Λόγοι δεοντολογίας – και έχουμε ξαναπεί πόσο ψηλά βάζουμε τη δεοντολογία – επιβάλλουν μιαν απερίφραστη παραδοχή: Είμαστε προκατειλημμένοι απέναντι στον ποιητή Ιατρόπουλο Δημήτρη! Θετικώς προκατειλημμένοι – για να εξηγούμεθα. Από την εποχή της εφηβείας μας, είχαμε τον Δημήτρη σε ένα νοητό εικονοστάσι. Και το πληρώσαμε. Όταν η καθηγήτριά μας των Νέων Ελληνικών μάς ερώτησε πέρυσι στην τάξη «ποιος είναι ο πιο αγαπημένος σας έλληνας ποιητής;», η απάντησή μας (μαζί με το σηκωμένο χέρι) ήλθε ασκαρδαμυκτί – ταχύτερα απ’ όσο ο Θανάσης Λάλας καταβροχθίζει μια τυρόπιτα: «Ο Δημήτρης Ιατρόπουλος κυρία!»… Έκτοτε, τοποθετηθήκαμε, οριστικά και ανεπανόρθωτα, στα μαύρα κατάστιχα της κυρίας καθηγήτριας, πληρώνοντας την προτίμησή μας με σκώμμα, χλευασμό και αντιπάθεια. Και ήμασταν και λιγάκι ερωτευμένοι με αυτή την καθηγήτρια, οπότε ο πόνος διπλός. Ουδέποτε, όμως, το μετανιώσαμε. Δεν θα μας αλλάξει ο πόθος και ο έρωτας τον χαρακτήρα και τις αξίες μας. Γιατί, όπως έλεγε και ο συνάδελφος του Ιατρόπουλου, ο σπουδαίος (αλλά όχι τόσο σπουδαίος όσο ο Δημήτρης) E.E. Cummings «το να μην είσαι παρά μονάχα ο εαυτός σου – σ’ έναν κόσμο που πασχίζει μέρα-νύχτα να σε κάνει κάτι άλλο – σημαίνει να δώσεις τη σκληρότερη μάχη που ένας άνθρωπος μπορεί να δώσει». Εμείς δώσαμε αυτή τη μάχη. Και ουδέποτε το μετανιώσαμε. Ήμασταν – και παραμένουμε – ιατροπουλικοί· μέχρι μυελού οστέων· ανεξαρτήτως δυσκολιών· πληρώνοντας και το σχετικό τίμημα…
Η ζωή του αγαπημένου μας ποιητή Δημήτρη Ιατρόπουλου θυμίζει μυθιστόρημα. Ίσως απ’ αυτά τα φτηνά, pulp μυθιστορήματα, που τυπώνονται σε κακής ποιότητας χαρτί – αλλά πάντως μυθιστόρημα. Ο δαφνοστεφής ποιητής μας ουδέποτε επιθύμησε το «καλούπωμα» σε μια αστική – πολλώ δε μάλλον μικροαστική – τακτοποίηση, σαν κι αυτές «των πολλών» και συμβιβασμένων που του έφερναν αναγούλα. Όχι! Ο ποιητής Δημήτρης θα έφκιανε (sic) αλλιώς τη ζωή του, ασυμβίβαστα, ρηξικέλευθα, προοδευτικά, επαναστατικά. Οπότε και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Παρέα με ένα μικρό (πλαστικό) τσαντάκι που είχε μέσα μόνο κάποια χρειώδη (κανά δυο σώβρακα, μια-δυο φανέλες, ένα ζευγάρι κάλτσες), ο Δημήτρης βάλθηκε να κατακτήσει τον κόσμο. Όχι μόνον λόγοι αδεκαρίας, αλλά και λόγοι δεοντολογίας, λόγοι αρχής (και κυρίως, για να λέμε και τη μαύρη αλήθεια, λόγοι στυλ και πόζας) τον ώθησαν στη λογική του… ωτοστόπ (τόσο της μόδας τότε στα κοινωνικά στρώματα των λέτσων και των παιδιών των λουλουδιών που τόσο θαύμαζε ο ποιητής μας). Αψήφησε ο Δημήτρης τους κινδύνους που ελλοχεύουν πίσω από μια τέτοια επιλογή. Όμορφο και άγουρο παιδί ακόμη, δεν εδίστασε να παρακάμψει ενδεχόμενες παγίδες που κρύβονταν πίσω από ντούρους μουστακαλήδες οδηγούς τριαξονικών και άλλων ογκωδών οχημάτων...
