Thursday, February 26, 2009

Robert Maxwell: το εκδοτικό βάψιμο ενός μακαρίτη



 Ο Robert Maxwell δεν υπήρξε, σε καμία περίπτωση, ένας συνηθισμένος εκδότης. Αντιθέτως, πίσω από το αισθητικά αποκρουστικό σαρκίο του, έκρυβε πολλά… Γεννήθηκε στην Τσεχοσλοβακία μπατίρης. Η ανέχεια, η υποτίμηση και οι προσβολές έγιναν το καύσιμο για μια εντυπωσιακή εξέλιξη, με την οποία ο Bob πήρε το αίμα του πίσω. Στη Βρετανία, τη χώρα της αξιοκρατίας, κατέφυγε ο νεαρός Bob στην τρυφερή ηλικία των 17 ετών. Εκεί ξεδίπλωσε το σπάνιο ταλέντο του για δημιουργία και έτσι, αυτό το λαγωνικό του χρήματος, μπόρεσε να στήσει την εκδοτική αυτοκρατορία του. Αγόρασε, στις αρχές των ’50s, τον ασήμαντο τότε εκδοτικό οίκο Pergamon Press, τον οποίο κατάφερε, μετ’ ου πολύ, να μετατρέψει σε κολοσσό… Το χρήμα άρχισε να βαραίνει ευχάριστα τις τσέπες του Bob, το οποίο και εξόδευε χωρίς ενοχές – κυρίως για φαΐ… Αυτό ήταν που έλειπε χρόνια στον Bob και αυτό ποθούσε, δεδομένου ότι τα άγουρα χρόνια της παιδικής ηλικίας τα επέρασε με λίγο ψωμί (Την εικόνα, μάλιστα, της παιδικής αυτής μιζέριας μπορεί να περιγράψει, με απαράμιλλη ενάργεια, το εκλεκτό στιχούργημα του τέως υπουργού του ΠΑΣΟΚ Γεωργίου Πέτσου: Μάνα δεν έχει άλλο τυρί/Φέρε το χθεσινό που πέρσεψε ψωμί – ή κάπως έτσι…). Έτρωγε μέχρι σκασμού – κυρίως πολύ αργά το βράδυ και, μάλιστα, πολύ κοτόπουλο, που ήταν κι η αδυναμία του... Οι καθαρίστριες του γραφείου του έχουν αποκαλύψει ότι, σχεδόν κάθε πρωί, όταν καθάριζαν το γραφείο του, έβρισκαν πεταμένα στη μοκέτα κόκαλα από μισή ντουζίνα κοτόπουλα, τα οποία συνήθιζε να ξεκοκαλίζει μόνος του…


 Στα ’60s, ο Bob θέλησε κι αυτός να προσφέρει στον σοσιαλισμό. Προσέφερε, λοιπόν, τις υπηρεσίες του στο κόμμα των Εργατικών, με τη σημαία του οποίου μπόρεσε, για ένα φεγγάρι, να εκλεγεί και βουλευτής. Επιθύμησε σφόδρα να μπει στο μάτι της καλής κοινωνίας της Βρετανίας (και ειδικά του μεγάλου ανταγωνιστή του, Rupert Murdoch) και έτσι, προκειμένου να τους δείξει τι εστί βερίκοκο, αγόραζε εφημερίδες με το τσουβάλι… Daily Mirror, Sunday Mirror, Sunday Mail κ.α. ενετάχθησαν στο εκδοτικό οπλοστάσιο του σοσιαλιστή μεγαλοεκδότη, ο οποίος δημιούργησε και την – πρωτοποριακή για την εποχή – The European [αφού είχε αγοράσει και τον διάσημο εκδοτικό οίκο Macmillan (US)].


