Thursday, December 3, 2015

Куда идет Россия?


του ανταποκριτή μας στη Μόσχα 
Άντη Σαράντη (derridahta.wordpress.com)


Αναβάλλοντας βιαίως, λόγω του φόβου που μας γέννησαν οι πρόσφατες εξελίξεις (πιθανοί πολέμοι και τα ρέστα – για ενδεχόμενο «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» έκαμαν λόγο οι έλληνες δημοσιογράφοι), το τετράμηνης διάρκειας ιστορικού ενδιαφέροντος ταξίδι που είχαμε οργανώσει στα ίχνη των Τατάρων, κει πέρα στις όχθες του παγωμένου Βόλγα, ερωτήματα πολλά μας βασανίζουν: Τι θα κάμει το ξανθό γένος; Πώς αντιδρά η ρώσικη αρκούδα; Θα χρησιμοποιήσει ο Ρώσος, δίκην ασπίδας, την Τέχνη, απέναντι στην πολεμική (αλλά και την καπιταλιστική) βαρβαρότητα; Είναι άραγε νεκρός ο Βλαδίμηρος και κυβερνά ο σωσίας του; Αποτελούν οι προφητείες του Γέροντος Παϊσίου τον μπούσουλα για να καταλάβομε και –γιατί όχι;– να προβλέψομε τις εξελίξεις; Τι εννοούσε ο αείμνηστος Γρηγόρης Μιχαλόπουλος, χριστιανός ορθόδοξος μέχρι τα μπούνια, όταν έλεγε «εγώ πιστεύω στην ορθοδοξία χωρίς να σκέφτουμαι, όπως ακριβώς κι ένας ρώσος μουζίκος»; Θα ζητούσε άραγε ο (νηφάλιος πλέον) Σίμος Κεδίκογλου από τον Eduard Limonov να κάμει από πλευράς του ό,τι είναι μπορετό ώστε, σε μιαν ενδεχόμενη σύρραξη, να μην πάρουν τον ταλαίπωρο ελληνικό λαό τα ρώσικα σκάγια; Τι θα έλεγε, επηρεασμένη από τον πατέρα της Μάνο Ζαχαρία, η Μάσα στον Παναγιώτη, εφόσον ο τελευταίος δεν είχε αποτύχει στην πολιτική και ίσως ήταν σήμερα, όπως τόσοι πρώην πασόκοι και νυν συριζαίοι, υπουργός  και μάλιστα της Άμυνας; Θα ξαναχτυπούσε ο Khrushchev το παπούτσι του στο τραπέζι, εάν ζούσε και βρισκόταν και τώρα στα πράγματα; Πολλές οι ερωτήσεις. Ο ανταποκριτής μας στην Μόσχα, Άντης Σαράντης, μοιάζει να έχει (κάποιες από) τις απαντήσεις. V.


Οι τελευταίες μέρες στην Μόσχα, την πρωτεύουσα της «μητέρας Ρωσίας» και Μέκκα των τεχνών και απανταχού εξεγερμένων, σίγουρα δεν είναι απλές, συνηθισμένες μέρες. Είναι απολύτως βέβαιο (τόσο βέβαιο που ακόμα και η παραμικρή υποψία εναντίον αυτής της βεβαιότητας καθιστά τον υποπτευόμενο σχεδόν παράφρονα στα μάτια της κοινής λογικής) πως η πατρίδα του Πούσκιν, του Λομονόσοφ και του Λένιν ακροβατεί σε ένα τεντωμένο σκοινί, ένα σκοινί το οποίο ενώ φαίνεται παχύ και ακλόνητο (σωστό καραβόσκοινο) είναι στην πραγματικότητα λεπτεπίλεπτο και εύθραυστο σαν κομποσκοίνι, και η ενδεχόμενη κατάρρευση του απειλεί σαν ιογενές παράσιτο τις παγκόσμιες γεωπολιτικές ισορροπίες. Αυτή η ενδεχόμενη κατάρρευση, λοιπόν, μπορεί και ωθεί ακόμη και τους πλέον σκεπτικιστές να αναλογιστούν πως οι ισχυροί δεσμοί, δεσμοί ιστορικοί και προαιώνιοι, που έχει η πατρίδα μας με τους εκ Βορρά αδερφούς, μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος της χώρας μας.


