Όταν το νεαρό μοντέλο μάς πληροφόρησε ότι, δίνοντας όλο της
το Είναι, με όλο της το νεανικό σφρίγος, τράβηξε μια περιποιημένη μαλακία στο
πολιτικό στέλεχος που τώρα διεκδικεί την αρχηγία της ΝΔ (και αύριο, ποιος
ξέρει, με τόση μαλακία που κυκλοφορεί γύρω μας, ίσως ακόμη και την ηγεσία της
χώρας), σε ξενοδοχείο πολυτελείας, μετά από έναν αναγνωριστικό καφέ («καφέ
γνωριμιάς» όπως μας αρέσει να τον αποκαλούμε, αλλά και «καφέ δημοκρατίας», αφού
έδωσε τη δυνατότητα να συναντηθεί αδιαμεσολάβητα μια απλή εκλογέας με την
ηγεσία της), δεν δώσαμε και ιδιαίτερη σημασία. Αφενός, γιατί πόσο να σε
εντυπωσιάσει ένα τέτοιο περιστατικό, όταν το παλινδρομικά κινούμενο χέρι αποτελεί
το πραγματικό φουστανελάδικο trademark; Αφετέρου, γιατί το ίδιο νεαρό κορίτσι, αψηφώντας τις επίμονες αλλά διακριτικές
νουθεσίες μας (τις οποίες και χαρίζουμε απλόχερα όπου δει) να κινείται πάντα
στις ράγες της ηθικής, μας έχει ενημερώσει και για άλλες περιπέτειές της όχι μονάχα αυνανιστικές αλλά και γενικότερου ιμερικού χαρακτήρα: εκείνη, λ.χ., με τον φαλακρό σφίχτη πρώην υπουργό, πάντα νόμιμο και ηθικό, σε κρίση μέσης ηλικίας και μανιώδη αναζητητή της ερωτοπραξίας, τον
οποίον έχουμε εντοπίσει κι εμείς στη hipsterland / wasteland
του ιστορικού κέντρου, ντυμένο μοδέρνα, νεανικά, χιπστερικά, με ύφος γλαρό
και λιγωμένο, να περιφέρεται προς άγραν ανακούφισης (και επιβεβαίωσης) ο
δυστυχής· αλλά κι εκείνη με τους δυο εξαιρετικά βραχύσωμους Γιάννηδες της δημοσιογραφίας, τους
δυο επαρχιώτες προχειρογράφους, τον έναν («για να κάνουμε και λίγο διάλογο») για χρόνια τρόφιμο ιστορικού συγκροτήματος που τώρα σέρνεται
δω κι εκεί, σε μικρότερης εμβέλειας μέσα, αναμένοντας την τελική συνταξιοδότηση, και τον
άλλον, τον πρώην νηστικό, πόχε έρθει στην Αθήνα κρατώντας και πανέρι γιομάτο
με λογής-λογής καλούδια απ’ το χωριό, τον ντυμένο με δανεικό σακάκι (α ρε
Τράγκα με το βεστιάριό σου…), να ζει πλέον μεγαλεία (που λέει ο λόγος) σιτιζόμενος από
«χοντρό» πορτοφόλι – δυο ερείπια της ζωής που θέλουν κι αυτά να γευτούν φρέσκο, κρουστό κρέας. Άλλο, όμως,
ήταν εκείνο που κέντρισε το δικό μας ενδιαφέρον ακούγοντας το όνομα του μαλακισθέντος:
το ζήτημα της ερωτικής επαφής (έστω και διά της χειρός) με έναν τόσο κοινό,
μέσο άνθρωπο. Πώς είναι, άραγε, να αδράχνεις τη μαλαστούπα ενός τόσο μέτριου
ανθρώπου; Να την τυλίγεις σφιχτά στην παλάμη σου, να της αποδίδεις τιμές, να τη βλέπεις να θεριεύει
και ακολούθως να εκρήγνυται πιτσιλώντας σε; Ποιος ξέρει, μπορεί και να πρόκειται για συναρπαστική εμπειρία…
