Δεν πάει πολύς καιρός από εκείνη την καθοριστική οικογενειακή συζήτηση. Μόλις που είχα αποφοιτήσει από το σχολείο, και στο οικογενειακό τραπέζι –το τίμιο οικογενειακό τραπέζι με την περίσσια ελληνική ζεστασιά– τα λόγια του πατέρα μου ακουστήκαν δυνατά σαν καμπάνα: «
Κάτι πρέπει να κάνεις παιδί μου τώρα με τη ζωή σου. Πρέπει να βρεις ένα σκοπό, ένα επάγγελμα. Να γίνεις σωστός νοικοκύρης, καλός οικογενειάρχης, τίμιος δουλευτής». «
Τίμιος βουλευτής; Πώς είναι δυνατόν; Άσε που είμαι ακόμα και τόσο μικρός» αναρωτήθηκα – είχε, βλέπετε, φτάσει λιγάκι λάθος στ’ αυτιά μου η πατρική προτροπή.
Δεν ήμουν, πάντως, έτοιμος ακόμα να πάρω τη ζωή στα σοβαρά. Αυτό ήταν σίγουρο. Επιθυμούσα αμεριμνησία και βασικός μου στόχος φαινόταν ο στόχος της ακηδίας. Η μητέρα μου μού προσέθεσε μια κουταλιά αχνιστή σούπα στο πιάτο και στεκόταν αμίλητη, σκεπτική, με κατεβασμένο κεφάλι. Ήταν πια φανερό: παρά τους δικούς μου σχεδιασμούς, η ώρα της άνδρωσης και της ωρίμασης είχε φτάσει. Η αμεριμνησία έφευγε ανεπιστρεπτί. «
Μια καλή λύση», συνέχισε ο πατέρας μου «
θα ήταν να γίνεις εργοδηγός». Δεν είχα ξανακούσει αυτό το επάγγελμα. «
Πατέρας, όμως, είναι, κάτι παραπάνω θα ξέρει», μονολόγησα. «
Τίμια και καλή δουλειά. Θα βγαίνει το μεροκάματο. Μια άλλη λύση θα ήταν να γίνεις προπονητής. Προπονητής του μπάσκετ!», είπε ο πατέρας μου, όταν, μετά την πρόταση για καριέρα εργοδηγού, δεν διέκρινε ζωγραφισμένο στο παιδικό μου πρόσωπο την έκφραση του ενθουσιασμού και της προσμονής. Δεν είχα, πάντως, καμιά σχέση με το μπάσκετ. Η παλαιά μόδα με Γκάλη, Γιαννάκη κλπ. μου προκαλούσε πάντα αναγούλα (όπως και όλες οι μόδες, άλλωστε). Είχα, επίσης, κατά έναν περίεργο τρόπο, συνδέσει το μπάσκετ με τον καλαθοσφαιριστή και μετέπειτα προπονητή Στηβ Γιατζόγλου (το «
λιοντάρι») και ειδικά με την φράση κλισέ, με την οποία κάθε τρεις και λίγο διάνθιζε το λόγο του σε δηλώσεις και συνεντεύξεις, το περίφημο «
μπως να σας το μπω» (πως να σας το πω). Το μπάσκετ για μένα ήταν σφιχταγκαλιασμένο με τη γραφικότητα. Το ύφος του πατέρα μου, όμως, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για αντιρρήσεις.
