Κυριακή των Απόκρεων σήμερα – «χορός, τραγούδι, ροκάνα» (όπως έλεγε κάθε χρόνο τέτοια μέρα ο ειδικευμένος στο πατρινό καρναβάλι κομπέρ Άλκης Στέας). Να, λοιπόν, μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία να τιμήσουμε την εορταστική τούτη ημέρα με την φιλοτέχνηση του πορτρέτου ενός προσώπου που ταιριάζει γάντι στο κλίμα της ημέρας: του εκλεκτού ηθοποιού μας Σπύρου Μπιμπίλα. Σκέφτεστε τίποτε καλλίτερο;
Μια κρύα νύχτα του Γενάρη του ΄56 (πολύ κρύος ο χειμώνας εκείνης της χρονιάς) – και συγκεκριμένα στις 26 – είδε το φως της ζωής το νεογνό, που αργότερα, μετά και από το ιερό μυστήριο της βαπτίσεως, θα ονομαζόταν Σπυρίδων Μπιμπίλας. Κάποιοι ισχυρίζονται ότι δεν είναι αυτή η ορθή ημερομηνία και ότι μάλλον το ’45 γεννήθηκε ο Σπύρος, κρύβοντας μερικά χρόνια (τι μερικά – ολάκερη δεκαετία και βάλε.). Δεν βάζουμε το χέρι μας στη φωτιά… Φήμες, πάντως, που κυκλοφόρησαν σύμφωνα με τις οποίες ο μαιευτήρας που έφερε στην ζωή τον μπόμπιρα Σπύρο, άμα τη εμφανίσει του καρπού της κοιλίας της μητρός Μπιμπίλα, απεσύρθη από το επάγγελμα ένεκα αποπληξίας ιδιωτεύων έκτοτε κάπου στην Εύβοια, δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται.
Τίποτε δεν προμήνυε ότι το μικρόσωμο, συνετό παιδί με τα σγουρά καστανά μαλλιά που φοιτούσε, ως μαθητής, στην Ράλλειο σχολή, στην πολίχνη του Πειραιώς, θα εξελισσόταν σε ένα βαρύ χαρτί (αν και πάντα ελαφρύ σε φυσικό βάρος – featherweight) της ελληνικής ηθοποιίας. Το παιδί αυτό, εξαιρετικά αδιάφορο από κάθε άποψη εκείνη την εποχή, έμελλε να αφήσει το στίγμα του στην ελληνική καλλιτεχνία – κυρίως σε δευτεραγωνιστικούς ρόλους, παιγμένους όμως με τόσο μπρίο και αυταπάρνηση…
Η ορφάνια χτύπησε ενωρίς τον ευαίσθητο Σπυρίδωνα. Έχασε τον πατέρα του σε πολύ τρυφερή ηλικία, κάτι που τον έστρεψε σούμπιτο στην αγκαλιά της μάνας. Μιας μάνας υπερπροστατευτικής, που λάτρευε και κανάκευε τον αγαπημένο της γιο. «Καμιά αγάπη δεν συγκρίνεται με την αγάπη της Μάνας, Σπύρο μου!» του έλεγε, και αυτή τη σοφή (όσο και πρωτότυπη) ρήση την έβαλε έκτοτε για τα καλά στο μυαλό του ο ευάλωτος Σπύρος.