 Κατηγορήθηκε για τις τουλάχιστον περίεργες επιχειρηματικές τακτικές του, ωστόσο δεν σήκωνε κριτική από τον Τύπο, ξεκωλώνοντας στις μηνύσεις και τις αγωγές κάθε Μέσο που επιχειρούσε να τον εγκαλέσει στην τάξη. Δεν θα μπούμε στις λεπτομέρειες περί των επιχειρηματικών υποθέσεων, το βέβαιον, όμως, είναι ότι ο Bob λειτούργησε εις βάρος των λοιπών (μικρών και μεγάλων) μετόχων και εργαζομένων των επιχειρήσεών του. Έντονες οι φήμες που τον συνόδευαν (αφού ήταν και εβραϊκής καταγωγής), σύμφωνα με τις οποίες υπήρξε πράκτωρ της Mossad (ακούς Σπύρο Χατζάρα;). Το χόμπι του ήταν να υποτιμά τα διευθυντικά στελέχη των εφημερίδων του και να τους δίνει την ευκαιρία να επιδείξουν την οσφυοκαμψία και δουλοπρέπειά τους (κάτι θα ήξερε ο άνθρωπος…) Χαρακτηριστικό του ότι έμπαινε πάντα στους κλειστούς χώρους με το επανωφόρι του ριγμένο χαλαρά στους ώμους, και εστέκετο ακίνητος για μερικά δευτερόλεπτα αρνούμενος να καθήσει, μέχρις ότου ο διευθυντής της εφημερίδας έλθει και, με σεβασμό, του αφαιρέσει το παλτό από τους ώμους και το εναποθέσει στην κρεμάστρα…


 Συνήθειά του, επίσης, όταν προσγειωνόταν με το ελικόπτερό του στη στέγη της εκδοτικής του επιχείρησης, να κατεβάζει το φερμουάρ και να ρίχνει ένα περιποιημένο κατούρημα. «Είναι σαν να κατουράω τους αναγνώστες μου» έλεγε, ορθότατα, ο ιδιόρρυθμος εκδότης, έχοντας αντιληφθεί το νοητικό επίπεδο της πελατείας του. Μιας και αναφερθήκαμε στην ούρηση, να τονίσουμε, αναφερόμενοι και στην αφόδευση, ότι, όπως αναφέρει ο συγγραφέας W. Donaldson, οι καθαρίστριες αντίκριζαν, κάθε μέρα που πήγαιναν να καθαρίσουν την τουαλέτα του, ένα απερίγραπτο θέαμα με ούρα και ακαθαρσίες ολούθε… Ποιος είπε, όμως, ότι ο περί ου ο λόγος, δεν φρόντιζε τον εαυτό του με όρους αισθητικής; Το ακριβώς αντίθετο. Ο εκδότης Bob είχε την ματαιόδοξη συνήθεια να βάφει τα μαλλιά του. Τα έβαφε, μάλιστα, τόσο έντονα και εντυπωσιακά, ώστε καμιά παρερμηνεία επί του θέματος δεν θα μπορούσε να υπάρξει σε όσους τον αντίκριζαν…


 Τον Νοέμβριο του 1991, όταν απέθανε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες (άλλοι μιλούν για φόνο, άλλοι για αυτοκτονία) πέφτοντας από το yacht του, Lady Ghislaine, στις Κανάριες Νήσους και το πτώμα ευρέθη αργότερα να πλέει στον Ατλαντικό, ένα πράγμα εντυπωσίασε τους διασώστες αλλά και τους ιατροδικαστές: το βάψιμο της κόμης του πτώματος ήταν τόσο καλής ποιότητας, ώστε είχε παραμείνει έντονο και αναλλοίωτο παρά την υγρή ταλαιπωρία…