Λένε ότι αξίζει να συναναστρέφεσαι τους κοινούς ανθρώπους. Παρέχει,
προσθέτουν, πλέρια ικανοποίηση το να τους περιεργάζεσαι σ’ ένα οιονεί diner des cons. Τόση κοινοτοπία, τόση
προβλεψιμότητα, τόση κανονικότητα – πώς να ’ναι, άραγε, η καθημερινότητά τους; Πώς
να πορεύονται στη ζωή ολημερίς κι ολονυχτίς ετούτοι οι εντελώς συνηθισμένοι άνθρωποι;
Είναι τόσο υπερβολικά κοινοί σε όλα τους που, γι’ αυτό και μόνο, καθίστανται
αξιοπρόσεκτοι. Σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, βέβαια, είναι οι
αδιαφιλονίκητοι θριαμβευτές. Το μαζικοδημοκρατικό αίτημα της ανόδου του μέσου
ανθρώπου στην εξουσία έχει προ πολλού ικανοποιηθεί. Σε κανέναν πλέον δεν προκαλεί έκπληξη, ούτε πολύ περισσότερο καγχασμό, που
εντελώς κοινοί άνθρωποι, πρωταθλητές στο άθλημα της μετριότητας, έχουν το θάρρος
να διεκδικούν δημόσια αξιώματα – και να τα καταφέρνουν! Η άσκηση της πολιτικής
«από τα κάτου» είναι πια κεκτημένο δικαίωμα. Και γιατί όχι. Ο μέσος άνθρωπος
στο τιμόνι. Οι μέσες προδιαγραφές. Να μιλά η εξουσία αντιπροσωπευτικά στην καρδιά του απλού κοσμάκη. Ειδικά στη χώρα του μουσακά αυτό είναι εμπεδωμένο πια, χωρίς εξαιρέσεις. Τι να τις κάμεις πια τις κατευθύνσεις.
Ποιος χρειάζεται τις κατευθυντήριες δυνάμεις. Αφού τιμονιέρης είναι
–επιτέλους!– ο ίδιος ο Λαός. Αεί ρεμπέτης, καραμπουζουκλής, ατίθασος κι ωραίος,
που δεν ανέχεται στο σβέρκο του ιεραρχίες και καθοδηγήσεις.
Ο Λαός δίνει τον τόνο. Αυτός βαρεί το τούμπανο και δίνει τον
ρυθμό για να χορέψουμε. Οπότε βλέπουμε ωραία πράματα. Γουστόζικα. Δημοκρατικά. Βγαλμένα
μέσα απ’ τον πλούτο της λαϊκής ψυχής. Ίσως λίγο μπρουτάλικα, μα πάντως
αυθεντικά – κι αυτό είναι που μετρά. Ο Λαός κυρίαρχος ως φυσική παρουσία. Αλλά
και ως κριτήριο. Το κυρίαρχο λαϊκό κριτήριο. Που κανοναρχεί. Όπου και να
κοιτάξεις στη δημόσια σφαίρα βλέπεις σχεδόν παντού πνευματικά πληβείους. Γιατί η εξουσία σήμερα
οφείλει να είναι αντιπροσωπευτική. Ο Λαός θέλει να μιλήσει. Να βγάλει τη
σπαλιάρα του και να κατουρήσει γνώμες. Κάπου εδώ, βέβαια, θα πεταχτεί τσόντα
και ο (αναπόφευκτος) φιλελεύθερος, ο σπασίκλας της τάξης, που θέλει ανοιχτό
παιχνίδι με ελευθερία όχι μόνον αγοράς μα και έκφρασης, και σου λέει καουμπόικα:
«Και ποιος θα αποφασίσει για το ποιος θα μιλάει και ποιος θα αποφασίζει; Όλοι έχουμε δικαίωμα έκφρασης και συναπόφασης.
Αφού έχουμε όλοι τα ίδια δικαιώματα, παράγραφος τάδε, συνθήκη τάδε». Για να σκάσει μύτη και ο σπάστης ο αγωνιστής, ο δημοκρατικός, να συμπληρώσει: «Βρε ούλοι θα μιλάμε!