Η πρώτη επαφή του μικρού Σπύρου με την τέχνη ήταν ο καραγκιόζης και το κουκλοθέατρο στα οποία επιδιδόταν μετά μανίας κατά την παιδική του ηλικία. Μάλιστα, έκανε ο ίδιος το σχετικό «
σπικάζ», επί τη βάσει δικών του αυτοσχέδιων διαλόγων. Η εμπειρία αυτή θα φαινόταν αργότερα ιδιαίτερα χρήσιμη στον Σπύρο, αφού διακρίθηκε ως «φωνή» στις μεταγλωττίσεις της παιδικής σειράς «
Στρουμφάκια». Ας μην νομισθεί, όμως (ενδεχομένως επί τη βάσει κάποιων εξωτερικών χαρακτηριστικών), ότι ο Μπιμπίλας είναι κανένας αμόρφωτος. Αντιθέτως. Έχει τελειώσει τη Νομική. Έτσι δηλώνει – και τον πιστεύουμε. Η καλλιτεχνία, επομένως, δεν υπήρξε μια επιλογή απελπισίας για τον Σπύρο, όπως συνέβαινε κατά κόρον, κάποτε, με τους ηθοποιούς στα μπουλούκια, τους κομπέρ, τις κοκότες, τους ταχυδακτυλουργούς, τους μασίστες και άλλους καλλιτέχνες μιας παρελθούσης εποχής. Η καλλιτεχνία υπήρξε για τον Σπύρο μια επιλογή ζωής.
Άλλωστε, και δικηγόρος να μην μπορούσε να γίνει (το εντυπωσιακά χαμηλό ανάστημα, το όχι πολύ στιβαρό παρουσιαστικό, η λεπτή, συριστική
φωνή κλπ. δεν αποτελούσαν και τα καλλίτερα εχέγγυα για μια καριέρα στον χώρο της δικαιοσύνης), ο Σπύρος είχε κι άλλες, πιο «στρωμένες», επιλογές: θα μπορούσε επί παραδείγματι, πολύ άνετα, να γίνει επιχειρηματίας, διαδεχόμενος στο τιμόνι της οικογενειακής επιχείρησης την λατρεμένη προ-γιαγιά του, την κυρά-Βασιλική. Γιατί η σεβάσμια γυναίκα διατηρούσε επικερδές γραφείο κηδειών στην γενέτειρα του Σπύρου, τον Πειραιά, με σταθερή πελατεία.
«
Ήταν πολύ πιθανό πραγματικά να ήμουν εγώ ο συνεχιστής του γραφείου της προγιαγιάς μου, αφού είχα εξοικειωθεί από μικρός με τα φέρετρα, μέχρι που έπαιζα μέσα σ' αυτά κρυφτό με τα άλλα παιδιά της οικογένειας. Έλα όμως που από το νηπιαγωγείο είχα διαλέξει άλλο δρόμο… Το θέατρο!» θα εκμυστηρευθεί ο ταλαντούχος ηθοποιός μας, προκαλώντας στους φιλότεχνους ρίγη συγκίνησης. Ο Σπύρος προτίμησε τον αβέβαιο δρόμο του καλλιτέχνη, από τον ασφαλή δρόμο του νεκροθάφτη (όσο κι αν κάποιοι κακεντρεχείς αντίζηλοι ισχυρίζονται ότι και τώρα ένας νεκροθάφτης είναι – της τέχνης).
Του αρέσει η ζωή του Σπύρου – και την γεύεται μέχρι το μεδούλι. Έρωτας, ξενύχτια, ταξίδια… Μια από τις βασικές πηγές ηδονής του Σπύρου είναι το τσιφτετέλι. Εκεί ξεδιπλώνει όλο το ταλέντο του ο αέρινος καλλιτέχνης, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι αρέσκεται στο να λικνίζεται ημίγυμνος.
Τολμητίας μα συνάμα και προσγειωμένος ο διακεκριμένος ηθοποιός μας. Τολμητίας, γιατί αναζητά την περιπέτεια σε κάθε τομέα, σε κάθε του βήμα. Η λατρεία του προς τα ταξίδια το πιστοποιεί. Η έφεσή του στην αναζήτηση (πάσης φύσεως) περιπέτειας έχει φέρει στο διάβα του καταξιωμένου ηθοποιού μας ουκ ολίγους κινδύνους – σε σημείο να έχει τεθεί σε κίνδυνο ακόμη και η ίδια του η ζωή! Ένας αξέχαστος, παθιασμένος έρωτας του Σπύρου στη νήσο Λέρο (ένας έρωτας που δόνησε για τα καλά την ευαίσθητη καρδιά του ερωτύλου ηθοποιού μας), τον οδήγησε σε μεγάλες περιπέτειες κάποτε: το αεροσκάφος στο οποίο επέβαινε ο Μπιμπίλας για να κουρνιάσει στην τρυφερή αγκαλιά του έρωτά του, βρέθηκε άξαφνα εν μέσω καταιγίδας, διατρέχοντας τον κίνδυνο να καταπέσει και μαζί με το σκάφος να γίνει συντρίμμια και η ζωή και τα όνειρα του σημαντικού μας καλλιτέχνη.
