Αγωνιστής ήταν ο Θανάσης Πολυκάρπου (ΦΩΤΟ), ο επιλεγόμενος (πάντα με αγαθή προαίρεση) και «Σκατάς». Από κείνους τους αγωνιστές που μόνο να τους θαυμάζεις μπορείς. Απλός άνθρωπος, άνθρωπος της διπλανής πόρτας ο
Σκατάς, ένας average Joe
της βιοπάλης, με μπόλικες ευαισθησίες όμως και, επομένως, με πλατιά αριστερή
συνείδηση που εκφραζόταν, από το ’77 και μετά, μέσα από την ψήφο στο ΠΑΣΟΚ (και
τον Στέφανο Τζουμάκα – μονοσταυρία).
Τα πράγματα, όμως, πια είχαν σφίξει. Το ΠΑΣΟΚ, το κόμμα της
καρδιάς του, είχε καιρό τώρα «κατεβάσει τα σώβρακα στον νεοφιλελευθερισμό»,
όπως έλεγε και ξανάλεγε απογοητευμένος ο Σκατάς, έστω κι αν δεν τα πήγαινε καλά
με πολιτειολογίες και πολιτικές θεωρίες – αυτός, ένας βεριτάμπλ άνθρωπος της
πράξης, ένας νέτος-σκέτος άνθρωπος της ζωής. Κι έτσι κουράστηκε ο Θανάσης ο
Πολυκάρπου – κουράστηκε πολύ. Κουράστηκε σωματικά, μα κυρίως ψυχικά. Ένιωσε πως
είχε φτάσει η ώρα ν’ αλλάξει ρότα. Να μπαρκάρει για λιμάνια πιο ριζοσπαστικά,
πιο ανθρώπινα. Βαρέθηκε να τον αντιμετωπίζουν σαν αριθμό τον Σκατά· ήθελε να
τον αντιμετωπίζουν και ως άνθρωπο. Γύρευε δικαιοσύνη κι ευαισθησία. Και όταν
είδε ότι οι συνθήκες το ευνοούσαν, αποφάσισε να μπει πλησίστιος («με τα μπούνια»
όπως ο ίδιος έλεγε) στην κονίστρα της
πολιτικής διαπάλης· δίνοντας όλο του το Είναι στην υπόθεση που άκουγε στο όνομα
ΣΥΡΙΖΑ και «πρώτη φορά αριστερά». Ώστε να μετακομίσει ετούτος δω ο αδικημένος
λαός σε νέα διεύθυνση: τέρμα Παραδείσου· και να ρίξει μαύρη πέτρα στην παλιά: οδός
Αβύσσου αριθμός μηδέν.
Έδωκε μάχες ο Σκατάς – όχι αστεία! Μάχες μέχρι τελικής
πτώσεως. Με την ελπίδα άσβεστη μέσα του. Μέρα με τη μέρα να θεριεύει. Για να
επικρατήσουν οι αριστερές ιδέες. Για να ’ρθει η Αριστερά στα πράματα. Χωρίς να
προσδοκά τίποτε από το κόμμα ως αντίδωρο, πέρα από την ηθική δικαίωση και την
προοπτική ενός καλύτερου αύριο. Αφού ο ίδιος θα παρέμενε ένας απλός παρκαδόρος.
Ένας ιδεολόγος μαχητής της βιοπάλης. Χωρίς αξιώσεις για τιμές και οφίκια. Γιατί
ο Σκατάς διέφερε σημαντικά από τους σκατάδες των άλλων κομμάτων και ιδεολογιών.
Μιας και εκείνος διέθετε μια πίστη σε αρχές και αξίες πιο μπόλικη από δαύτους –
αφάνταστα πιο μπόλικη. Πίστευε με ανιδιοτέλεια και βαθιά, μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του. Και
δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του απάνου σε τούτη την αδιαπραγμάτευτη πίστη.