Δημοκρατία έχουμε!». Και σε αποστομώνει. Αφού, στο κάτω-κάτω, όλοι παιδιά του
ίδιου θεού είμαστε. Όλους μια μάνα μάς γέννησε. Κάτω απ’ τον ίδιον ουρανό ζούμε. Την ίδια γης πατούμε.
Οπότε, γιατί να αποκλειστεί κι ο μέσος άνθρωπος από το δημόσιο λόγο και τη λήψη
των αποφάσεων; Αφού και θέλει και μπορεί να δώσει γνώμες και λύσεις. Έλα ωρέ
μέσε άνθρωπε! Δώκε τις καθοδηγήσεις! Ορμήνεψέ μας!
Επιστροφή, όμως, τάκα-τάκα, στη μαλακία. Το ψωλοκοπάνισμα
του πολιτικού στελέχους. Τη χειροκίνητη
ανακούφισή του – αφού αυτό είναι το θέμα μας. Το είχε ήδη ομολογήσει στο
κορίτσι (κι ενώ είχε εναποθέσει πολύ πράμα –ίσα και με δυο κουταλιές της
σούπας!– απάνω στο απαλό χέρι ευρισκόμενος πλέον σε χάλαση): «Ναι, έχω
φιλοδοξίες και για παραπάνω! Για ηγετικές θέσεις!». Και η ερώτηση που μας
θέτουν πολλοί όταν κουτσομπολεύουμε το γεγονός, κουτσοπίνοντας, εντελώς
παπαδιαμαντικά, κανένα ποτηράκι από το plonk του φτωχού μα τίμιου καπηλειού όπου
συχνάζουμε: «Καλά, πώς είναι δυνατόν ο υποψήφιος να εκτίθεται έτσι αφού έχει
φιλοδοξίες για ανώτερα αξιώματα; Μαλάκας είναι;». Όσοι, όμως, διατυπώνουν
τέτοιες απορίες υποτιμούν τη σημασία του σωματικού πόθου. Που μπορεί να
οδηγήσει ακόμη κι έναν καθόλα νουνεχή άνθρωπο σε ατραπούς επικίνδυνες, εκθέτοντάς τον ανεπανόρθωτα. Η σκέψη μας πηγαίνει, σχεδόν
αναπόφευκτα, στον αείμνηστο Αιμίλιο Μεταξόπουλο, όταν, λίγες μόνο βδομάδες προτού αφήσει οριστικά τον άδικο ετούτο κόσμο, μας εκμυστηρευόταν, στης Σοφίας, για
τελευταία φορά, με ύφος εξομολογητικό (αφού σ’ αυτό βοηθούσαν και οι αμέτρητες Stella Artois που είχαν καταναλωθεί ενώ μάλιστα δεν έπρεπε να πίνει) και ως
απάντηση στα πειράγματά μας ότι εκείνος θα πλήρωνε τον –διόλου ευκαταφρόνητο–
λογαριασμό, «από τα κλεμμένα της Παντείου» όπως του τονίζαμε γελώντας, ότι όλη
η περιπέτειά του με το γνωστό σκάνδαλο οφειλόταν στον πόθο – στον Έρωτα! «Με
είχαν συνεπάρει οι αστράγαλοι της Έλλης και δεν είχα μυαλό για τα βαρετά διαδικαστικά
της διοίκησης. Γι’ αυτό έγιναν όλα…». Αφού, μάλιστα, μας προσέφερε και ανεκτίμητες συμβουλές απάνω στην προβληματική τότε σχέση μας με γνωστή παντρεμένη κυρία των Αθηνών αρκετά ώριμης ηλικίας (δεδομένων
των cougar / mature /
oldies
but goodies προσανατολισμών μας), συμπλήρωσε στοχαστικά, εν είδει ηθικού
διδάγματος, και λίγο προτού καβαλήσει τη μηχανή και χαθεί, ξημερώματα πια,
σαν σίφουνας προς άγνωστη κατεύθυνση: «Η γυναίκα!.. Να ξέρεις ότι όλα στη ζωή γίνονται
για τη γυναίκα!..»