Σε ένα άλλο του ταξίδι, στην εξωτική (και με εξωτικούς, μελαμψούς κατοίκους) Βενεζουέλα, ο Μπιμπίλας απήχθη από έναν ταξιτζή! Άμα έχεις στο κύτταρό σου την περιπέτεια…
Είναι, όμως, ταυτόχρονα, πραγματιστής και προσγειωμένος ο Μπιμπίλας – ας το επισημάνουμε κι αυτό. Γι’ αυτό και ασχολείται επιτυχώς με τις καταθέσεις και τις επενδύσεις. Ο Σπύρος ανησυχεί για τα γεράματά του. Και πράττει αναλόγως. Επειδή (μάλλον…) δεν πρόκειται να νυμφευθεί, ενώ για παιδιά ούτε λόγος (παραδόξως – αν και τα υπεραγαπά), ο Σπύρος δεν επιθυμεί να μείνει μόνος και ανήμπορος στη ζωή. Γι’ αυτό γεμίζει το πουγκί με τις λελογισμένες επενδύσεις στις οποίες επιδίδεται και οι οποίες του αποφέρουν καλές αποδόσεις. Έχει και 5 διαμερίσματα (συν αυτό που μένει, έξι), αλλά και μπόλικο μετρητό. Άλλωστε, τα γεράματα πλησιάζουν επικίνδυνα (αν δεν έχουν φτάσει ήδη). Εξηντάρης πια ο Σπύρος (με βάση την θρυλούμενη ως πραγματική ημερομηνία γεννήσεως)…
Λιλιπούτειος είναι ο Σπύρος Μπιμπίλας. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό, ακόμη και με μια απλή, επιπόλαια ματιά. Μπορεί, βέβαια, να είναι μικρό το κορμί, αλλά σε αυτό το κορμί υπάρχει ένας τεράστιος μυς, ένας τεράστιος μυς που συσπάται και πάλλεται, που δονείται και σκιρτά – αν έχει βέβαια και τα ανάλογα ερεθίσματα: μιλάμε, ασφαλώς, για την καρδιά του Σπύρου – αυτή τη μεγάλη, αγνή και άδολη καρδιά… Γι’ αυτό, ένα από τα δυνατά χαρακτηριστικά του Μπιμπίλα – είναι γνωστό αυτό – είναι ο καλόκαρδος και πράος χαρακτήρας του. Όλη η πιάτσα γνωρίζει το πόσο χρυσό παιδί είναι ο μικροκαμωμένος ηθοποιός μας. Αυτή του η καλοσύνη, σε συνδυασμό και με την περιουσία του (σε ακίνητα αλλά και μετρητά), έχει φέρει στον δρόμο του διακεκριμένου καλλιτέχνη αμέτρητα δεινά, αφού πολλοί συνάδελφοί του έχουν κατά καιρούς εκμεταλλευθεί τον ψυχικό αλλά και υλικό του πλούτο· με αποτέλεσμα ο σπλαχνικός Σπύρος να δανείζει μεν χρήμα, αλλά να δυσκολεύεται κατόπιν να το πάρει πίσω!