Monday, February 23, 2009

Παύλος Τσίμας: το cοmme il faut βάψιμο



Ευαίσθητος από παιδί ο Παύλος Τσίμας. Αυτό θυμάται η κυρά-δασκάλα του, που έβλεπε τη συστολή ζωγραφισμένη στο χλωμό παιδικό πρόσωπο. Ταγμένος στην υπηρεσία του σοσιαλισμού από μικρός ο Παύλος. Βάρος στην καρδιά του η αδικία· ο ιμπεριαλισμός αποτελούσε γι’ αυτόν κόκκινο πανί. Από μαθητής κομμουνιστής ο Παύλος, θέλησε να δώσει κάθε ικμάδα των δυνάμεών του στον αγώνα για έναν κόσμο πιο δίκαιο, με ίσες ευκαιρίες για όλους. Το σφυροδρέπανο ήταν για τον Παύλο ό,τι ο εσταυρωμένος για έναν πιστό θρησκόληπτο. Στην χακί βαμβακερή τσάντα του (στην οποία μετέφερε επαναστατικά βιβλία και σοκολάτες), ο επαναστάτης μαθητής είχε ζωγραφίσει με bic στυλό απανωτά σφυροδρέπανα, που έδιναν μια αίσθηση ταυτότητας στον νεαρό κνίτη, ο οποίος ήθελε έναν άλλον, δικαιότερο κόσμο. Αργότερα, στη Νομική, ο Παύλος έβλεπε τον εαυτό του ως μελλοντικό ιδεολογικό καθοδηγητή. Αντί να διαβάζει τα μαθήματά του, ανταποκρινόμενος στα έξοδα στα οποία υποβάλλεται το Δημόσιο για να μορφώσει τους νεαρούς μελλοντικούς επιστήμονες, ο Παύλος περνούσε ώρες ολόκληρες αναλύοντας την πολιτική επικαιρότητα, λύνοντας (στα καφενεία) τα προβλήματα όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του κόσμου ολόκληρου. Η δικηγορία φαινόταν πολύ μπουρζουάδικο επάγγελμα για τον Παύλο (πέραν του ότι ήθελε και κάποιες ικανότητες για να διακριθείς στην ελεύθερη αγορά, αλλά έπρεπε να τελειώσεις και τη Νομική - και εκείνος ουδέποτε τελείωσε) και έτσι η αναπόφευκτη δημοσιογραφία υπήρξε ο επαγγελματικός κάβος για τον επαναστάτη των καφενέδων. Γιατί ο Παύλος ήταν επαναστάτης στην ψυχή, άλλο που ο φόβος τον εμπόδιζε να μετουσιώσει την επαναστατική διάθεση σε πράξη… Στο Ριζοσπάστη, λοιπόν, αλλά και στον 902, ο Παύλος μπορούσε με την πένα/πύρινη ρομφαία του να ανασκολοπίσει το σύστημα, να λογχίσει την αδικία, να δώσει τη μάχη για ένα καλύτερο αύριο για τις λαϊκές δυνάμεις και την πατρίδα. Καλό όχημα ο Ριζοσπάστης για μια τέτοια υψιπετή στοχοθεσία, αλλά τα μπικικίνια δεν ήταν πολλά - άσε δε η λάμψη…


Ο Παύλος, παρότι συγκρούστηκε με τη συνείδησή του, αποφάσισε να κάνει στροφή στην καριέρα του και να κατακεραυνώνει το σύστημα από το αστικά Μέσα (μετά και από μια «περίεργη» απομάκρυνσή του από το «κόμμα του λαού» - γιατί άραγε Παύλο;). «Εισοδισμός», τρόπον τινά, ονομάζεται αυτή η στρατηγική και ο Παύλος αποφάσισε να παίξει το παιχνίδι με ενθουσιασμό και αυταπάρνηση. Δεν ήταν, πιστεύουμε, το χρήμα που δελέασε τον νεαρό φιλόδοξο κομμουνιστή δημοσιογράφο, αλλά η δυνατότητα να χτυπά το Σύστημα από τα μέσα, άρα πιο ύπουλα, άρα πιο αποτελεσματικά… Το χρήμα, στην πραγματικότητα, ουδέποτε έπαιξε ρόλο στην απόφαση του Παύλου να εργαστεί στα ΜΜΕ του κεφαλαίου. Αντιθέτως, μια έντονη δυσθυμία τον διακατείχε πάντοτε, όπως βεβαιώνουν συνάδελφοί του, που τον γνώρισαν καλά στα οχυρώματα της δημοσιογραφίας και τον τιμούν ίσαμε σήμερα. «Ο Παύλος είχε πάντοτε αποστροφή προς το χρήμα. Είχε ιδεολογικό πρόβλημα μαζί του. Το μισούσε, μάλιστα, τόσο πολύ, ώστε ήθελε να το ξοδεύει αχόρταγα, εξευτελίζοντάς το… "Τί να το κάνεις το χρήμα...", έλεγε. Δεν έχει καμιά αξία και άρα πρέπει να το ξοδεύουμε μέχρι τελικής πτώσεως...» διηγείται γενειοφόρος συνάδελφός του, συμπαραστάτης του στη μάχη για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Δύσκολη, αλλά ευφάνταστη, η επιλογή του Παύλου, η οποία μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους. Με μεγάλη, λοιπόν, δυσκολία, λόγω αποστροφής προς το χρήμα, ο Παύλος, κάνοντας την καρδιά του πέτρα, πέρασε από τα βασικότερα αγκωνάρια του Συστήματος. Ταχυδρόμος, BHMA, ΝΕΑ, SKY, ΕΡΤ (σχετικά με την εκπομπή του για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και τις αμοιβές του ακούστηκαν πολλά...), MEGA, City fm κλπ. – όλα γνώρισαν την επαναστατική, ανατρεπτική αύρα του Παύλου... Για χάρη της διάδοσης των σοσιαλιστικών ιδεών, δεν εδίστασε μέχρι και στον Κόκκαλη να πάει κάποτε υπάλληλος, προκειμένου να τον συνδράμει στη δημιουργία ή την ενίσχυση των Μέσων του. Πάντα, όμως, χάριν του σοσιαλισμού… Βασικό στέλεχος στον Flash, ανέλαβε (μαζί με την ηγερία της καθ’ ημάς «ποιότητας», Μαρία Χούκλη) να στήσει τον τηλεοπτικό MAGIC. Τελικά, ο Σωκράτης τους άδειασε και το εγχείρημα δεν ευδοκίμησε… Επιλογές δύσκολες, αντίθετες προς την ιδεολογία του κομμουνιστή δημοσιογράφου – μα, συνάμα, τολμηρές και ανιδιοτελείς επιλογές… Γιατί απαιτούσε πραγματικό τσαγανό να είσαι υπάλληλος του Συστήματος που ήθελες να αποδομήσεις και, μάλιστα, να σε βαραίνουν και οι υψηλές αμοιβές, που καθόλου δεν επιθυμούσε και δεν επεδίωκε ο τενόρος της δημοσιογραφικής προοδευτικότητας. Αναγκαίο κακό, λοιπόν...