Βεβαίως, θα ήταν όμορφο, συνάμα δε και ενδιαφέρον, να αναφερόμασταν σε διάφορα σκαμπρόζικα που μας έχει διηγηθεί τόσο ο Αιμίλιος όσο και άλλοι «γνώριμοι»
της over 60 κυρίας, από
τα χρόνια ήδη της Μεσημβρινής και της
ΕΡΤ, όταν ήταν ένα φιλόδοξο,
αδίστακτο μα και εύθραυστο ξεπεταρούδι, που έψαχνε μονίμως στις ερωτικές της σχέσεις
τον Πατέρα – υλικό αναμφίβολα με ένα υπολογίσιμο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον. Θα
αφήσουμε, όμως, κατά μέρος ετούτη την ευκαιρία, δεδομένου ότι βρίσκεται πια και σε προχωρημένη ηλικία η κυρία Στάη και
φοβόμαστε μήπως, διαβάζοντας αυτά τα πράγματα, πάθει και τίποτα – κάτι που,
προς θεού, διόλου δεν επιθυμούμε. Πάντως, όταν με απροσποίητη απορία, αλλά και με
κάποια διάθεση διακριτικού και ανεξίκακου κουτσομπολιού, θέσαμε την εξομολόγηση
του αειμνήστου πρυτάνεως υπ’ όψιν διαπρεπούς πολιτικού, που γνώριζε την οικογένεια
Μεταξόπουλου από παλιά και είχε μάλιστα και τις καλύτερες εντυπώσεις, εκείνος έδειξε
μεγάλην έκπληξη: «Τι λες, ρε γαμώτο! Έτσι λες να την πάτησε ο Αιμίλιος; Τον πιστεύω. Ταιριάζει στον χαρακτήρα του, στον Αιμίλιο που ξέρω. Γι’ αυτό σου έχω πει κατ’
επανάληψιν, παιδί μου: πυρ, γυνή και θάλασσα!». Μετά, όμως, από τόση θυμοσοφία
απάνου στο θέμα Γυναίκα, Έρωτας και Εξουσία, ας επανέλθουμε στα πεζά και
τετριμμένα – στη μαλακία, που ενδιαφέρει πάντα περισσότερο.
«Θα τραβούσες μαλακία και στους άλλους τρεις υποψηφίους,
έτσι, για λόγους ισονομίας – γιατί όχι και ισοπολιτείας;» ρωτούμε το δοτικό
κοριτσόπουλο. «Μάλλον σε έναν ακόμα» μάς λέει σκεπτική (αναφέροντας το όνομα). «Οι
άλλοι δύο δεν μου αρέσουν καθόλου» συμπληρώνει. Εμάς, βέβαια, μας φαίνονται και οι
τέσσαρες διεκδικητές ίδιοι. Πολιτευόμενοι με επιφανειακές διαφορές μα oυσιαστικά όμοιοι, προβλέψιμοι, μέτριοι. Τέσσαρες μέσοι, τέσσαρες εντελώς κοινοί άνθρωποι
από άποψη συγκρότησης, προδιαγραφών, ικανοτήτων – τέσσαρες αντιπροσωπευτικοί διπλανοπορτάκηδες.
Άρα η δημοκρατία έχει εμπεδωθεί – δεν έχει να φοβάται τίποτα. Δεν θα μπορούσε,
φυσικά, να είναι αλλιώς. Έτσι έχουν σήμερα τα πράγματα. Ο Churchill είχε ασφαλώς υιοθετήσει την
πλέον ορθή στάση: ενδιαφερόταν, αυτός, ένας μη μέσος άνθρωπος, για τον common man, αλλά τον ήθελε μακριά
από τη λήψη των αποφάσεων. «Ποιος Τσώρτσιλ ρε! Τώρα μιλάει ο Λαός!»
ακούγεται ξαφνικά από το βάθος η στεντόρεια φωνή του Θανάση του Ντάφλου, από τα ιστορικά
Μέγαρα, που θέλει κι αυτός να εκφραστεί. Κι έχει δίκιο ο άντρας ο Μεγαρίτης. Γιατί τώρα έχουν
αλλιώς τα πράματα – είναι μέχρι το μεδούλι δημοκρατικά. Σε μια πορεία
ανεπίστρεπτη, ακόμα και τις κομματικές κεφαλές τις εκλέγει πλέον αδιαμεσολάβητα ο Λαός.