Αναγκάζεται πολλές φορές να φορά το (έντονου πάντα χρώματος – συνήθως κόκκινο) επανωφόρι του και να πηγαίνει να κτυπά ο ίδιος τις πόρτες των συναδέλφων του για να πάρει πίσω τα δανεικά. Έλα όμως που εκείνοι όχι μόνον δεν του ανοίγουν την πόρτα, αλλά, όταν συνειδητοποιούν ότι το δάκτυλο που χτυπά το κουδούνι ανήκει στον συνάδελφό τους τον Μπιμπίλα, συνεχίζουν, προκλητικά, να έχουν αναμμένα τα φώτα και να φωνασκούν, περιφρονώντας, προσβάλλοντας και μειώνοντας, ηθικά και συναισθηματικά, τον φιλότιμο συνάδελφό τους, αφού δεν τηρούν ούτε τα προσχήματα (σβήσιμο φώτων, σιγή για όσο διάστημα βρίσκεται έξωθεν της πόρτας ο Μπιμπίλας κοκ.). Το έχει εκμυστηρευθεί ο ίδιος ο Σπυρέτος αυτό το παράπονό του σε συνάδελφό του, με βουρκωμένα μάτια. Εξ άλλου, ο Μπιμπίλας θέλει να είναι τύπος και υπογραμμός στις συναλλαγές του, αφού δεν του αρέσουν καθόλου οι ανωμαλίες – στα οικονομικά θέματα, τουλάχιστον…
Είναι γνωστή, π.χ., η περίπτωση η σχετιζόμενη με τον συνάδελφο του Σπύρου, τον Τζώνυ Θεοδωρίδη, ο οποίος κάποτε κατηγορήθηκε από τον Μπιμπίλα ότι, με το που τσέπωσε το δανεικό από τον φιλότιμο Σπύρο παραδάκι, έσπευσε πάραυτα να εξαφανιστεί (τουλάχιστον για κάποιον χρόνο και πάντα κατά τα λεγόμενα του Μπιμπίλα). Μάταια τον αναζητούσε ο Σπύρος για να πάρει πίσω τα δανεικά. Πράγμα που ανάγκασε γνωστό θεατρικό παραγωγό να ανακράξει, γεμάτος απόγνωση και γνήσια φόρτιση: «
Πού τα κάνετε αυτά ρε; Στον Σπύρο τον Μπιμπίλα; Στο καλύτερο παιδί της ελληνικής καλλιτεχνίας;». Αλλά αυτή δεν είναι πάντα η τύχη των καλών και ξεχωριστών σε αυτή την κοινωνία;.. Ενώ, πάντως, ο Σπύρος είναι μακρόθυμος, δεν το’ χει σε τίποτα να γίνει και οξύθυμος. Τότε είναι που, όλο νεύρο, μπήγει τσιριχτές φωνές. Όταν ο Σπύρος εκνευρίζεται, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε…
Ο Σπύρος έχει μεγάλες ποσότητες ευαισθησίας μέσα σε αυτό το λιλιπούτειο κορμί. Δεν αγαπά (και δεν συνδράμει ηθικά και οικονομικά) μόνο συναδέλφους του. Αγαπά όλον τον κόσμο! Ιδιαίτερη αδυναμία του τα παιδιά (αν και, παραδόξως, όπως είπαμε, δεν απέκτησε δικά του) και οι ηλικιωμένοι.