Έτσι, ενώ η προσήλωση στις αρχές του ορθού λόγου αποτελεί απαρέγκλιτο καθήκον και «κόκκινη γραμμή», δική μας αλλά και κάθε υγιώς σκεπτόμενου πνεύματος, ίσως έχει φτάσει η ώρα να αναρωτηθούμε, ακόμα και εμείς οι μορφωμένοι, μήπως τελικά οι πολυσυζητημένες «προφητείες», αυτών των μέχρι τώρα περιθωριοποιημένων γερόντων, που θέλουν τη χώρα μας να συνεργάζεται και εν τέλει (γιατί όχι;) να γίνεται ένα με το λαμπρό ετούτο έθνος, έχουν μια κάποια βάση; Κι αν ίσως αυτές οι προφητείες δεν μπορούν να τεκμηριωθούν επιστημονικώς (γιατί με τα σημερινά δεδομένα σίγουρα δεν μπορούν), μήπως τελικά καταφέρνουν να κομίζουν ένα «πνεύμα», μια «υπαρκτή τάση», ή ακόμα και μια «προδιαγεγραμμένη συνθήκη» στο ιστορικό γίγνεσθαι; Μήπως θα πρέπει τελικά εμείς που καυχόμαστε πως παραθέτουμε τα επιχειρήματα μας στη δημόσια αρένα εξοπλισμένοι με το δώρο της λογικής, να ενσκήψουμε σ’ αυτήν τη συνθήκη, να μετρήσουμε την υλική υπόσταση που αποκτά μέσω των γλωσσικών επιτελέσεων της, κάνοντάς την ικανή να παρεμβαίνει (σε χειροπιαστό επίπεδο πλέον) στον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα;


Θα έλεγε κανείς, και μάλλον δικαιολογημένα, πως ίσως η ώρα δεν είναι η πλέον κατάλληλη για αναλύσεις και εξυπνακισμούς παρά μόνο για ένα βαθύ, παρατεταμένο στοχασμό. Άλλωστε, εν προκειμένω, οι αναλύσεις και οι εκ των προτέρων προβλέψεις αυτού ή του άλλου επέκεινα, είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν, μιας που είναι τελείως αδύνατο να χωρέσουν στα καλούπια τους το άλογο ταμπεραμέντο, τον ενστικτώδικο αυθορμητισμό και την αλλοπρόσαλλη φύση της Ρώσικης ψυχής – μιας ψυχής βασανισμένης αλλά και ικανής για πράξεις μεγαλειώδεις.


Αλλά ενώ το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει επικίνδυνα, δεν είναι δυνατόν να μην μπει κανείς στον πειρασμό να ιχνηλατήσει τις προκλήσεις, τις στρατηγικές παραμέτρους και εν τέλει τις ευκαιρίες που παρουσιάζει τούτη η ταραχώδης στιγμή όχι απλά για τα άμεσα ζωτικά συμφέροντα της χώρας μας, αλλά και για την χάραξη μιας γενικής, ριζοσπαστικής πολιτικής που θα  μπορεί να υπαγορεύει την πορεία μας από εδώ κι εμπρός. Μιας πολιτικής που ίσως θα μπορεί να κουβαλάει περήφανα και ανερυθρίαστα στα σπλάχνα της τις «προφητείες», και μαζί τους έννοιες όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη και η συμπόνια, έννοιες λεπτές και πανανθρώπινες, που ο ρώσικος πολιτισμός εκφράζει και εξέφραζε εξ απ’ ανέκαθεν. Είναι ίσως η κατάλληλη ώρα, θα πρέπει να συλλογιστούμε, τη στιγμή που η κρίση μαστίζει τη φτωχή αλλά όλο θέληση και δίψα Ελλάδα, να επαναξιολογήσουμε το πλάνο βάσει του οποίου πορευόμαστε ως έθνος στα πέλαγα της Ιστορίας. Υπάρχουν άραγε άξιοι πολιτικοί ταγοί, «Ηγέτες» με το «η» κεφαλαίο, που θα κληθούν να αναλάβουν την πλεύση σε τούτο το αχαρτογράφητο μονοπάτι οδηγώντας το μικροσκοπικό αλλά περήφανο τσαρδί μας σε δρόμους ένδοξους και μακάριους; Ή μήπως θα πρέπει να αποδεχτούμε τη μοίρα μας και να συνεχίσουμε να αφηνόμαστε στα πλοκάμια του, αναμφιβόλως ζηλευτού, αλλά και ταυτόχρονα αποκρουστικά γραφειοκρατικού και τεχνο-οικονομικού οικοδομήματος που γέννησε η Ευρώπη και ο Διαφωτισμός; Το κρίσιμο ερώτημα αφορά άλλωστε όλους μας: Μήπως τελικά έχουμε χάσει κάποιες από τις πλέον αγνές μας αξίες ως κάτοικοι του πλανήτη τούτου, ως έμβια όντα εντός ενός οικοσυστήματος στο οποίο δεν είμαστε παρά ένοικοι;