Ο Παύλος, επιπλέον, δεν έκανε εκπτώσεις στο στυλ του για χάρη της τηλεθέασης/ακροαματικότητας/αναγνωσιμότητας. Δεν θα ξεπούλαγε τον εαυτό του για να προσαρμοσθεί στα κελεύσματα των καιρών και της χυδαίας εμπορικότητας. Έτσι, διατήρησε το στυλ με το οποίο τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε όλα αυτά τα χρόνια. Εμφάνιση δημοδιδασκάλου, μύσταξ ιεροψάλτου, ύφος σεμνοπρεπές. Ούτε, όμως, και το δημοσιογραφικό του στυλ καταδέχθηκε να αλλάξει ο Παύλος. Είπαμε: θα ρίξουμε το Σύστημα από μέσα, αλλά όχι να μας πάρουν και τα σώβρακα οι καπιταλίστες… Έτσι, ο Παύλος παρέμεινε, ως θαλαμηπόλος του Συστήματος, στον ανιαρό ακαδημαϊσμό, στη πληκτική «θεσμική» δημοσιογραφία, στην comme il faut «ενημέρωση», που μπορεί να μας εκοίμιζε (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς), πλην όμως είχε «ποιότητα» και λεπτότητα, καθότι δεν έμπαινε στον πειρασμό να στριμώξει τους ανθρώπους της εξουσίας, όπως κάνει η απλή δημοσιογραφία. «Η εξουσία θέλει πόλεμο με το γάντι, για να χτυπήσουμε το Σύστημα με δολιότητα» έλεγε και ξανάλεγε ο ακαδημαϊκής αντίληψης δεοντολόγος δημοσιογράφος. Ο - χωρίς γωνίες - λόγος του, το σφίξιμο στα χείλη, η περίσκεψη με τον οποία εκστόμιζε τις, κατά πολλούς, κοινοτοπίες του, αποτελούσαν το καμουφλάζ για να μπαίνει άνετα σε όλα τα σπίτια ο επαναστατικός του λόγος. Ουδέποτε ενόχλησε κανέναν και άρα όλες οι πόρτες ήσαν ανοιχτές. Σατανικό, μα την αλήθεια, σχέδιο του Παύλου για να το πλήξει καίρια το Σύστημα και να τσουρνέψει ψήφους υπέρ των κομμάτων της προόδου, κάνοντας την επανάσταση από μέσα. Ορισμένοι τον χαρακτηρίζουν και Αβραμόπουλο της δημοσιογραφίας. Δύσμοιροι… Δεν έχετε καταλάβει την πανουργία του σχεδίου του Παύλου να αλώσει το Σύστημα από τα σπλάχνα του και να σπείρει δολίως τον σπόρο της αμφισβήτησης… Το καμουφλάζ του Παύλου φτάνει σε επίπεδα τελειότητας. Ακόμη και κοσμικός έχει καταντήσει ο ντούρος επαναστάτης, προκειμένου να κοιμίζει τους σεσηπότες αστούς και να εισχωρήσει στο Κατεστημένο, ώστε, ακολούθως, να του αλλάξει τον αδόξαστο… Έμαθε μέχρι και πούρο να καπνίζει (εδώ θα ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια, αν δεν γνωρίζαμε ότι αποτελεί μέρος του σχετικού καμουφλάζ - πολλές οι θυσίες που κάνει ο βάρδος του σοσιαλισμού και της προόδου...)!!! Ως καμουφλάζ μάλλον δέον να νοηθεί και η σχετικώς πρόσφατη αλλαγή που συνέβη επί της κεφαλής του Παύλου. Βαμμένο μαλλί και - μάλλον - μουστάκι. Μέρος του πολιτικού σχεδίου του κομμουνιστή δημοσιογράφου για την πλήξει τον αστισμό… Θεώρησε ότι το Σύστημα, μόλις έβλεπε και αυτή τη φάση της γελοιοποίησης του Παύλου με τα βαμμένα μαλλιά, θα τον ένιωθε ολότελα δικό του. Άλλη μια σατανική επινόηση του ανατρεπτικού εργάτη της ενημέρωσης, Παύλου, προκειμένου να φέρει από τα μέσα την ανατροπή στο Σύστημα μια ώρα αρχύτερα. Όλα για τον σοσιαλισμό…