Κι άντε να αρνηθείς (δημόσια) μια τέτοια διαδικασία. Σε όλες της ηγετικές
θέσεις πια ο μέσος όρος. Στο τιμόνι του καθ’ ημάς σοσιαλισμού μια ανιαρή κυρούλα,
σαν αυτές που συναντάς κατά δεκάδες στους δρόμους. Επικεφαλής της ελληνικής
εκδοχής του «εκσυγχρονισμού» ο αγράμματος εστιάτωρ με το σακίδιο και την κουτοπόνηρη,
βλάχικη φυσιογνωμία. Και στην κεφαλή της εξουσίας ένα ζευγαράκι της αγίας
Παρασκευής, κατάφορτο επαρχιωτισμού και μειονεξίας, όπως καταδεικνύει καλύτερα
από τις οποιεσδήποτε λεκτικές περιγραφές εκείνη η σοκαριστική φωτογραφία δίπλα στους
αμερικάνους γελαδάρηδες. Αυτά, όμως, έχει η αντιπροσώπευση.
Και σ’ όποιον αρέσει.
Πίσω στη μαλακία, όμως. Στη χειροπραξία. Στο ψωλοβρόντι.
Ομολογούμε ότι μας είχε κάπως ξενίσει η διά
της χειρός επαφή της φιλότιμης κόρης με τον υποψήφιο Πρόεδρο. Και της εκφράσαμε
σθεναρά την έκπληξή μας. Αρνήθηκε ότι ήταν ο σεξουαλισμός του που την ερέθισε.
Το αντίθετο – τον βρήκε μάλλον άσκημο. Χωρίς θελκτικά σωματικά προσόντα. «Έχει
κοιλιά!» μας διαμαρτυρήθηκε. Της αντιτείναμε ότι η μπάκα, ειδικά για ένα
πολιτευτή, είν’ αρχοντιά – αρχοντόπαιδο, λοιπόν, ο υποψήφιος Πρόεδρος· και της υποδείξαμε την υπερμεγέθη κοιλιά του αγαπημένου
μας πολιτικού, του εξέχοντος parliamentarian, Sir Nicholas Soames
(έστω κι αν ο νεοδημοκράτης υποψήφιος θέλει, ομολογουμένως, πολλά καρβέλια
ακόμη για να αναμετρηθεί με ένα τέτοιο στομάχι). Αποπνέει, άραγε, οτιδήποτε
άλλο εκτός από αρχοντιά ένας τέτοιος σκεμπές;
«Είναι και κοντολαίμης!» συμπληρώνει. Δεν
αρνηθήκαμε τον πειρασμό να εκλάβουμε τον κοντό λαιμό ως ένδειξη μεγαλείου, τσιτάροντας
μέχρι και Huxley από το Crome Yellow: «Η μεγαλοσύνη είναι, πάνου-κάτου, η
αρμονική λειτουργία των λειτουργιών του κεφαλιού και της καρδιάς· όσο πιο
κοντός είναι ο λαιμός, τόσο πιο κοντά βρίσκονται αυτά τα όργανα το ένα με το άλλο». Αυτό, άλλωστε, τη συνέργεια
δηλ. μυαλού και καρδιάς, δεν είναι που χρειάζεται ένας σωστός πολιτικός για να
κάμει θαύματα; Μας τον χαρακτήρισε μέχρι και παχύσβερκο, βοϊδόσβερκο και
χοντροκέφαλο / πλατυκέφαλο. Της αντιτείναμε ότι ετούτα τα χαρακτηριστικά δεν
είναι αυτόχρημα αρνητικά, παραπέμποντάς την, για παράδειγμα, στο γιομάτο κομψότητα πορτρέτο του Joseph-Antoine
Moltedo έτσι όπως φιλοτεχνήθηκε διά της λεπτεπίλεπτης μαστορικής του Ingres.
