«Μην ξεχάσετε να γράψετε κάτι και για τον Lonely!» μας λέει κάθε τόσο το κοινό (που είναι πάντα υψηλόφρον και απαιτητικό).
Και πράγματι, πώς να του χαλάσεις το χατήρι αρνούμενος μια, σύντομη έστω, αναφορά επί του θέματος; Ουδείς, λοιπόν, μπορούσε να υποδυθεί τον ρόλο του Lonely τόσο πειστικά, τόσο συναρπαστικά, όσο εκείνος – μάλλον αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να πει κανείς. Πάντα με
την τουίντ τραγιάσκα του, χειμώνα καλοκαίρι, τη βρώμικη καπαρντίνα του, τα pin-up στους τοίχους
του μικρού ενδιαιτήματός του (τροφή για σκέψη), το φτηνό, πρόχειρο φαγητό, τις
άπλυτες σωβρακοφανέλες του.
Το αφεντικό του στις μυστικές υπηρεσίες ήταν
αυστηρό, δύστροπο, κακότροπο – ο Θεός να σε φυλάει! Ο Lonely,
όμως, με το συνδυασμό καλοσύνης και ευήθειας που τον χαρακτήριζε, επεδείκνυε πάντα αφοσίωση.
Δεν έφερνε εις πέρας με επιτυχία όλες τις αποστολές. Αντίθετα, έκανε και γκάφες.
Με αποτέλεσμα να κάνει κάθε τόσο τον ζακετοφόρο Woodward (ως David) έξαλλο. Ο οποίος συχνά
βιαιοπραγούσε κιόλας εναντίον του ταπεινού συνεργάτη του. Άσε που συνεχώς τον
προσέβαλλε κατηγορώντας τον ότι μύριζε φρικτά το στόμα του!.. Κι απέφευγε να τον πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής. Για να μην τον πνίξει η αποφορά. Ο Lonely, όμως, μεγάλη καρδιά, δεν κρατούσε κακίες. Και ήξερε πάντα
να συγχωρεί.
Αν ζούσε σήμερα ο Lonely, ως Σκώτος βεριτάμπλ, αντίθετα από το αφεντικό του που μάλλον θα είχε ταχθεί με το Brexit, πιθανότατα θα είχε ψηφίσει Bremain – και με τα δυο του
χέρια (τα ίδια αυτά χέρια που έπιαναν τόσο στιβαρά το τιμόνι του μαϊμουδέ black cab για χάρη των σκοπών της υπηρεσίας, στα μετέπειτα, έγχρωμα επεισόδια).
Ίσως, ακόμη-ακόμη, και να μαχόταν τώρα
για την ανατροπή του δημοψηφίσματος. Με τον ίδιο ζήλο, με την ίδια αυταπάρνηση,
που έδινε, ως Lonely, τον
αγώνα της επιβίωσης. Αλλά και πάλι κανείς δεν μπορεί με σιγουριά να ξέρει. Μόνο εκ των υστέρων υποθέσεις μπορεί να κάνει.