/σχετικά άρθρα/
Αλέξης Παπαχελάς: το... "εγγράμματο" βάψιμο
Ελένη Βαρβιτσιώτη: «Ουάου! To facebook και το twitter έριξαν τον Μουμπάρακ»!

Thursday, February 19, 2009

Σπύρος Χατζάρας: το κρατικοδίαιτο σοσιαλιστικό βάψιμο



















Ο Σπύρος ανδρώθηκε την περίοδο της «Αλλαγής». Η αδικία τον σκότωνε. Η αντιδημοκρατικότητα τον συνέτριβε. Η Δεξιά τον φούντωνε. Εφλέγετο η καρδιά του για τα ιδεώδη της δημοκρατίας και του σοσιαλισμού. Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, ο Σπύρος, ως αγνός και άδολος αγωνιστής του σοσιαλισμού που ήταν, δεν μπορούσε παρά να αξιοποιηθεί. Προς θεού – όχι ως ρουσφέτι. Υπηρεσίες στην πατρίδα και τη δημοκρατία προσέφερε (τσεπώνοντας και μια καλή αμοιβή ως τηλεοπτικός παρουσιαστής, καθώς και τη σχετική προβολή). Η συμπαθητική αυτή φάτσα του μπουλούκου παρουσιαστή ειδήσεων γέμιζε ευχάριστα (;) τις τηλεοπτικές οθόνες. Δεν έκανε απλώς δημοσιογραφία. Δεν εκφωνούσε μόνο ειδήσεις. Έκανε σοσιαλιστικό λειτούργημα. Χρωμάτιζε (σε πράσινες αποχρώσεις) τα λεγόμενά του, παίρνοντας πάντοτε θέση. Και η θέση του, όλως συμπτωματικώς, υπηρετούσε πάντοτε τα ιδεώδη του σοσιαλισμού και του πρασινοφρουρισμού. Τί να την κάνεις την αμεροληψία και την αλήθεια, όταν συγκρούεται με τα σοσιαλιστικά ιδεώδη; Σωστά το συνέλαβε ο Σπύρος... Οι λιβανωτοί του προς τον Παπανδρέου άφησαν εποχή. Ο αγαπημένος δημοσιογράφος της Μιμής και του Ανδρέα ξεροστάλιαζε, την εποχή του Harefield, έξω από το νοσοκομείο για την απρόσκοπτη ενημέρωσή μας, προκειμένου να μας μεταφέρει τα νέα για την «άφθονη διούρηση»… Στρατευμένη «δημοσιογραφία», εντούτοις γιομάτη από το σφρίγος της σοσιαλιστικής αλήθειας.