Ούτε μια βδομάδα δεν είχε περάσει από εκείνο το καθοριστικό οικογενειακό τραπέζι, και να που ήμουν στο αεροδρόμιο πια, με προορισμό την Αμερική! Θα πήγαινα να δοκιμάσω την τύχη μου στην μεγάλη «γη των ευκαιριών». Θα μπορούσα, άραγε, να τα καταφέρω; Θα γινόμουν μια μέρα προπονητής; Ποιος ξέρει… Γερός στόχος. Το δίχως άλλο, δύσκολος. Δεν είχα απομακρυνθεί ποτέ από την οικογενειακή εστία (ακόμα παραμένει το μοναδικό μου ταξίδι στο εξωτερικό), αν εξαιρέσει κανείς μερικές κοντινές εκδρομούλες που είχα κάνει σε αργίες και εορτές με το οικογενειακό σεντάν, με όλα τα μέλη της οικογένειας να σιγοτραγουδούμε με φωνές καθάριες μελωδίες που ακούγαμε από το ραδιόφωνο – τραγούδια που έμοιαζαν, θαρρείς, με τιτιβίσματα πουλιών! Η μικρή μου βαλίτσα δεν περιέχει πολλά πράγματα. «
Θα αγοράσεις πράγματα και από την Αμερική. Είναι φθηνά εκεί. Πίστεψέ με», μου είπε με σιγουριά ο πατέρας μου, ενώ η μητέρα μου έγνεψε καταφατικά. Το φιλί αποχαιρετισμού της μάνας, πριν περάσω στο στάδιο ελέγχου και επιβίβασης, με έκανε να στρέψω απότομα το πρόσωπο και να κρύψω ένα καυτό δάκρυ που χάραξε το μάγουλό μου! Το σφούγγισα, έσφιξα τα δόντια και προχώρησα αποφασιστικά. Ήταν όλα κανονισμένα. Θα πήγαινα στην Αμερική! Κατ’ αρχάς στην Αστόρια, που υπάρχουν και πολλοί Έλληνες. Θα έμενα για λίγο σε έναν θείο μου, τον θείο Τεντ, ο οποίος θα με σύστηνε σε έναν καλό προπονητή του μπάσκετ, αμερικάνο, ονόματι
Gene Keady (δεν τον είχα ξανακούσει ποτέ στη ζωή μου).
Εκεί, αν είχα θέληση, ταλέντο, και – πάνω απ’ όλα – εργατικότητα, θα μπορούσα να μάθω την τέχνη της προπονητικής του μπάσκετ, ώστε να μπορέσω μια μέρα να βγάζω τίμια το ψωμί μου. Και μετά… Αχ, και μετά… Θα μπορούσα να κατακτήσω μια μέρα ίσως και ολόκληρη την Αμερική! Ποιος να ξέρει τι κρύβει το μέλλον…
Δεν είχα ξαναμπεί σε αεροπλάνο και η είσοδός μου σ’ αυτό με γέμισε έκπληξη. Η ζωή μου θα έπαιρνε, εφεξής, μια ολότελα διαφορετική τροπή· θα άνοιγα ένα παράθυρο στο νέο (όπως θα λέμε και στη λογοτεχνία). Το σιδερένιο αυτό ιπτάμενο πουλί θα με πήγαινε ένα τόσο μακρινό ταξίδι; Θα μπορούσε; Με συμβούλευσαν να μην φοβάμαι. Θα ήμουν ασφαλής εκεί πάνω, μου είπαν. Ο πατέρας μου είχε προνοήσει και μου είχε κλείσει στο check-in θέση δίπλα στο παράθυρο! Να βλέπω έξω! Πόσα πράγματα δεν είδα μέσα απ’ αυτό το παράθυρο! Το βλέμμα μου κοιτούσε το πτερύγιο του αεροσκάφους και μετά, μέσα από τα σύννεφα, κατευθυνόταν προς το άπειρο! Ήμασταν μόνο εμείς και ο ουρανός! Ούτε ένα πτηνό δεν διέκρινα να πετάει δίπλα μας! Άσε τα μικρά πουλιά – χελιδόνια, σπουργίτια, τρυγόνια κλπ. Αλλά ούτε ένα γεράκι; Ούτε ένας κόνδορας; Πρέπει να τα τρόμαζε ο θόρυβος, υπέθεσα. Οι τουρμπίνες. Ίσως να έκαναν πέρα και λόγω φόβου από το τεράστιο μέγεθος του σιδερένιου πουλιού. Ποιος ξέρει… Εκεί μέσα, πάντως, κατάλαβα για πρώτη φορά την απεραντοσύνη του κόσμου κι ένιωσα το πνεύμα της θεϊκής δημιουργίας!