Τα ερωτήματα αυτά, μιας που τίθενται μπροστά σε κρίσιμα γεωπολιτικά σταυροδρόμια που απαιτούν άμεσες και συγκεκριμένες απαντήσεις, δεν είναι εύκολο να προσεγγισθούν – ειδικά μέσω ενός ταπεινού σημειώματος όπως το παρόν. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Παρόλα αυτά (και εδώ θα πρέπει να επιμείνουμε με πείσμα γαϊδουρινό),  η δυσπρόσιτη φύση των ερωτημάτων αυτών δε θα πρέπει να μας αποκαρδιώνει, δε θα πρέπει να απορροφά το κουράγιο και σθένος που απαιτείται ώστε καταρχήν να τα θέτουμε επί τάπητος, να τα επιτελούμε εν δημοσίω και εν τέλει να τα καταστήσουμε μέρος της δημόσιας σφαίρας.


Αλλά από πού να αρχίσει κανείς να προσεγγίζει τούτη τη δαιδαλώδη κατάσταση; Καταρχήν, χάριν αντικειμενικότητας, θα πρέπει να τονίσουμε πως, ενώ πολλοί έχουν μια μάλλον εξιδανικευμένη άποψη για τη Ρωσία ως έναν τόπο εγγενούς καλοκαρδίας και αγνότητας, είναι αλήθεια πως τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια τα δίκτυα του βιοπολιτικού καπιταλισμού και των θεσμών του έχουν απλωθεί με τον πιο βίαιο τρόπο και σ’ αυτήν τη χώρα. Μπαίνοντας κανείς στο μετρό μπορεί να αντικρύσει με πραγματικό άλγος ψυχής ανθρώπους σκυμμένους πάνω από τα κινητά τους, να παίζουν παιχνίδια, να chatάρουν ή και ακόμη να κάνουν online dating. «Πόση παρακμή!», θα έλεγε κανείς, αναλογιζόμενος τη βαριά και ανυπότακτη ιστορία αυτού του έθνους. «Πόσος κυνισμός, πόση μικροψυχία», ανακράζει κανείς μπροστά στη θέα δίμετρων ξανθών παλικαριών, τα οποία αντί να βρίσκονται σε περήφανη επαγρύπνηση απέναντι στην επίθεση του παγκοσμιοποιημένου χυλού, περνούν τον ελεύθερό τους χρόνο καταπιανόμενοι με μια πέρα για πέρα εικονική πραγματικότητα.

Κάνοντας online dating στο μετρό της Μόσχας

Αλλά και στο πεδίο της σύγχρονης πολιτισμικής παραγωγής τα πράγματα δεν είναι καθόλου μα καθόλου ελπιδοφόρα. Κανείς μπορεί να παρατηρήσει στις γκαλερί, στις εκθέσεις σύγχρονης τέχνης και στα διάφορα φουάρ, όχι απλά την επιρροή Δυτικότροπων, «κονσέπτουαλ» στοιχείων, αλλά και την πλήρη ενσωμάτωση αν όχι ενεργή προπαγάνδιση αυτών. «Η σύγχρονη εικαστική σκηνή της Μόσχας», όπως τόνισε ο ιστορικός Leo Klossowski σε μια συζήτηση που είχαμε μαζί του, «έχει αλωθεί από ακατανόητες εγκαταστάσεις που όχι μόνο δεν  προωθούν καμία αίσθηση “ρωσικότητας” αλλά συνεργούν στην ιστορική λήθη, στο τέλμα που χαρακτηρίζει τις αλλοτριωμένες υποκειμενικότητες του καιρού μας». Γιατί, ρωτάμε απελπισμένοι, γιατί;

Μια εγκατάσταση σε γκαλερί σύγχρονης τέχνης της Μόσχας

Με λύπη μας επίσης διαπιστώσαμε πως η μουσική σκηνή της Μόσχας δε θυμίζει σε τίποτα τις μέρες της ένδοξης «Καλίνκα», του «Ότσι Τσόρνιε» ή του θρυλικού «Ε, Νταρόγκι». Χωρίς νεύρο και προσανατολισμό, θα λέγαμε πως η μουσική σκηνή της Μόσχας παραδέρνει (επιεικώς) μεταξύ ενός φτηνού ρωσοπόπ και μιας εξεζητημένης, αμερικανοποιημένης τζαζ. Πόση θλίψη να χωρέσει στη καρδιά μας όταν όλο λαχτάρα προσερχόμαστε σε συναυλίες να απολαύσουμε τις ένδοξες πολυπληθείς ρωσικές ορχήστρες που κάποτε κυριαρχούσαν στην παγκόσμια σκηνή, και αντί αυτών αντικρίζουμε σχήματα τριών και τεσσάρων ερασιτεχνών με ηλεκτρικές κιθάρες και σίνθια που προσποιούνται τους μουσικούς;