Με την αποκαθήλωση του ΠΑΣΟΚ, εξεδιώχθη από την ΕΡΤ ο τίμιος αυτός αγωνιστής της δημοσιογραφίας. Η Αντίδραση τον έτρεμε και θέλησε να τον εξουθενώσει. Επέλεξε, τότε, να κάνει δημοκρατική αντίσταση από το Κουρο-κάναλο (γνωστό και ως «κουραδοκάναλο») Κανάλι 29, παρέα με όλη την κομπανία των «συντρόφων» του αυριανισμού.


Με την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το ’93, εξαργύρωσε την διαχρονική πίστη του στα σοσιαλιστικά ιδεώδη, τοποθετούμενος ως επικεφαλής του γραφείου τύπου της ελληνικής πρεσβείας στο Βελιγράδι και τη Μόσχα. Αργομισθία, λένε κάποιοι κακόβουλοι, τουρισμός μετ’ επιδοτήσεως, λέγουν άλλοι κακοπροαίρετοι. Εμείς, όμως, νομίζουμε ότι ο Σπύρος πήγε να προσφέρει, εργαζόμενος σκληρά, ειδικά σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα. Γιατί (το είπαμε;) ο Σπύρος δονείται όταν ακούει για εθνικά θέματα. Δώσ’ του εθνικά θέματα και πάρ’ του την ψυχή… Δημοσιογραφικώς, εν τέλει, ο Σπύρος δεν έκανε και σπουδαία πράματα στην καριέρα του. Υπηρέτησε, όμως, τη σοσιαλιστική αλήθεια. Στο βιογραφικό του έχει και τον τίτλου του εκδότη. Εξέδιδε, για ένα φεγγάρι, το (βραχύβιο) περιοδικό TARKIDI. Αντιπροσωπευτική προσπάθεια για τον σοσιαλιστή οργανικό διανοούμενο (εδώ γελάνε;) και στρατευμένο δημοσιογράφο. Και έτσι, με τα πολλά, ο Σπύρος χάθηκε από το προσκήνιο και μας έλειψε. Όλοι εμείς, οι φαν του, ένα ερώτημα είχαμε στο στόμα, από την στιγμή της πρωινής εγέρσεως μέχρι την ώρα της εσπερινής κατακλύσεως: Πού είναι ο Σπύρος Χατζάρας; Τι κάνει το παιδί της Αλλαγής;


Πολλές οι φήμες – τόσο γραφικές, όμως, που δυσκολευόμασταν να τις πιστέψουμε. Γιατί εμείς σεβόμαστε τους μεγάλους της δημοσιογραφίας, τιμούμε τις αξίες. Αίφνης, πριν από κανα-δυό χρόνια, να σου ο Σπύρος, από την οθόνη του BLUE SKY, ίδιος κι απαράλλαχτος – όπως τότε, την εποχή της μεγάλης ακμής… H μόνη διαφορά με το παρελθόν, τα έντονα καφεκόκκινα βαμμένα μαλλιά. Πάντα κοκέτης ο Σπύρος… Το μενού της εκπομπής του γνωστό: κατακεραυνώνουμε τη Δεξιά (ανάθεμα κι αν υπάρχει πια τέτοιο πράγμα στην Ελλάδα), τους Εβραίους που κρύβονται πίσω από κάθε δεινό στον πλανήτη ετούτο, τη Λέσχη Bilderberg, τις πολυεθνικές και πάει λέγοντας… (Στη νέα version έχει προστεθεί και ο Soros, τον οποίον ο ευφάνταστος Σπύρος βλέπει να κρύβεται πίσω από τα πάντα...). Αν δεν ήμασταν, μάλιστα, απολύτως βέβαιοι για τη δημοκρατικότητα του Σπύρου (τι διάολο… τόσους αγώνες έδωσε για το πλάτεμα και βάθεμα της δημοκρατίας τη δεκαετία του ’80…), θα τολμούσαμε να τον υποπτευθούμε και για ρατσιστή. Αλλά είπαμε… Μεγάλωσε, λοιπόν, ο Σπύρος, έβαψε και το μαλλί, αλλά το ρεπερτόριο ίδιο και απαράλλαχτο. Η βελόνα κόλλησε και ο Σπύρος δεν έλεγε να την ξεκολλήσει με τίποτα… Η διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη συνεχίζει να αποτελεί το δικό του τοτέμ και ευαγγέλιο.