Σκεφτόταν πάντα με την καρδιά ο Σκατάς – αυτό το αλάνθαστο
όργανο! Δεν έλειπε, επομένως, ο ρομαντισμός απ’ την ψυχή του. Με δυνατό μεράκι για
έναν καλύτερο κόσμο. Πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο. Με σημαία τον άνθρωπο, «χωρίς
εκμετάλλευση αθρώπου από άθρωπο». Γιατί είχε άποψη για τα πράγματα ο Σκατάς. Άποψη
απόλυτη μα τεκμηριωμένη. Αφού διέθετε γνώση ο Σκατάς. Κι έτσι μπόραγε να
κάμει γερή πολιτική ανάλυση. «Ένα καλύτερο αύριο είναι μπορετό, μωρέ! Αρκεί
να κάνουμε στην κάλπη τώρα τις σωστές
επιλογές!» έλεγε παντού, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί. Γιατί ήθελε να ζει με
αξιοπρέπεια ο Σκατάς. Με αξιοπρέπεια και δημοκρατία. Με περσότερη δημοκρατία –
όσο περσότερη γινόταν! Θεέ μου, πόσο δημοκρατικός ήταν ετούτος δω ο
επαγγελματίας κι άνθρωπος! Πόσο αποφασισμένος για αλλαγές και ριζοσπαστισμούς,
πέρα κι έξω από δουλείες και εξαρτήσεις! Πόσο το έλεγε η περδικούλα του! Έβλεπε
ζουρνάδες ο Σκατάς στον ύπνο του. Ενίοτε και στον ξύπνιο του. Οραματιζόταν
νίκες του λαϊκού κινήματος – νίκες που θα ’φερναν τα πάνου κάτου στην Ευρώπη.
«Σε λίγο, από ετούτον δω τον τόπο, τον μικρό τον μέγα, αλλάζουμε όχι μονάχα την
Ελλάδα μα και τον κόσμο ολάκερο!» έλεγε με υπερχειλίζον πάθος ο αφτιασίδωτος βιοπαλαιστής. Βλέποντας με μεγεθυντικό φακό τη χώρα του, την κωλοτρυπίδα της Ευρώπης, που
όμως, παρά το μικρό της μέγεθος και το ασήμαντο της παρουσίας της, πάντα
υπερήφανη, πάντα ιδιοπρόσωπη, είχε γεννηθεί, θαρρείς, για να ανθίσταται απέναντι στους ισχυρούς και τ’ άδικο.
Στο συγκεκριμένο αγωνιστικό πλαίσιο, λοιπόν, αποφάσισε να πάρει
μιαν έξυπνη πρωτοβουλία ο Σκατάς: να αναρτά κάθε μέρα την ΑΥΓΗ στο παράθυρο του
κουβούκλιου του πάρκινγκ! Να τηνε βλέπουν όλοι – φίλοι κι εχθροί. Να γίνεται
πολιτική ρεκλάμα μέσα απ’ αυτή την προβολή. Μέσα από μια εφημερίδα που έτσι κι
αλλιώς, εδώ και καμιά εικοσαριά μήνες, αγόραζε και διάβαζε μανιωδώς. Για να παίρνει
γραμμή. Ομνύοντας αταλάντευτα στη σοφία του Θανάση Καρτερού. Λατρεύοντας αφειδώλευτα
την οξυδέρκεια του Γιώργη του Μελιγγώνη. Αλλά πιστεύοντας ασυγκράτητα και στην
πένα του Πέτρου του Κατσάκου!
Έπεισε, μάλιστα, και τον Μπακόπουλο, τον γειτονικό περιπτερά
(ΣΥΡΙΖΑ κι αυτός), να αφαιρεί το εβδομαδιαίο ένθετο ιδεών, ΕΝΘΕΜΑΤΑ, από την καλή
εφημερίδα και να το αναρτά έξω από το περίπτερο, μόνο του, σαν αυτόνομο έντυπο,
όλη την εβδομάδα, ώστε να το μπανίζει καλά ο λαός και να προβληματίζεται! – μια
διόλου άσκημη ιδέα, αν την σκεφτεί κανείς σ’ όλο της το φάρδος.
Ήθελε να πει αλήθειες ο Σκατάς – μεγάλες αλήθειες που δεν λέγονται εύκολα. Αλήθειες
που θ’ άλλαζαν τον κόσμο από τα κάτω – αρκεί οι αθρώποι να ήθελαν και να
μπορούσαν να τις ακούσουν, να τις ενστερνιστούν. Είχε τόση θέληση και πίστη για αλλαγή, που αγωνίστηκε
να επηρεάσει και το μικροπεριβάλλον εντός του οποίου διαβιούσε. Στήνονταν οι
καρέκλες γύρω από το πλαστικό τραπεζάκι απ’ το πρωί κιόλας, με το που άνοιγε το
πάρκινγκ, κι άρχιζε το κουβεντολόι. Θεέ μου, τι ζύμωση γινόταν εντός, αλλά και
πέριξ, του μικρού κουβούκλιου, όπου, μα με ζέστες μα με κρύα, σπίθιζε η ελπίδα
κι αντρείευε τ’ όνειρο! Πόση ιδεόρροια!