Το ταξίδι για την Αμερική είναι μακρύ και κουραστικό – μπορώ να το βεβαιώσω αυτό. Πρέπει να ξέρετε ότι η Αμερική βρίσκεται μακριά. Πολύ μακριά! Σταθμός μου η Νέα Υόρκη, το κέντρο του κόσμου. Με το που βγαίνω από το αεροδρόμιο και πατάω το πόδι μου στο «Big Apple» (αυτό μου είπαν ότι είναι το «παρατσούκλι» της Νέας Υόρκης) «όλα μοιάζουν μαγικά …και αμερικανικά» (όπως τραγουδούσε κάποτε και ο Γιάννης Μαρκόπουλος). Και μεγάλα, πολύ μεγάλα! Η Αμερική – και θέλω να με πιστέψετε – είναι μια αχανής χώρα! Πραγματικά τεράστια! Η κούρσα του συγγενή μου του Θανάση του Σαλταπίδα που με περίμενε, θα με πήγαινε στην Αστόρια. Στο πρόγραμμα, όμως, υπήρχε πρώτα μια μίνι περιήγηση στις ομορφιές της Νέας Υόρκης: κυρίως Empire State Building και Άγαλμα της Ελευθερίας. Τράβηξα και φωτογραφίες! Μπροστά από τα σπουδαία αυτά μνημεία. Πόσο όμορφα ένιωθα! Και κόσμος – κόσμος πολύς! Η Ν. Υόρκη είναι γεμάτη κόσμο! Δεν μπορείτε να πιστέψετε πόσος κόσμος κινείται στην Ν. Υόρκη! Μετά, κατεύθυνση για Αστόρια, όπου θα γινόταν η κρίσιμη για το μέλλον μου συνάντηση.
Και να που φτάσαμε! Μέσα σε λίγη μόνο ώρα από την άφιξή μου στην Αμερική, μύρισα Ελλάδα! Πόση Ελλάδα μπορούσε να χωρέσει σε αυτή την σχετικά μικρή περιοχή! Παντού σημαίες ελληνικές, ονόματα ελληνικά, αλλά και γνωστά σύμβολα της πατρίδας. Προορισμός μας το εστιατόριο (η «
ντάινα», όπως το λένε εδώ)
Mr. Gyros.
Εκεί θα συναντήσω τον θείο Τεντ και τον αμερικάνο φίλο του, τον προπονητή κ.
Keady – τον μέλλοντα δάσκαλό μου! Έχω αγωνία. Θα κάνω άραγε καλή εντύπωση; Δεν έχω προλάβει να φορέσω και τα καλά μου και αυτό με κάνει λιγάκι ανήσυχο. Με το που φτάνω, όμως, όλοι οι προβληματισμοί πάνε περίπατο. Με πόση εγκαρδιότητα με δέχονται ο θείος Τεντ και ο κ.
Keady!
Ο πάγος σπάει όταν ο ευγενέστατος προπονητής με κοιτάει χαμογελαστός, με χαϊδεύει πατρικά στο κεφάλι και με καθησυχάζει: «
Εδώ, my boy, είναι η χώρα των ευκαιριών. Αν αξίζεις, θα πας μπροστά. Εδώ κανένας καλός δε χάνεται!», μου λέει μια κάποια υποψία αυταρέσκειας. Ο γύρος – το αγαπημένο μου φαγητό – έρχεται σε μεγάλες μερίδες (όλα είναι μεγάλα στην Αμερική). Είναι πολύ ζουμερός και νόστιμος.
Η συζήτηση γίνεται κυρίως στα αμερικάνικα. Ο θείος Τεντ και ο φίλος του ο Θανάσης που με έφερε στο εστιατόριο λένε που και που και καμιά ελληνική λέξη, αλλά με έντονα αμερικάνικο αξάν. Παρατηρώ τον προπονητή κ.
