών είναι κοινή. Κάποιοι άλλοι, πάλι,
ισχυρίζονται ότι αυτό που τους έφερε κοντά είναι κάτι πεζό, i.e. το γεγονός ότι και οι δύο άνδρες
βάφουν με πάθος – αν και σε διαφορετική απόχρωση – τα μαλλιά τους.
Για τον μεν Romney,
οι απόψεις διίστανται. «Πώς τα βάφει; Αφού
έχει γκρίζους κροτάφους!», επιχειρηματολογούν κάποιοι. Ο Joseph, όμως, ο πολύπειρος κουρέας από
το San Francisco, είναι κατηγορηματικός: «Βεβαίως
και τα βάφει! Αν δει κανείς τις φωτογραφίες, θα διαπιστώσει ότι παλιά είχε πιο
πολύ γκρι». Το ζήτημα των μαλλιών του Adelson δεν προκαλεί ανάλογες αμφιβολίες
– προκαλεί, όμως, θύελλα αντιδράσεων. «Πρόκειται
για ένα πολύ κακό βάψιμο!», θα δηλώσει κατηγορηματικά ο αρθρογράφος της Wall Street Journal, Michael Silverstein. «Να έχει τόσα λεφτά και να έχει τόσο
κακοβαμμένα μαλλιά…», θα πει, με τη σειρά του, ο ελληνοαμερικάνος Τομ Παπαντόπουλος, που είχε την τιμή να σερβίρει πρόσφατα τον μεγαλοεπιχειρηματία στο
Σικάγο.
Τα κομοδινί μαλλιά του ευσταλούς παππού, πάντως, καθώς και η «κληματαριά» του, δεν φαίνεται να ενοχλούν
στο παραμικρό την κατά αρκετές δεκαετίες νεότερη (δεύτερη) σύζυγό του, την
εβραϊκής καταγωγής Miriam, αφού το σφρίγος σώματος, μυαλού
και ψυχής φαίνεται (ήδη από εκείνο το blind date μέσω του οποίου γνωρίστηκαν και
ερωτεύθηκαν) να της έχει κλέψει οριστικά την καρδιά, αφήνοντας τα λεφτά έξω από
τη ζυγαριά.
Τελικά, όμως, το χρήμα που ξόδεψε ο μεγιστάνας (καμιά
εκατοστή εκατομμύρια δολάρια) για την
εκλογή του εκλεκτού του (στην ακριβότερη προεκλογική εκστρατεία στην ιστορία
της Αμερικής) δεν έφερε το ποθούμενο αποτέλεσμα. Η κάλπη έβγαλε νικητή τον Obama. «Έγιναν κάποια λαθάκια στο τέλος, αλλιώς ο Romney θα ήταν
σίγουρος νικητής!», είπε, με την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων, ο
επιχειρηματίας. «Άλλωστε, τίποτε δεν
χάθηκε. Θα έχουμε και πάλι εκλογές, και τότε φίδι που τους έφαγε…», θα
προσθέσει. Ας είναι… Ο Sheldon Adelson μπορεί
να μην έχει (ακόμα) πρόεδρο της αρεσκείας του. Έχει όμως ξανθιά γυναίκα, πολλά λεφτά
και νεανικά ζωηρόχρωμα μαλλιά.