Έτσι, μπήκε πλησίστιος στην περιπέτεια του να γνωρίσει, μέσω ωτοστόπ, τον κόσμο. Τι περιπέτεια θεέ μου… Πόσο συνάρπαζε και συντάραζε την ασυμβίβαστη και φιλοπερίεργη ψυχή του μικρού Δημήτρη μια τέτοια προοπτική… Του έτυχαν πολλά σκασμένα λάστιχα σε αυτή την περιήγηση. Από τότε, ο Δημήτρης βαδίζει στην τέχνη, αλλά και τη ζωή, μονίμως με σκασμένο λάστιχο. Είδε πολλά ο Δημήτρης σε αυτήν την περιήγηση. Άλλα τα φωτογράφισε με την μικρή, ταπεινή φωτογραφική μηχανούλα του (Kodak;). Πόσα περισσότερα, όμως, δεν φωτογράφισε με τη μηχανή του μυαλού του – πόσες εικόνες δεν βάστηξε (sic) στη μνήμη του για να γίνουν οι θύμησες του αύριο και να αποτελέσουν το καύσιμο που θα οδηγούσε τον Δημήτρη στις δαφνοστρωμένες λεωφόρους της υψηλής ποιήσεως.
Αν και αγχίστροφος, δεν αμέλησε και το θέμα των σπουδών ο νεαρός (τότε) Δημήτρης. Μπορεί οι σπουδές στα συμβατικά πανεπιστήμια να αποτελούν μια, κατά βάσιν, μπουρζουάδικη συνήθεια, ωστόσο ο Δημήτρης δεν είχε σκοπό να αποκοπεί εντελώς από τα κοινωνικώς ισχύοντα. Ήθελε, μάλιστα, να ικανοποιήσει και την οικογένειά του. Να δείξει ότι δεν θα γινόταν ένας γραφικός στιχοπλόκος, ένας ασήμαντος δεκαρολόγος της ποιήσεως, ένας ποετάστρος, κάποιος που θα αποτελούσε αντικείμενο μόνιμης καζούρας από τους «ταχτοποιημένους», αλλά ότι θα είχε και τα «αστικά» παράσημα κάποιων ακαδημαϊκών σπουδών. «Σπούδασε μέσα και έξω» (sic), λοιπόν, όπως ο ίδιος μας πληροφορεί χαρακτηριστικά στο βιογραφικό του. Τί δηλοί η αναφορά αυτή τοιουτοτρόπως διατυπωμένη; Μα τι άλλο από το ότι ο Δημήτρης δεν μπόρεσε να περατώσει επιτυχώς καμιά σπουδή και, επομένως, να λάβει κάποιο πτυχίο. Μπορεί να απέτυχε – σύμφωνα με τα αστικά και μόνον κριτήρια – στο θέμα των σπουδών ο Δημήτρης, αλλά έτσι παρέμενε ευτυχώς αμόλυντος από αστικές συμβατικές κηλιδώσεις, διατηρώντας την πνευματική ανεξαρτησία του. Ίσως και να σκέφτηκε ότι οι κανονικές σπουδές και τα επίσημα πτυχία τιθασεύουν την πρωτοτυπία, την πνευματική ευρωστία, την καλλιτεχνική ρώμη, τη δημιουργική ορμή. Και ο Δημήτρης (πίστευε ότι) είχε πολύν δρόμο μπροστά του στα θέματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας…
Έτσι, με μιαν έντονη κάψα στην ποιητική ψυχή του, ο Δημήτρης αναδεικνύεται, σταδιακά, σε «
ποιητή της αμφισβήτησης»! Σκωπτικώς αντιμετωπίζεται μια τέτοια ταυτότητα από την πλειονότητα του κόσμου. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αυτή η προδιάθεση ενισχύεται και από τη συνήθεια που διατηρούσε τότε ο Δημήτρης να προτιμά γενικώς το «καουμπόικο» στυλ, με γιλέκα, μαντήλια κλπ., ενώ τα ποδάρια του συνήθως κοσμούσαν δερμάτινες (ή από δερματίνη) μπότες ψηλές, με φερμουάρ, και μάλιστα φορεμένες… έξω από το παντελόνι!