Πόση πολιτικολογία! Πόση αμεσοδημοκρατική ανταλλαγή απόψεων! Τι γιορτή
δημοκρατίας γινόταν μέσα σε τούτο το πάρκινγκ-μαλακιστήριο! Πώς ελύνονταν
όλα τα θέματα στο άψε-σβήσε με δυο κουβέντες δημοκρατικές! Έντονες οι πεθυμιές
που γεννιούνταν μέσα σε τούτον δω τον βιοπαλαιστικό χώρο· πολλά τα ονείρατα. Ένας
αγώνας λόγου και ψυχής ήταν ετούτη η καθημερινή συνάθροιση. Μια δοξολόγηση της
γνώμης του απλού ανθρώπου ήταν ετούτη η μάζωξη. Σε μια πραγματική –έστω και
μικρή– εκκλησία του δήμου μετατρεπόταν παρευθύς το πάρκινγκ του Πολυκάρπου. Με
τον οικοδεσπότη πάντα στο επίκεντρο· να αναλύει, να νουθετεί, να εξηγεί· να επιχειρηματολογεί,
να αντικρούει, να εμπνέει· να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε τούτη
την καθημερινή λαϊκή σύναξη· σε τούτη τη γιορτή δημοκρατικής έκφρασης. Ακόμη
και στο Facebook είχε φτιάξει σελίδα για να καταθέτει τη γνώμη του. Αλλά
παρενέβαινε τηλεφωνικά και στου Λαβίθη
(«Θανάσης από κέντρο»), ειδικά στις περίφημες «θεματικές», για να φτιάξει κλίμα.
Και στη σούμα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, δεν τα
επήγε κι άσκημα ο Σκατάς. Φίλοι, συγγενείς, γείτονες επαγγελματίες και πελάτες,
όλοι εγνώρισαν, κι εν τέλει εγκολπώθηκαν, τον ένθερμο και εμπνευστικό λόγο του Θανάση του Πολυκάρπου. Έναν
λόγο βαθιά επιδραστικό, έναν λόγο πέρα για πέρα πειστικό, επειδή ακριβώς ήταν
χτισμένος με τα απλά μα στέρεα υλικά της αλήθειας. Και ποιους δεν είχε πείσει
με το θερμό πες-πες ο Σκατάς… Ο Δημήτρης ο ασφαλιστής, είχε αρχίσει με τον
καιρό να πείθεται. Το ίδιο κι ο Κώστας, ο αστυφύλακας – αν και στην αρχή
ετούτος παρουσίαζε κάποιες δυσκολίες. Αμ ο Παναγιώτης ο μικροεπιχειρηματίας
δίπλα, με το τυροπιτάδικο, κι εκείνος δεν άλλαξε ρότα κινούμενος προς ΣΥΡΙΖΑ
μεριά; Ακόμη κι ο νεαρός Γιαννάκης, ο ορκισμένος Antifa, κι αυτός ΣΥΡΙΖΑ είπε πως τελικά θα
ψήφιζε. Κι άλλοι, κι άλλοι, κι άλλοι πολλοί, ψηφοφόροι γιομάτοι συνειδητοποίηση και διάθεση για
ριζοσπαστισμό – πού να μπορέσει να τους μετρήσει
όλους ο Σκατάς… Ναι, τελικά θα ψήφιζαν
ΣΥΡΙΖΑ! – γιατί όχι; Όλα έδειχναν πως είχε φτάσει η ώρα. Θα ψήφιζαν ραντικαλισμό.
Θα καβαλίκευαν τ’ ατίθασο άλογο της ελπίδας. Να επιστρέψει στους καθημαγμένους
Έλληνες το χαμόγελο. Να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση. Να σηκωθούμε λίγο αψηλότερα.
Η εκλογική νίκη σύντομα έφτασε. Με το κατά δύναμιν και απ’
την πλευρά του Θανάση του Πολυκάρπου. Που έκαμε, καιρό τώρα, ό,τι περνούσε απ’
το χέρι του για την επιτυχία. Πραγματική γιορτή ανόθευτης συντροφικότητας και τίμιου διαλόγου στηνόταν και μετεκλογικώς στο πάρκινγκ του Σκατά.
Κρασί, μεζέδες και άφθονο κουβεντολόι. Καθημερινά, σχηματιζόταν μια όμορφη παρεΐτσα.