Επειδή και ο ίδιος σταδιακά εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία (αν και πνευματικά ανήκει μάλλον στην πρώτη – λόγω αγνότητας περισσότερο) έχει, τα τελευταία ειδικά χρόνια, επιδείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το σπίτι του – τη «φωλίτσα» του, όπως το ονομάζει. Η εστία παίζει μεγάλο ρόλο, πλέον, στην καθημερινότητα του Σπύρου Μπιμπίλα. Και την περιποιείται με τόση φροντίδα, σαν να είναι μια πραγματική νοικοκυρά. Ο Σπύρος έχει βάψει το εσωτερικό του διαμερίσματός του, της ζεστής φωλιάς του, σε μια απόχρωση του πορτοκαλί, που δεικνύει παιγνιώδη διάθεση, ανεμελιά αλλά και αξιοσημείωτη ζεστασιά. Γιατί τι άλλο από αυτό είναι στην πραγματικότητα ο Μπιμπίλας; Ένα χαρωπό μεγάλο παιδί με μπόλικη ζεστασιά στην καρδιά… Τα έπιπλα της φιλόξενης εστίας του είναι, βεβαίως, μικροαστικά-νεοκλασικά, με πολλά σκαλίσματα κλπ. – στο γούστο της μητέρας του, αφού άλλωστε λέγεται ότι εκείνη εφρόντισε για την επίπλωση της άνετης Μπιμπίλειας κατοικίας. Το διαμέρισμα έχει, επίσης, πολλούς καθρέφτες (εδώ εντοπίζονται κάποια στοιχεία ναρκισσισμού, αλλά τι διάολο…, ηθοποιός είναι ο κάτοχος), ενώ ένα ακόμη χαρακτηριστικό του είναι η σχεδόν παντελής έλλειψη βιβλίων! Τι να τα κάνει, όμως, τα βιβλία ο Σπύρος… Αφού, ως καλλιτέχνης, δουλεύει κυρίως με την έμπνευση. Στο ζεστό αυτό μικροαστικό σπιτικό του, ο Σπύρος δεν ζει σαν ερημίτης, μολονότι αυτό μπορεί και του παρέχει την απαραίτητη γαλήνη που χρειάζεται για ενδοσκόπηση και για μελέτη των σημαντικών ρόλων που υποδύεται. Έτσι, δεν διστάζει, ενίοτε, σ’ αυτό το σπίτι, να στήνει και μερικά «γλεντάκια», με καλεσμένους εκπροσώπους της
show biz (κυρίως
C- και
D-celebrities).
Πάντα υποδειγματικός οικοδεσπότης ο Σπύρος, φιλόξενος μέχρι εκεί που δεν παίρνει, προσφέρει πολύ κρασί (για καλό δεν ξέρουμε…), καθώς και πολύ και καλό φαγητό στους πολυπληθείς καλεσμένους του – σπιτικό, απλό φαγητό, συνήθως μαγειρεμένο από τα χεράκια της ίδιας την αγαπημένης του μητέρας. Γιατί εδώ πρόκειται περί μιας τεράστιας αγάπης – αν δεν το έχετε αντιληφθεί απ’ όσα ήδη παραθέσαμε. Ο Σπύρος, όπως πιστοποιούν όσοι τον ξέρουν καλά, λατρεύει παθολογικά τη μητέρα του! Μάλιστα, υιός και μητέρα Μπιμπίλα θα συνομιλήσουν τουλάχιστον δις, σε καθημερινή βάση, έστω και από τηλεφώνου – έστω για ένα «καλημέρα» και «καληνύχτα» βρε αδερφέ, όταν οι επαγγελματικές υποχρεώσεις του περιφρόντιδος ηθοποιού μας δεν του επιτρέπουν επαφή διά ζώσης... Μολονότι έχει δευτεραγωνιστήσει στο θεατρικό έργο «Όχι άλλα ψάρια μαμά» ουδέποτε αρνήθηκε τα καλοψημένα ψάρια της μητέρας του (η οποία τον κακομαθαίνει), ούτε και οτιδήποτε άλλο καθημερινώς εκείνη του προσφέρει. Αγάπη να ’ναι κι ό,τι να ’ναι, σ’ αυτούς τους δύσκολους, άκαρδους καιρούς, σ’ αυτή την στείρα, αντιερωτική εποχή, όπου αγνά και ευγενή αισθήματα δεν περισσεύουν.