Ακούγονται κλαγγές πιρουνιών και κουταλιών σε πιάτα και ποτήρια, γέλια ή γιούχα κάθε που περνά ο Δημήτρης από τους δρόμους πρωτευούσης και περιχώρων. Ο λόγος απλός. Ο όρος «
ποιητής της αμφισβήτησης» που έδωσε στον εαυτό του ο ποιητής μας παραπέμπει σε παράγκες, στον Σίμο τον Υπαρξιστή, στον Τάκη τον Βόγλη και άλλες γραφικές περιπτώσεις του αθηναϊκού περιθωρίου. Ο ποιητής Δημήτρης, όμως, θα κουβαλάει επάνω του υπερηφάνως αυτή την ταυτότητα, ωσάν παρασήμον χρυσούν (και ουχί τσίγκινον, εκ του Φρουζάκη αγορασθέν…). Τα μακριά δε μαλλιά του (επαναστατικώς άλουστα, ως επί το πολύ) βοηθούν στη δημιουργία μιας αλλόκοτης, γραφικής εικόνας· αλλά θυμίζουν και λευκό άτι που εφορμά, υπερήφανο και ελεύθερο (προς το άγνωστο). Ο επαναστατικός, όμως, οίστρος του ποιητή Δημήτρη έμελλε να αναλωθεί αποκλειστικώς στο σκάρωμα κάποιων στίχων (που απευθύνθηκαν, εν τέλει, σε πολύ περιορισμένο ακροατήριο), καθώς και στο σουλατσάρισμα του ποιητή σε κάποιες (γλυκανάλατες) μπουάτ, πολύ της μόδας τότε, τις οποίες ενθυμούνται με εκνευριστική νοσταλγία κάτι μεσήλικες (και βάλε) της σήμερον, αναπολώντας μια (δήθεν) καθαρότητα που υπήρχε την εποχή εκείνη στις αγνές (;) ανθρώπινες καρδιές…
Ο «ποιητής της Αμφισβήτησης» έφτασε, πάντως, την αμφισβήτηση στα ακρότατα όριά της, αφού μπόρεσε να αμφισβητήσει ακόμη και τον ίδιο του τον εαυτό! Αφενός, γιατί, αν και αμφισβητίας, φέρεται (ο ίδιος το αρνείται) να υμνεί την Αστυνομία Πόλεων του δικτατορικού καθεστώτος...
Αφ’ ετέρου, γιατί εξελίχθηκε σε πολιτικό γυρολόγο, φτάνοντας μέχρι του σημείου να πολιτευθεί στον δήμο Αθηναίων με το ψηφοδέλτιο του… Νικήτα Κακλαμάνη, αλλά και να εκτεθεί ως υποψήφιος βουλευτής στη Β Αθηνών με τη... Νέα Δημοκρατία! Ανεπιτυχώς, τελικά, αφού οι ψηφοφόροι φάνηκαν να μην μπόρεσαν να εκτιμήσουν το ειδικό βάρος του Δημήτρη. Ο ίδιος, μετά την εκλογική αποτυχία του, δήλωσε ότι τελικά δεν τον ενδιέφερε και πολύ το θέμα και ότι δεν εξελέγη όχι γιατί τον μαύρισαν οι ψηφοφόροι, αλλά διότι δεν διέθεσε ούτε χρήμα ούτε χρόνο κατά την προεκλογική περίοδο (οι γνωστές δηλ. δικαιολογίες όσων δεν συμβιβάζονται με την αποτυχία). Πάντως, μια εβδομαδιαία εκπομπή στον δημοτικό ραδιοφωνικό σταθμό την τσίμπησε ο Δημήτρης…
Ο Ποιητής μας, φευ, δεν συναντήθηκε με την αναγνώριση που του έπρεπε. Αντ’ αυτής, έκλεισε μόνιμο ραντεβού με την γραφικότητα, λένε κάποιοι. Αυτό, όμως, καθόλου δεν τον πτόησε. Αντιθέτως, τον όπλισε με πείσμα και ατσαλένια θέληση – αλλά και προσαρμοστικότητα. Έτσι, δεν δίστασε να περάσει στην τέχνη της εμπορικής στιχοπλοκής, συνεργαζόμενος με μια γκάμα εκλεκτών και καταξιωμένων μουσουργών και αοιδών (Αφοί Τζαβάρα, Γιάννη Πηλιούρη, Δάκη, Γιώργο Κατσαρό κλπ.). Ως αποκορύφωμα της στιχοποιητικής καριέρας του εκλεκτού στιχοπλόκου Δημήτρη πρέπει μάλλον να θεωρηθεί η συνεργασία του με την μεγάλη λαϊκή αοιδό Ρίτα Σακελλαρίου, με την οποία και διατηρούσε μια ζεστή, τρυφερή σχέση. Έτσι, το κλασσικό πλέον άσμα «Ναύτης και Καντηλανάφτης» (Άντρα μου καντηλανάφτη/ Αχ! και να ’μοιαζες του ναύτη/ Αχ! και να ’μοιαζες του ναύτη/ Άντρα μου καντηλανάφτη) έλαβε σάρκα και οστά, αφήνοντας ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην ιστορία του καλού ελληνικού τραγουδιού.