Ωστόσο,
δεν φάνηκε να πείθεται από τη στέρεα επιχειρηματολογία μας. «Τότε, βρε κοριτσάκι μου,
αφού δεν τονε βρήκες σεξουαλικό, γιατί τονε μαλάκισες;» ρωτούμε εύλογα. «Μπορεί
να μην είναι σεξουαλικός, αλλά είναι γοητευτικός!» απαντά αποστομωτικά εκείνη, πράγμα
που μας προβληματίζει μήπως και το μοντέλο έχει διαβάσει και ενστερνιστεί Baudrillard (όσο κι αν δεν
τον αποδέχεται ο «μοναχικός πολυπράγμων»): «η σαγήνη είναι ισχυρότερη από τη
σεξουαλικότητα». Και υπό το φως ετούτης της άκρως αποσαφηνιστικής παραδοχής, η επιλογή του μοντέλου
δικαιολογείται, γιατί ο μαλακισθείς από σεξουαλικότητα σίγουρα μπορεί
να χωλαίνει, αλλά τη γοητεία, όπως
δείχνει και το ευσταλές παρουσιαστικό του, μοιάζει να την έχει μπόλικη.
Να λοιπόν που ένας μαλακισμένος (προς θεού – με την
κυριολεκτική κατά γράμμα έννοια του όρου), ένας μαλθάκας, ετοιμάζεται για αρχηγέτης. Πράγμα
που διόλου δεν εκπλήσσει, δεδομένου ότι μιλάμε για Νέα Δημοκρατία – το κόμμα
των Χατζημιμίκων. Οπότε κάθε συζήτηση περνά, αναγκαστικά, στα χωράφια της
ιλαροτραγωδίας. Μπουφόνικες καταστάσεις – με υποψηφίους αρχηγούς που, κι από φάτσα μονάχα να τους κόψεις, αμέσως
καταλαβαίνεις ότι βρισκόμαστε πιο κάτω ακόμα κι απ’ τον μέσο όρο (που είναι ήδη
πολύ κάτω). Κι ας πρόκειται για το «αστικό» κόμμα της χώρας. Αστικό, σε αγροτοποιμενική
όμως βερσιόν, στα χνάρια του μεγάλου «Εθνάρχη» από το Κιούπκιοϊ. Του «φρυδά», που
’τανε μπάνικος και τονε γουστάριζαν κι οι γυναίκες και τονε ψηφίζανε. Του βουκόλου γενάρχη της
χωροφυλακίστικης και παπαδίστικης Δεξιάς σε ελληνοπρεπέστατη εκδοχή, τίμια, λεβέντικη,
με απογόνους και συνεχιστές τους δυο ευρυπρόσωπους (και ευρύπρωκτους) συνονόματους, τους δυο
λεβεντάνθρωπους Κωστάκηδες, τους δυο κωλαράδες εξαδέλφους των οποίων η ικανότητα τρέχει απ’ τα μπατζάκια.
Του
γέροντα που έτρωγε συνέχεια στου Λεωνίδα και δάκρυζε για τη Μακεδονία μας. Του
φύλαρχου που ’παιζε και γκολφ (!) («ήθελε να ξέρει γκολφ, αλλά δεν ήξερε...» μας σχολίασε κάποτε, βιτριολικά, ο Γεώργιος Ράλλης, μαζί με άλλα ωραία που ίσως τα αναφέρουμε κάποτε) κι έφκιασε και ιδεολογία για το πόπολο με έμβλημα
την τρουά-καρ «ντεγκολική» πόζα του να κοιτά το υπερπέραν, τον «Καραμανλισμό»
(«πολύ γέλιο» ©) – μια πατατοσαλάτα Σερραίικη all the way, εύπεπτη, «κατάλληλη δι’
όλην την οικογένειαν». Να γλείφει ο ταλαίπωρος ο κοσμάκης και τα δάχτυλά του.
Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει.