Τα εθνικά θέματα, βεβαίως, και η ανάλογη ανιδιοτελής - φυσικά - ευαισθησία και πάλι, μονίμως, στην ημερήσια διάταξη. Ο Samuel Johnson είχε πει, ως γνωστόν, για τους εθνικώς ανησυχούντες και τους κατ’ επάγγελμα πατριώτες: «patriotism is the last refuge of a scoundrel» (για να το πούμε στη γλώσσα που παίζει στα δάχτυλα ο Σπύρος και να μην τον προσβάλουμε μεταφράζοντας την ρήση). Προφανώς, δεν είχε υπ’ όψιν έναν Σπύρο Χατζάρα… Όλα καλά, λοιπόν, ως εδώ. Ο Σπύρος επέστρεψε, αν και σε μικρό κανάλι, σώος και αβλαβής, ενημερώνοντας και ψυχαγωγώντας το (όχι και τόσο πολυπληθές, εδώ που τα λέμε) κοινό του. Μέχρι που ήλθαν κάποιες – κακόβουλες, χωρίς αμφιβολία και ατεκμηρίωτες, μετά βεβαιότητος – καταγγελίες από το PRESSMME.blogspot.com.


Ο Σπύρος, λέει, αν και δημοσιογράφος και άρα, κατά τεκμήριο, κριτικός απέναντι στην εξουσία και το κράτος ήταν, λέει, κρατικοδίαιτος, έμμισθος υπάλληλος της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης, μαζί με άλλα εκλεκτά τέκνα της αλλαγής (και άλλων κομμάτων βεβαίως): Σπύρο Μεταξά, Μιχάλη Γαργαλάκο, Μάρκο Μουζάκη κ.α. Κρατικοδίαιτος ένας Σπύρος Χατζάρας; Ασφαλώς θα αστειεύεστε, κύριοι, με τις ψευτοκαταγγελίες σας. Σπύρος Χατζάρας και κρατική μισθοδότηση είναι, αναμφίβολα, έννοιες ασύμβατες… Ακόμη, όμως, και αν ισχύουν οι καταγγελίες και ο Σπύρος είναι κρατικός υπάλληλος, ουδεμία αργομισθία υφίσταται. Ασφαλώς θα εργάζεται με αυταπάρνηση, όπως έκανε σε όλη του τη ζωή. Πολλοί αναρωτιούνται κακόβουλα: Καλά, αργόσχολος είναι; Πώς είναι δυνατόν να εργάζεται σκληρά το πρωί στη Γ.Γ. Ενημέρωσης, να ετοιμάζει καθημερινή βραδινή εκπομπή στο BLUE SKY και, από την άλλη, να κάθεται με τις ώρες τα μεσημέρια στη Βαλαωρίτου, ενώ, ταυτοχρόνως, συντηρεί 5-6 blogs; Απλώς, είναι γρήγορος και προκομμένος κύριοι! Αυτή είναι η εξήγηση… Επιπλέον, η δύναμη των σοσιαλιστικών ιδεωδών αποτελεί καύσιμο πολλών οκτανίων, προσφέροντας δύναμη και ζωντάνια στον χαλκέντερο και απροσκύνητο δημοσιογράφο με τα full καραμπογιατισμένα μαλλιά…

/σχετικά άρθρα/
Χάρης Πασβαντίδης: το Πράσινο και το Μαύρο...