Ο έρωτας… Αχ αυτός ο έρωτας… Πόσος έρωτας κυρίευσε, όλα αυτά τα χρόνια, την καρδιά του Σπύρου Μπιμπίλα... Πόσο ξεχωριστή θέση έχει καταλάβει ο θεός αυτός στην ψυχή του ερωτομανούς ηθοποιού μας… Αγάπησε παράφορα στη ζωή του ο Σπύρος, ο μικροκαμωμένος αυτός ερωτιδεύς-μπρελόκ – και όχι μονάχα τη μαμά του... Πόσο δυνατά έχει χτυπήσει η καρδιά του Μπιμπίλα στους ρυθμούς (στο τικ-τακ ή, καλλίτερα, στο τάκα-τάκα) του έρωτα… Πόσον έρωτα έχει γευτεί αυτό το μικρό σώμα... Και γιατί όχι; Ο Σπύρος ερωτοτροπεί, γιατί ξέρει ότι χωρίς έρωτα η ζωή δεν έχει νόημα. Κυρίως, χωρίς γήινο, σωματικό έρωτα. «
Σ’ αυτή την πρόσκαιρη ζωή μας διατί / να μη χαρεί το ζωντανό το σώμα;», όπως διερωτάτο και ο ποιητής μας Γεώργιος Βιζυηνός. Το σπέρμα του έρωτα, λοιπόν, δεν έχει αφήσει ακηλίδωτο αυτό το μικροσκοπικό – μα τόσο ερωτικό – κορμί.
Ο Σπύρος, όπως είναι ιδιαιτέρως γνωστό στην πιάτσα, λατρεύει τα πουλιά. Κάθε είδους πουλιά – μικρά και μεγάλα, σκούρα και ανοιχτόχρωμα, νεανικά και γέρικα. Ξεχωριστή αδυναμία, όμως, δείχνει στους παπαγάλους – ιδιαίτερα στη αγαπημένη του Σωσώ. Κάθε πρωί, πριν φύγει για το άχθος της επιβίωσης (αλλά και της καλλιτεχνικής προσφοράς), το πρώτο πράγμα που κάνει είναι να περιποιηθεί τα πουλιά του. Κι εκείνα τον ανταμείβουν, παρευθύς, μ’ ένα ηδονικό, απολαυστικό τιτίβισμα…
Και βουνό και θάλασσα, και γη και αέρα αγαπά ο Σπύρος – δεν κάνει περιττές διακρίσεις. Ωστόσο, δώσε θάλασσα στον Μπιμπίλα και πάρ’ του την ψυχή. Χειμώνα καλοκαίρι θα γευτεί θάλασσα ο Σπύρος. Είναι και χειμερινός κολυμβητής (έτσι ίσως εξηγείται και αυτό το υπέροχο σώμα). Γι’ αυτό το λόγο λατρεύει τα νησιά με ιδιαίτερη αδυναμία (κρατηθείτε) στη Μύκονο! Λατρεύει, όμως, και τον αέρα. Κάποτε είχε δηλώσει ότι θα ήθελε να γίνει αεροπόρος. Ίσως επηρεασμένος από την αντίστοιχη αεροπορική (και όχι μόνο…) καριέρα του μεγάλου αεροπόρου και καλλιτέχνη (και οτιδήποτε άλλο…), Θάνου Βελλούδιου.
Αισθητικά, ο Σπύρος κινείται σε δυσπρόσιτες σφαίρες. Αγαπά τα έντονα χρώματα στα ρούχα – ειδικά στα παντελόνια. Φορά και ψηλά τακούνια. Όταν ομιλούμε για ψηλά τακούνια δεν εννοούμε απαραιτήτως και γυναικεία, σαν κι αυτά που ελάνσαρε, με τόση επιτυχία, στην ταινία «
Οι Απέναντι» του Γιώργου Πανουσόπουλου, στον γνωστό ρόλο του άτυχου τραβεστί. Ομιλούμε και για ψηλά τακούνια καθημερινής – και όχι «μερακλίδικης» – χρήσεως, σαν κι αυτά που προτιμά, λ.χ., ο Πάνος Παναγιωτόπουλος ή ο Νικολά Σαρκοζί. Μάλλον επειδή ο Σπύρος προσφέρεται σε «σχήμα τσέπης», τα τακούνια, ενισχύοντας το ανάστημά του, ενισχύουν και το Εγώ του. Ταυτόχρονα, κρύβει τις λευκές τρίχες των γηρατειών χρησιμοποιώντας όλη τη γκάμα της χρωματικής παλέτας – από το οξυζενέ ξανθό μέχρι το καφεκόκκινο της καρυδιάς. Οι καλλιτέχνες φορούν με άνεση παρδαλά ρούχα, εκκεντρικά υποδήματα, προκλητικά αξεσουάρ, χωρίς να διατρέχουν τον κίνδυνο να κατηγορηθούν για ελαφρότητα ή ακόμη και κιναιδισμό, όπως οι απλοί καθημερινοί άνθρωποι. «
Οι κίναιδοι εμπορεύονται τα κάλλη τους, ντυμένοι με εμπριμεδάκια και κρατώντας γυναικεία τσαντάκια…», θα μας επισημάνει ο Η. Πετρόπουλος («
Καπανταήδες και Μαχαιροβγάλτες»). Ο καλλιτέχνης Μπιμπίλας, από την πλευρά του, στα τσαντάκια μπορεί να λέει Ναι – αλλά λέει Όχι στα εμπριμέ!