Πολλά τα κατορθώματα, πολλές οι ultra σοφές
ρήσεις που περιέχονται στο χρυσόδετο καραμανλικό συναξάρι («Η Ελλάδα είναι ένα
απέραντο φρενοκομείο», «Η Μακεδονία είναι Ελληνική» και λοιπά εύηχα απολίτικα). Που το διαβάζουν γονατιστοί, με το
χρειαζούμενο σέβας, χρόνια τώρα, οι γαλάζιοι κομματικοί νεκρόφιλοι (κάμνοντας
ευλαβικά και τον σταυρό τους). Και με την περίφημη «Ιδρυτική Διακήρυξη» του ’74
τοποθετημένη σεβαστικά στο νεοδημοκρατικό εικονοστάσι, μια αρλούμπα περιωπής ενώπιον
της οποίας τα στελέχη στέκονται περιδεή, αφού την προορίζουν ακόμη και σήμερα
για τον φωτοδότη φάρο που θα μας οδηγήσει, αύριο-μεθαύριο, στο θριαμβικό μέλλον. Κι άντε τώρα να αμφισβητήσει κανείς ετούτο το hilarious νεοδημοκρατικό
κοράνι.
Στη νέα αυτή νεοδημοκρατική παράσταση βουκολικού δράματος,
λοιπόν, οι πρωταγωνιστές είναι γεννημένοι δευτεραγωνιστές. Παρότι ο κοσμάκης θα
συντηρήσει πιθανότατα και τη νέα καλλιτεχνική προσπάθεια κόβοντας εισιτήριο (φτηνό, μόλις τρία ευρώ) στις κομματικές λαϊκές απογευματινές. Έστω και χωρίς ιδιαίτερο
ενθουσιασμό, αφού η παράσταση θα δοθεί με παίκτες πάγκου. Αλλά οι νεοδημοκράτες,
αυτά τα περίεργα είδη του πολιτικού ζωικού βασιλείου, έχουν μάθει να ψηφίζουν,
χωρίς αντιρρήσεις, ό,τι τους σερβίρεται. Γιατί έχουμε και δημοκρατία. Στο κόμμα
της αστικής λουμπενοποίησης, και οι τέσσαρες υποψήφιοι, ο ημίτρελος, ο
κουτσαβάκης, ο τζιτζιφιόγκος κι ο βλαχοδήμαρχος, δεν αφήνουν περιθώρια για
ποικιλία στις επιλογές. Ξέρουμε ήδη από τι έχουμε να διαλέξουμε. Από τη μία,
παπάδες, μπασκίνες, νοικοκυραίοι. Από την άλλη, λογιστάδες, σταρτάπερς και μανατζαραίοι. Οπότε, ας ρίξουμε
ένα «Αχ βρε…», «a la manière de» Nikos Dimou (του καταξιωμένου διαφημιστή / δημοσιογράφου): Αχ βρε
ταχυδακτυλουργέ Καράκας… Γι’ αυτό έδωσες τη ζωή σου έξω απ’ το Πολυτεχνείο; Για
να διεκδικούν την εξουσία τέσσερις μέτριοι αλμπάνηδες;
Η επιγραφή στην Δαντική πύλη της Κολάσεως γράφει: «Εσείς που
μπαίνετε εδώ, ξεχάστε κάθε ελπίδα». Η ίδια επιγραφή καλό θα ήταν να αποτελεί
υποχρεωτικό ανάγνωσμα και για όσους περνούν τα σύνορα της ελληνικής επαρχίας.
Με τη ΝΔ ως την κατεξοχήν κομματική έκφραση ενός μικρού κακορίζικου
χωριού περίτρομου απέναντι στον πραγματικό κόσμο και συμπλεγματικού, η οποία δοξάζει την ανεπάρκεια στεγάζοντας ό,τι αναχρονιστικότερο, γελοιωδέστερο και
σακατιλίδικο διαθέτει η χώρα – τόσο σε επίπεδο στελέχωσης όσο και βάσης. Γιατί,
όμως, δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος απέναντι σ’ αυτή την γελοιότητα; Γιατί δεν εξεγείρεται μπροστά στη σαχλαμάρα, ώστε να οδηγήσει και πάλι
στην «ανάπτυξη» τη χώρα που έχει τεράστιες δυνατότητες, αφού, πέραν των άλλων, μπορεί και
παράγει ίσα και με τρεις (!!!) διαφορετικούς χαλβάδες (Μακεδονικό, σιμιγδαλένιο
και Φαρσάλων); Ποιος ξέρει, ίσως
να φταίει ο καιρός. Όπως, άλλωστε, είχε δηλώσει κάποτε κι ένας αλγερινός υποστηρικτής του Ben Bella στον Kapuscinski «εδώ ο λαός δεν ξεσηκώνεται γιατί κάνει πολλή ζέστη». Άρα
ίσως και στα δικά μας τιμημένα χώματα, στην αραπιά της Ευρώπης, να μη φταίει η μαλακία αλλά η ζέστη, η παραγόμενη από το (μοναδικό
στον κόσμο) στραφταλίζον αττικό φως, από τον ήλιο που σε τούτον εδώ τον τόπο
βαρεί διαφορετικά και μας πυρώνει δυνατά.