Συζητώντας, τώρα πια, για το πώς θα πρέπει να δράσει η νέα κυβέρνηση· για το
πώς θ’ αλλάξουν στην πράξη τα πράματα. Με τον Θανάση πάντα να πρωτοστατεί, με τον πάθος
του προσήλυτου, με τον ενθουσιασμό του λαϊκού ανθρώπου. Τα πράγματα, όμως, δεν
πήγαν κατ’ ευχήν. Δεν πέρασε καιρός πολύς, κι άρχισαν να πέφτουν οι καρπαζιές η
μία μετά την άλλη. Κυβερνητικές συνεργασίες με ψεκασμένους, τσιμπουκόχειλοι σκατάδες
για προέδροι Δημοκρατίας, θεωρίες παιγνίων, ΕΝΦΙΑ, φόροι, κάπιταλ κοντρόλς, τα ΟΧΙ που γίνονταν
ΝΑΙ, Μνημόνια, κι άλλα, κι άλλα… – κόκκινος έγινε ο σβέρκος του Σκατά από τις
ακατάπαυστες φάπες· ανάσα δεν έπαιρνε. Συν τοις άλλοις, το
κόμμα στο οποίο πίστεψε ο Σκατάς θα έβγαζε από την σκουπιδοσακούλα, μέσα σε λίγους
μόνο μήνες, χτενισμένους και παρφουμαρισμένους, τους λεχρίτες της ελληνικής
βλαχοδεξιάς, τόσο στη μουστακαλίδικη «πατρίς θρησκεία οικογένεια» όσο και στην –απείρως κωμικότερη– «φιλελεύθερη»
«εντρεπρενούρ» εκδοχή της· με τον ίδιο τρόπο που κάποτε η φαιδρή τσομπαναραίικη
χούντα του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» κατάφερε να ξαναφέρει στα πράγματα, με την ένδοξη μεταπολίτευση, όλους τους ξοφλημένους σκατάδες του παλαιού
καθεστώτος – αποκαθαρμένους.
Ένιωθε πια οριστικά διαψευσμένος ο Σκατάς. Προδομένος από
τον χώρο εκείνον για χάρη του οποίου, τα δύο τελευταία χρόνια, μέσα στο πάρκινγκ, είχε δώσει σώμα
και ψυχή. Πιο πολύ, όμως, από την προσωπική απογοήτευση, εκείνο που τον ένοιαζε
τώρα, εκείνο που τον ντρόπιαζε, ήταν που ένιωθε εκτεθειμένος. Και που ’χε και
να λογοδοτεί στον κάθε πικραμένο: «Ρε γαμημένε Θανάση, αυτά μας έλεγες τόσον
καιρό;» «Ρε καριόλη Πολυκάρπου, γι’ αυτό το πράμα δώκαμε αγώνες;» «Ρε πούστη
Σκατά, γιατί μας επήρες στο λαιμό σου;»
Κι έτσι ο Σκατάς, ο αριστερός παρκαδόρος, ο αφοσιωμένος
ιδεολόγος, ο πλέρια προδομένος, αφήρεσε την ΑΥΓΗ από το παράθυρο του
κουβούκλιου! Υπέστειλε το αλλοτινό ευαγγέλιο! Αποκαθήλωσε το ιστορικό φύλλο! Τον
είχανε προδώσει τον Σκατά. Τον είχανε προδώσει ασάλιωτα – δεν υπήρχε η
παραμικρή αμφιβολία. Έστω κι αν η κυρά του, η κυρία Πολυκάρπου, τα έβλεπε
αλλιώς τα πράματα· και θα έδινε και μια δεύτερη ευκαιρία στο «γελαστό παιδί».
Όχι, όμως, κι ο φουρκισμένος Πολυκάρπου. Σίγουρα όχι. Προς στιγμήν, μάλιστα,
σκέφτηκε να απέχει από τις πρόωρες εκλογές ο Σκατάς – ο πικραμένος και
διαψευσμένος Σκατάς. Και ν’ αφήσει την ενασχόληση με την κεντρική πολιτική προκειμένου να αφιερωθεί στην αυτό-οργάνωση και δράση στους χώρους δουλειάς και
τις γειτονιές, που δεν θα τον πρόδιδαν ποτέ. Ωστόσο, εγκαίρως (ευτυχώς!), κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να απεμπολήσει το ιερό δικαίωμα της συνδιαμόρφωσης
και συναπόφασης που του παρείχε τόσο
πλατιά η δημοκρατία. Θα ήταν φρονιμότερο να ξαναπιτσιλίσει διά της ψήφου – κι αυτός κι οι
άλλοι συνδιαμορφωτές / μαλακιστές. Ήταν ιερό του χρέος. Κι έτσι, κατέληξε ότι
θα ψηφίσει – ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Γιατί τον Σκατά μωρέ κανείς δεν μπορούσε να τονε κοροϊδέψει.