Η γλωσσική πρωτοτυπία υπήρξε – και παραμένει – το χαρακτηριστικό της Ιατροπούλειας ποιήσεως. Λέξεις και φράσεις μοναδικές, εμπνευσμένες, ποιητικές (έως και αλλόκοτες) θα ευφράνουν την ψυχή ημών των πιστών του αναγνωστών. «Οπισθοδακτυλοκρυψία», «Τον δικό μου Χριστό τον λένε Χρήστο» και άλλα εμπνευσμένα παρόμοια, δηλώνουν με καθαρότητα ότι εδώ έχουμε φλέβα ποιητική από τις σπάνιες.
Τίποτε δεν είχε συγχύσει περισσότερο τον μεγάλο μας στιχοπλόκο από τη ρήση του αλήστου μνήμης Σωτήρη Κούβελα περί ποιητών, σύμφωνα με την οποία «
οι ποιητές είναι λαπάδες». Η σύντροφος του Ιατρόπουλου, η ζωγράφος Κατερίνα, θυμάται τον ποιητή σκασμένο, να αρνείται να βγει από το σπίτι, να απαγγέλει (στεντορεία τη φωνή) ιερεμιάδες για την κατάπτωση του τόπου, να καπνίζει αρειμανίως καθήμενος στον καναπέ και έχοντας μάλιστα (ως ένδειξη διαμαρτυρίας) κατεβασμένα και τα φερμουάρ από τις μπότες. Δύο μέρες είχε να βγει από το σπίτι ο Ιατρόπουλος λόγω αυτής της δήλωσης. Μέχρι που ο νεοδημοκράτης μουσικοσυνθέτης Γιώργος Κατσαρός τον ενημέρωσε ότι ο Κούβελας χαρακτήρισε ως
λαπάδες όλους τους ποιητές εκτός από τον ίδιο. Η ανακούφιση πήρε τη θέση του θυμού στην ψυχή του Δημήτρη και, έκτοτε, μεταξύ των δύο κορυφαίων Ελλήνων γεννήθηκε μια δυνατή αμοιβαία εκτίμηση, που εξελίχθηκε σε μια θερμή, αδιατάρακτη φιλία.
Συνετάραξε το πανελλήνιο η σχετικώς πρόσφατη επιστολή που έστειλε ο Ποιητής Ιατρόπουλος προς «
έλληνες τραπεζίτες, μεγαλοεπιχειρηματίες, εφοπλιστές και αρχιδεσποτάδες», τρίζοντας δόντια. Πύρινος λόγος, αλλά συνάμα και ποιητικός. Ας θαυμάσουμε ένα απόσπασμα που συγκλονίζει: «
Η πατρίδα κυλιέται σαν τσούλα στα πεζοδρόμια, οι κωλοσύμμαχοι βγάζουνε όλα τους τα κόμπλεξ, οι ανθέλληνες περιμένουν σαν κοράκια να μοιράσουν τις σάρκες μας, κι εσείς μετράτε τι ακόμα θα κερδίστε απ’ αυτό το σαρακοφαγωμένο “νεοελληνικό” κρανίο, που πάνε να του αφαιρέσουν εντελώς τη φαιά ουσία απ την κρανιακή κάψα;» – και ο συγκλονισμός έφτασε σε ύψη ασύλληπτα. Αλλά ο Δημήτρης δεν δίστασε, πρόσφατα και με αφορμή την
Παγκόσμια Ημέρα της Ποιήσεως, να απευθύνει επιστολή και προς τον Πρωθυπουργό, με τον χαρακτηριστικό τίτλο
Φύγε, Τώρα!, αποκαλώντας τον «ξένο» και ζητώντας του να φύγει από τη χώρα. Σε κάποιους ελάχιστους πάντως, που δεν μπόρεσαν να βρουν τη σοβαρότητα μέσα σ’ αυτά τα λόγια του Δημήτρη, η Ιατροπούλειος αυτή επιστολή προκάλεσε ασυγκράτητα γέλια.