Keady. Τεράστιος άνθρωπος. Τεράστιος σε σωματικές διαστάσεις. Αλλά τεράστιος και σε καλοσύνη και εγκαρδιότητα. Νιώθω σαν να τον ξέρω από καιρό. Μου διηγείται για τη μητέρα του και για το πόσο καλή μαγείρισσα ήταν στο εστιατόριο του νοσοκομείου όπου δούλευε. «
Ίσως γι΄ αυτό έχω τόσο καλή σχέση με το φαγητό!», λέει ξεκαρδιζόμενος στα γέλια. Γιατί ο κ.
Keady είναι πράγματι εύσαρκος. Πολύ χονδρός. Αλλά απ’ αυτούς τους πολύ παχείς ανθρώπους που, όμως, αναβλύζουν συμπάθεια και ανθρωπιά και σε κερδίζουν.
Πάω κι εγώ κάτι να πω. Ο προπονητής, όμως, μού ζητά να μην μιλώ και να τρώγω, γιατί θα κρυώσει ο γύρος μου. Μου γεμίζει και το τεράστιο ποτήρι μου με κόκα κόλα. Με συμβουλεύει και με νουθετεί. Μου φέρεται σαν πατέρας. Δύσκολα, όμως, μπορώ να συγκεντρωθώ στα λόγια του. Μου κεντρίζουν την προσοχή τα μαλλιά του!
Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τέτοια μαλλιά! Περίεργα, απόκοσμα μαλλιά. Σκούρα καφέ μαλλιά, γυαλιστερά, χωρίς ούτε μια τρίχα λευκή! Νομίζω ότι είναι βαμμένα! Είναι φαλακρός – αυτό είναι σίγουρο. Το μαλλί είναι περασμένο, πολύ προσεκτικά, από τα αριστερά προς τα δεξιά σε στυλ «γέφυρα» ή «κληματαριά». Και είναι πατηκωμένο κατά έναν πολύ περίεργο τρόπο που δυσκολεύομαι να εξηγήσω. Πρέπει το μαλλί να έχει ραντιστεί με κάποιο σπρέι, γιατί έχει περίεργη εμφάνιση και είναι απόλυτα κολλημένο στο γυμνό κεφάλι. Είναι έντονη η αντίθεση που δημιουργείται μεταξύ ενός απόλυτα σκούρου νεανικού μαλλιού και μιας γηρασμένης, παχιάς επιδερμίδας.
Προσπαθώ, όμως, να μην κοιτάζω το μαλλί του προπονητή και να επικεντρώνομαι στο πρόσωπο. Δύσκολο. Πολύ δύσκολο. Ο κ.
Keady σηκώνεται κάποια στιγμή να πάει προς νερού του κι έτσι βρίσκω την ευκαιρία να μιλήσω στον θείο Τεντ. Μου εξηγεί ότι ο προπονητής έχει χρόνιο πρόβλημα με τα μαλλιά του. Δεν ανέχεται τριχόπτωση και γκριζάρισμα. Έτσι, έχει καταλήξει εδώ που έχει καταλήξει. Με προβληματίζει λιγάκι αυτό. Δεν δείχνει μεγάλη σοβαρότητα
. Πάντως, ο κ.
Keady παραμένει ένας πολύ ενδιαφέρων άνθρωπος. Και με πολλές γνώσεις.
«
Θα μπορέσω άραγε να τα καταφέρω ως προπονητής του μπάσκετ;», σκέφτομαι με αγωνία ενώ μασουλώ με όρεξη το φαγητό μου. Έχει περάσει η ώρα και η συζήτηση έχει μπει στο ψητό. Ο κ.