Ο έλλην χωρικός, αναλλοίωτος στον χρόνο, θέλει να
αντιπροσωπευθεί, και μάλιστα κουτοπόνηρα, επαρχιώτικα. Με ανθρώπους του χεριού του, μέτριους,
της πλάκας, για να τους νιώθει δικούς του, να τους ελέγχει. Δεν ανέχεται ανώτερούς του ο κοσμάκης μπας και τονε ξελασπώσουν· μήπως και αναβαθμιστεί λιγάκι και φάει κι ένα κομμάτι γλυκό ψωμί. Δικαιώνοντας ίσως όσους λένε ότι είναι ένα αδρανές υλικό, που ζητάει ο οργανισμός του γερό καλούπωμα και κάμποσο βοναπαρτισμό μπας και καταφέρει κάτι τις. Εκείνος, όμως, προτιμά τον κατιμά, τα αντιπροσωπευτικά ρετάλια. Θέλει, κοιτώντας τον καθρέφτη του, να εκφραστεί –
κι όχι μόνο λεκτικά, αλλά και διά της ψήφου. Να ψηφίσει τους ομοίους του, τους ανασκολοπιστές του, για να τον ξεκωλιάσουν, και στη συνέχεια να σκούζει κακομαθημένα, μονίμως διαμαρτυρόμενος και διαψευσμένος, πρήζοντάς μας αρκετά κάποιους αδένες. Όσοι, μάλιστα, επιδίδονται στο
σπορ της ψηφοφορίας (και είναι μπόλικοι!) μας εκμυστηρεύονται ότι πρόκειται για
διαδικασία απολαυστική – πιο απολαυστική κι απ’ τη μαλακία ακόμη! Πολιτικοί και
ψηφοφόροι, σε μια μεγάλου μήκους πολιτική τσόντα, αυνανίζονται μονομανιακά· και
μάλιστα για ποικιλία, με κέρδος τη φαντασία, παίζοντας και ο ένας το όργανο του
άλλου! Αλληλομαλακιζόμενοι! Θεέ μου, πόση ανιδιοτέλεια! Πόση εκχώρηση του
Εαυτού στην εξυπηρέτηση του Άλλου, πόση αλληλοπεριχώρηση δηλοί ετούτη η δυνατή
αλληλομαλάκινση! Αλλά μήπως κι εμείς, που ασχολούμαστε υποτίθεται αφ’ υψηλού,
δήθεν σκωπτικά, δήθεν περιπαικτικά, με τα λήμματα, που ανακατεύουμε τα
περιττώματα με επάργυρες κουτάλες, που μουρμουρίζουμε υψηλόφρονες χαριτωμενιές
διανθίζοντας τες και με κάνα
jeu d’esprit, μια περιποιημένη μαλακία δεν
τραβάμε; Μέσα στη μαλακία απαξάπαντες, λοιπόν – στον έναν ή τον άλλο βαθμό.
Ξύπνιοι και καθυστερημένοι. Κυβερνώντες και κυβερνώμενοι. Πατρίκιοι και
πληβείοι. Η αποκορύφωση της ισότητας. Το απόγειο της δημοκρατίας. Στο πνεύμα
της εποχής.
/σχετικά άρθρα/
Οι εκτονώσεις ενός υποψήφιου περιφερειάρχη