Μεγάλη αδυναμία του Σπύρου τα σταμπωτά, στενά, «
stretch» μπλουζάκια – μπλουζάκια που, ωστόσο, δημιουργούν ανάμεικτες εντυπώσεις. Από τη μια, τώρα πια που ο Χρόνος έχει αφήσει το στίγμα του τόσο έντονα στο σώμα του Σπύρου, τα «
stretch» βοηθούν, δυστυχώς, να φανεί το στομάχι που έχει αναπτύξει πια ο ηθοποιός μας με τα χρόνια (γεροντόπαχα).
Από την άλλη, βέβαια, τα στενά μπλουζάκια αναδεικνύουν ένα ζευγάρι υπέροχα και στιβαρά στήθη. Θεέ μου, τι στήθη είναι αυτά! Στήθη, που κολάζουν ακόμα και άνδρα· στήθη που κολάζουν ακόμα και Άγιο!.. Στήθη που, όμως, κλείνουν μέσα τους και πολλή καλλιτεχνία, πολλή ευαισθησία και, ασφαλώς, πολλή Ελλάδα… Περδικόστηθος, λοιπόν, ο Σπύρος μιας και από τα στενότατα, κατά κανόνα, ενδύματα που φορεί διαφαίνονται δύο μεγάλες, στητές ρόγες (για να ακουστεί κάποτε, σε ένα πάρτι, η πρόστυχη και κακόγουστη ιαχή «
πιπίλα-πιπίλα στις ρόγες του Μπιμπίλα»)…
Στα καλλιτεχνικά, ο Σπύρος δίνει όλο του το είναι, αναδεικνύοντας το μεγάλο ταλέντο του (που μόνο τυφλός δεν βλέπει). Δεν του λείπει, όμως, και το άγχος. Πριν εκτεθεί στα φώτα της ράμπας, τον πονά πάντοτε η κοιλιά του. Στο άγχος έχει αποδώσει ο ίδιος ο ηθοποιός μας αυτόν τον ενοχλητικό πόνο. Πάντα οι ταλαντούχοι έχουν άγχος, θα προσθέσουμε εμείς. Η μεγάλη και καθοριστική έμπνευση του Μπιμπίλα υπήρξε η πρωθιέρεια της (ημεδαπής) ηθοποιίας, Αλίκη Βουγιουκλάκη. «
Ήταν η νεράιδα μου. Κοιμόμουν με τη φωτογραφία της στο μαξιλάρι μου. Και δεν ήμουν ούτε 4 ετών που δήλωσα: Πιο πολύ από τη μαμά μου και τον μπαμπά μου αγαπάω την Αλίκη Βουγιουκλάκη!», δήλωσε κάποτε ευθαρσώς ο Σπύρος. Είναι γνωστό ότι η εθνική μας σταρ ελατρεύετο από όλα τα στρώματα του πληθυσμού – κυρίως δε από τους ομοφυλοφίλους της πατρίδος μας που της είχαν στήσει κανονικό εικονοστάσι.