Από τα ιστορικά Καλύβια Αττικής, όπου έχει στήσει το σπιτικό του, εκτοξεύσει τα πύρινα βέλη του ο διακεκριμένος ποιητής μας. Του φταίνε οι πάντες και τα πάντα. Αυτό ας μην θεωρηθεί ως σύμπτωμα προχωρημένου γεροντοκορισμού – απλώς ο Δημήτρης έχει θέσει πολύ ψηλά τον πήχυ. Αλλά ο Ιατρόπουλος δεν ξέρει να επικρίνει μόνο – κινείται και θετικά. Έτσι, είναι δεδηλωμένος υποστηρικτής της καθαρής από ναρκωτικά ζωής. Κακώς – πιστεύουν κάποιοι – αφού – όπως λένε – μόνο συνοδεία ναρκωτικών ουσιών μπορείς να αντέξεις την ποίησή του…
Η ποίηση ποίηση, αλλά κάποια στιγμή λύγισε ο Ιατρόπουλος. Και οι μεγάλοι ποιητές φαίνεται ότι κάποτε λυγίζουν… Τον συνεπήρε, λοιπόν, η σαγήνη της εύκολης τηλεοπτικής δημοσιότητας. «Πάει, την ψώνισε με τη δημοσιότητα ο Δημήτρης», άρχισαν να λένε πολλοί φίλοι του. Και άλλοι, βέβαια, την έχουν πατήσει έτσι, αλλά από έναν ποιητή της κλάσεως του Ιατρόπουλου θα αναμέναμε ισχυρότερες αντιστάσεις. Πάντως, η τηλοψία έχει δεχθεί εδώ και κάμποσο καιρό τα πυρά του Ποιητή μας. Κάνει συχνά λόγο για «θεαματική χαζοτηλεμανία». Η κριτική αυτή, όμως, όπως ήδη σημειώσαμε, ουδόλως τον εμποδίζει να κηρύττει τον λόγο της αληθείας από του άμβωνος του ALTER, και τις σπάνιας καλαισθησίας εκπομπές του Μάκη και του Χαρδαβέλλα. Ενώ τα θέματα που απασχολούν, κατά κύριο λόγο, το νου του Δημήτρη είναι η ελληνική παρακμή, αλλά και το φλέγον ζήτημα της ελεύσεως των εξωγήινων. «Ίσως με λένε τρελό» είχε στιχουργήσει εμπνευσμένα κάποτε ο Δημήτρης. Όχι, τρελό σίγουρα δεν τον λένε. Για γραφικό, δεν ξέρω…
Ο Δημήτρης Ιατρόπουλος τώρα, σε αυτούς του κρίσιμους καιρούς, δεν διστάζει να κατεβεί και στην Αγορά και να συμφύρεται με τους όλους εμάς τους μη ποιητές, τους κοινούς θνητούς. Έτσι, είχαμε το προνόμιο να τον εντοπίσουμε κάποτε στο μπαρ του πολυκαταστήματος ΙΚΕΑ (έχουν και υλικές ανάγκες οι ποιητές), οπότε και τον παρακολουθήσαμε εκ του σύνεγγυς. Ο Ποιητής Δημήτρης φορούσε τη γνωστή ενδυμασία του, δηλ. υποκάμισο μακρυμάνικο (με σηκωμένα, όμως, τα μανίκια) και από μέσα μια μακρυμάνικη κοκκινομπλέ μπλούζα (με κατεβασμένα, όμως, τα μανίκια). Τα νύχια των χεριών υπερβολικά μακριά (για τα πόδια δεν γνωρίζουμε, αφού δεν φορούσε πέδιλα). Το μαλλί πάντοτε μακρύ, να ανεμίζει, ενώ τις σεπτές ποιητικές παρειές κοσμούσαν, ως συνήθως, δύο υπέροχες, πλούσιες, βικτωριανού τύπου φαβορίτες.
Εντύπωση μας προκάλεσε το ότι ο εκλεκτικός ποιητής μας δεν ήταν καθόλου εκλεκτικός στο φαγητό του, αφού στο ένα χέρι κρατούσε ζουμερό hot-dog, ενώ μπροστά του βρισκόταν πλαστικό πιάτο με αναρίθμητα, μικρά, λαχταριστά κεφτεδάκια!
Το λιχούδικο ύφος, καθώς και η βουλιμία με την οποία είχε εφορμήσει στο πρόχειρο φαγητό του, απέδειξε, για μια εισέτι φορά, ότι ο Ιατρόπουλος δεν κοιτά τα πράγματα αφ’ υψηλού ως ποιητής, αλλά ότι, αντιθέτως, παραμένει ένας συνηθισμένος, λαϊκός και απλοϊκός άνθρωπος – όπως εξάλλου κι η ποίησή του…