Keady μου μιλάει για τα μυστικά της προπονητικής. «
Το θέμα είναι να μπαίνει η μπάλα στο καλάθι!» μου λέει. «
Τα πιο απλά πράγματα είναι τελικά και τα πιο ουσιαστικά» σκέφτομαι, και ετοιμάζομαι να ρουφήξω το απόσταγμα γνώσης ενός αναμφίβολα πολύ έμπειρου ανθρώπου και προπονητή. «
Άμα θέλεις κάτι πολύ, το πετυχαίνεις. Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω!», προσθέτει, και κάπου εδώ καταλαβαίνω ότι έχω να κάνω με έναν πραγματικά σοφό άνθρωπο. «
Θα μάθουμε πολλά εδώ», λέω από μέσα μου...
Η συζήτηση με έχει συνεπάρει. Ακούω πολλά και σημαντικά. Καταβροχθίζω (εκτός από γύρο) και σπουδαίες παραινέσεις. «
Εσείς ξέρετε πολλά και δείχνετε προπονητής μεγάλου κύρους. Ποια ομάδα προπονείτε κύριε προπονητά;», ρωτώ δειλά τον ογκώδη προπονητή με τα περίεργα βαμμένα μαλλιά. «
Το St. John’s!» μου απαντά. «
Ποια ομάδα είναι αυτή;» ρωτώ λιγάκι αγενώς, για την άγνωστη – σ’ εμένα τουλάχιστον – ομάδα. «
Είναι μια ιστορική πανεπιστημιακή ομάδα. Εργάζομαι εκεί ως βοηθός προπονητής», μου αποκρίνεται.
Κάπου εκεί ένιωσα μέσα μου τις προσδοκίες να γίνονται θρύψαλα. Γνώριζα την ομάδα των
Boston Celtics, τους Los Angeles Lakers, τους
New York Knicks, τους Detroit Pistons έστω, αλλά…
St. John’s;
E, όχι. Αυτό πήγαινε πολύ! Πίστευα ότι είχα να κάνω με έναν κορυφαίο προπονητή του επαγγελματικού μπάσκετ, ο οποίος θα με οδηγούσε στις μεγάλες προπονητικές λεωφόρους και όχι με έναν κόουτς πανεπιστημιακής ομάδας και μάλιστα βοηθό. Η απογοήτευση με είχε συνθλίψει. Η πόρτα της ελπίδας ένιωθα ότι για μένα είχε κλείσει οριστικά. Δύσκολα θα ζούσα το δικό μου αμερικάνικο όνειρο υπ' αυτούς τους όρους...
Τέσσερις μέρες μετά, βρίσκομαι στο αεροπλάνο της επιστροφής. Σκέψεις, σκέψεις πολλές, μου κρατούν συντροφιά. Με πόσα όνειρα ξεκίνησα για Αμερική και πόσο προσγειωμένος, με κομμένα τα φτερά, επέστρεφα στην Ελλάδα. Δεν ήταν γραφτό μου να ασχοληθώ με την προπονητική. Η Αμερική δεν έμελλε να γίνει δική μου Εδέμ. Με το που πάτησα το πόδι μου στο Ελ. Βενιζέλος, η γνώριμη μυρωδιά της Αθήνας, οι οικείες φωνές, οι γνωστές φάτσες – οι δικοί μου άνθρωποι! «
Εδώ, στην Ελλάδα, θα κάνουμε ό,τι είναι να κάνουμε…» σκέφτομαι, βάζοντας τη βαλίτσα μου στο πορτμπαγκαζ του λευκού καλογυαλισμένου αυτοκινήτου του πατέρα μου, που με περίμενε έξω από το αεροδρόμιο (παράνομη στάθμευση). Κουλουριασμένος στην αγκαλιά του μπαμπά και της μαμάς – πόσο ευτυχισμένοι μοιάζαμε όλοι εκείνη τη στιγμή σ’ αυτό το όμορφο οικογενειακό κουβάρι! – κατάλαβα ότι επέστρεφα για να μείνω. Η Αμερική, η προπονητική και ο κ.
Keady μπορούσαν να περιμένουν. Η πατρίδα μου με υποδεχόταν με χαρά. Η Ελλάδα άνοιγε για μένα και πάλι μια μεγάλη, ζεστή αγκαλιά.