Εισαγόμενη μουσική παραγωγή στη Μόσχα

Παρόλα αυτά, η αποκαρδιωτική εικόνα τούτη, γρήγορα δίνει τη θέση της σε μια άλλη εικόνα, μια ηλιόλουστη εικόνα που όχι μόνο μας γεμίζει υπερηφάνεια, αλλά και μας εξοπλίζει με αμέτρητες ελπίδες, προσδοκίες και σθένος για τις δύσκολες μάχες που έρχονται. Μόλις στρίβουμε λίγο παραπέρα είναι γνωστά τα πρόσωπα που αντικρίζουμε. Και παρότι, όπως προείπαμε, η ορθολογική μας υπόσταση δεν μας επιτρέπει να συνηγορήσουμε με τις λεγόμενες «προφητείες» τους (κάποιοι κακεντρεχείς θα τις ονόμαζαν μέχρι και «μαγγανεία»), δεν μπορούμε παρά να αισθανθούμε μια εθνική ανάταση, μια πνευματική εγρήγορση και εν τέλει μια ανείπωτη χαρά να διαπερνάει τη σπονδυλική μας στήλη όταν η όψη τους ξαφνικά εισέρχεται στο αντιληπτικό μας πεδίο. «Ναι!», κάνει μια φωνούλα μέσα μας, «αυτή είναι η πραγματική Ρωσία, η χώρα που ξέρει ακόμη να τιμά ανθρώπους που κρατάνε το λάβαρο των ιδεών ψηλά!»


Οι άνθρωποι που κρατάνε το λάβαρο των ιδεών ψηλά

Είμαστε σίγουροι πως αυτά τα παιχνιδιάρικα προσωπάκια με τα φλογερά, αχαλιναγώγητα μούσια και τις πύρινες, κίνκυ ματιές, έστω κι αν βρίσκονται σε έναν πάγκο στη μέση του πουθενά, πάγκο γωνιακό και χαντακωμένο που πλάι του διαβάτης δε μοιάζει να διαβαίνει, θα καταφέρουν –και μάλιστα σύντομα– να κερδίσουν  την ειλικρινή και καλόκαρδη ψυχή της ρώσικης αρκούδας. Ελπίζουμε, αν και μέσα μας είμαστε σχεδόν βέβαιοι, πως αυτές οι καλοκάγαθες (και κάπως pervert είναι η αλήθεια) φατσούλες θα καταφέρουν να ηγεμονεύσουν πνευματικά, με Γκραμσιανούς όρους, τη Ρωσική ψυχή, ωθώντας την να γυρίσει περήφανα την πλάτη της στις σειρήνες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και να στραφεί ξανά σε αξίες οικουμενικές, αξίες που λογιάζουν την πραγματική και αδιαμεσολάβητη ανθρώπινη επαφή ως κάτι το Ωραίο, το Μεγάλο, το Παντοτινό, αξίες που τολμούν να αφηγούνται το προαιώνιο και ασταμάτητο ανθρώπινο Δράμα, αλλά και που δεν ντρέπονται να αγκαλιάζουν τις μικρές, καθημερινές απολαύσεις –το γέλιο, τη χαρά και τον έρωτα– έχοντας τόσο αφειδώς εκφραστεί από έναν Τσαϊκόφσκι, έναν Ντοστογιέφσκι, έναν Γιέγκορ Λέτοβ (για τον τελευταίο δεν είμαστε 100% σίγουροι). Και εν τέλει αναλογιζόμαστε, ακόμα κι εμείς οι σκεπτικιστές και ταγμένοι εραστές της Λογικής, μήπως ετούτες οι προφητείες των σοφών μας μοναχών μπορούν να κομίσουν (έστω και για λίγο) φως Ελληνικό, φως γαλάζιο στις υπνωτισμένες ψυχούλες των αδερφών μας, μήπως οι γλυκές γεροντίσιες τους φωνούλες, φωνές παθιασμένης σύνεσης, καταφέρουν να αναγεννήσουν, να εκτοξεύσουν στα ουράνια τη ρώσικη μουσικότητα, μια μουσικότητα με «καρδιά», ειλικρινή και αφοσιωμένη, ή μήπως τελικά οι λάγνες και ελαφρώς σαδομαζό ματιές τους μπορέσουν να ξυπνήσουν τον απολεσθέντα τους ερωτισμό, αυτόν τον άμεσο, άγριο, «σκυλίσιο» ερωτισμό που δε χρειάζεται κομπιούτερς και αριθμούς για να τελεσφορήσει.