Μεγάλη αυτή η σύμπτωση, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Μπιμπίλας θα ανεδεικνύετο καλλιτεχνικά αργότερα – ως άνδρας πλέον – κυρίως σε ρόλους ομοφυλοφίλων! Διόλου αμελητέα η καριέρα του Σπύρου, έστω και αν διακρίθηκε υποδυόμενος σχεδόν αποκλειστικά ομοφυλόφιλους (και σε δεύτερους πάντα ρόλους). Γενικά, πάντως, ο φιλότιμος δευτεραγωνιστής μας διακρίθηκε σε θέατρο, κινηματογράφο και τηλεόραση, σε ρόλους που έχουν μείνει ανεξίτηλοι στη μνήμη μας και με αξιοσημείωτη καλλιτεχνική αξία, αναδεικνύοντας μια σπουδαία καλλιτεχνική φλέβα. Κατ’ αρχάς, ο σκαμπρόζικος ρόλος του «
Τηλέμαχου» στην τηλεοπτική σειρά «
Ιερόσυλοι» στο πλάι του μεγάλου μας πρωταγωνιστή Θάνου Λειβαδίτη (ένας ρόλος που από τυπικά δραματικός κατέστη κωμικός χάρη στις έντεχνες πινελιές του Σπύρου). Το στίγμα του το άφησε και στο παιδικό θέμα, αφού διέπρεψε, όπως ήδη αναφέραμε, στις μεταγλωττίσεις της αγαπημένης μας σειράς «
Στρουμφάκια», αλλά και στο περίφημο «
Κικιρίκου». Βέβαια, ο Σπύρος δεν άφησε παραπονεμένο και το ενήλικο ρεπερτόριο: «
Οι ομοφυλόφιλοι», «
Μπορντέλο», «
Πορνογραφία», «
Λούλου», «
Στο βάθος… βάθος αμέτρητο», «
Οι τρεις αδελφές», «
Ροζ ολοταχώς» και, οπωσδήποτε, ο διάστικτος από στοιχεία ομοφυλοφυλίας «
Άγγελος», ανέδειξαν, μεταξύ άλλων, την πλούσια γκάμα των καλλιτεχνικών δυνατοτήτων του Μπιμπίλα.
Κάποιοι, μάλιστα, θεώρησαν ότι ο Σπύρος έχει τιμήσει (ως δευτεραγωνιστής πάντα) και το σκληρό ελληνικό πορνό. Κάτι τέτοιο, όμως, είμαστε σε θέση να βεβαιώσουμε ότι δεν ισχύει. Απλώς ορισμένοι προφανώς συγχέουν τον Μπιμπίλα με τον (μελαμψό) σωσία του, τον περίφημο, τον γιγαντιαίο Τζίμι Μπελαρίκε («Ανώμαλοι Έρωτες στη Σαντορίνη»). Εκπληκτική, πράγματι, ομοιότης...
Προσωπική μας άποψη ότι ο Σπύρος αναδεικνύει καλλίτερα το ταλέντο του, όταν ο ρόλος εμπεριέχει και κάμποση υστερία. Εκεί απολαμβάνουμε τον Μπιμπίλα στο φόρτε των δυνατοτήτων του. Το γυμνό, πάντως (το καλλιτεχνικό, έτσι;), ουδέποτε φόβισε τον Μπιμπίλα. Αντίθετα, τον βοήθησε να σπάσει, στο μέτρο που του αναλογεί, τον διάχυτο πουριτανισμό της εποχής, αλλά και να αναδείξει αυτό το θεσπέσιο κορμί που του εχάρισε ο μεγαλοδύναμος. Ένα κορμί, τόσο γυμνασμένο, απαλό και περιποιημένο, που σε άλλες εποχές θα αποτελούσε την χαρά κάθε παιδοτρίβου…
Το αξιοπρόσεκτο με τον Σπύρο είναι ότι, μολονότι στην καριέρα του υποδύθηκε κυρίως ρόλους ομοφυλοφίλων, απέφυγε την στάμπα του ομοφυλόφιλου στην προσωπική του ζωή, όπως μάλλον θα συνέβαινε με άλλους, λιγότερο προικισμένους, ηθοποιούς. Αλλά έτσι είναι. Άμα έχεις τόσο μεγάλο ταλέντο…