Sunday, February 15, 2009

Pat Boone: βάψιμο και περουκίνι σε rock ’n’ roll ρυθμό



Ο γέροντας, πλέον, Pat Boone, 75, αποτελεί έναν ζωντανό θρύλο της αμερικανικής και της παγκόσμιας κουλτούρας (που λέει ο λόγος…). Και ένα τέτοιο καλλιτεχνικό τεμάχιο δεν θα μπορούσε παρά να βγει από τα σπλάχνα της μάνας Αμερικής. Θεωρείται, μέσω των rhythm and blues ασμάτων που ερμήνευσε, ως πρόδρομος του rock and roll, βοηθώντας αυτό το παρεξηγημένο, τότε, είδος μουσικής να γίνει αποδεκτό από τα πλήθη, αν και εμείς τον θεωρούμε περισσότερο έναν μάγο του ελαφρού ρεπερτορίου, που αγγίζει τις ευαίσθητες ψυχές. Κι αυτό γιατί, με την αισθαντική φωνή του, έκανε πολλές καρδιές ερωτευμένων να κτυπούν γοργά και σώματα να ριγούν από έρωτα και πόθο.


Πούλησε δίσκους με το τσουβάλι, αναδεικνυόμενος σε εμπορικό καθαρόαιμο περιωπής. Ο λαός λάτρεψε τον πολυσχιδή καλλιτέχνη (πολυσχιδής, γιατί ο Pat, εξόν από τραγουδιστής, τυγχάνει συγγραφέας αλλά και ηθοποιός, καθώς και τηλεοπτικός και ραδιοφωνικός παραγωγός/σχολιαστής). Κι όταν ο λαός μιλά… Έτσι, τα charts έπιαναν φωτιά. Μεγάλη η δημοφιλία του αν και ποτέ δεν έφτασε σε αποδοχή τον «ανταγωνιστή» Elvis, του οποίου έβλεπε πάντα την πλάτη, αποτελώντας, στη συνείδηση των πολλών, μάλλον μια πιο συντηρητική εκδοχή του. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ο Pat, το «καλό παιδί» της αμερικάνικης μουσικής, συνήθιζε συχνά να εμφανίζεται επί σκηνής πλαισιωμένος από τη σύζυγό και τις κόρες του, οπότε γίνεται εύκολα αντιληπτό για τι τρελό κέφι ομιλούμε…


Η μπογιά του άρχισε να ξεβάφει (μεταφορικώς μιλώντας) και έτσι, στα 70s, ο ανάλαφρος καλλιτέχνης το γύρισε στο gospel, που ταίριαζε και περισσότερο με την οπτική του ήθους και της εντιμότητας που αποτελούσε την πυξίδα της ζωής του. Και πράγματι, μολονότι καλλιτέχνης, ο Pat καθόλου δεν ενέδωσε στις σειρήνες του «τεντυμποϊσμού» και του έκλυτου βίου. Χριστιανός, ηθικολόγος και συντηρητικός, μίλαγε στην καρδιά του μέσου αμερικανού. Δεν τολμούσε ο νέος της εποχής να εξοκείλει λιγάκι από τα «πρέποντα», και να’ σου ο κέρβερος της ηθικής Pat, διά του κηρύγματος, παρών, για να του τραβήξει (νοερώς) το αυτί και να τον βάλει, με το ζόρι, στον ίσιο δρόμο.


Επιπροσθέτως, μπλέκοντας με πάσης φύσεως θρησκευτικά δόγματα και σέκτες (πάντοτε όμως χριστιανικής κατευθύνσεως, οπότε ΟΚ…), ο καλλιτέχνης απέρριπτε κάθε υποψία συμμετοχής σε «ανήθικα», προκλητικά projects, ενώ διέπρεψε στο τηλεοπτικό χριστιανοπρεπές κήρυγμα. Παρουσιαστής και θρησκευτικών εκπομπών, λοιπόν, με λευκό ή πράσινο (παπαγαλί) κοστούμι και λευκά υποδήματα (που τα υπεραγαπούσε), εκήρυττε το λόγο του Θεού για εγκράτεια και ηθική, με περισσή θέρμη και πειστικότητα (κάτι ανάλογα ελπιδοφόρο και ηθικό ζήσαμε κι εμείς, κάποια εποχή, με το αλήστου μνήμης ιδιωτικό κανάλι των ελλήνων τηλε-ευαγγελιστών Hellas 62 του Θανάση Κατσίγιαννη, την ίδια εποχή που διέπρεπαν επίσης το Κ67 του Προέδρου Λεβέντη, καθώς και το κανάλι του Λεωνίδα – απεβίωσε πρόσφατα – ΙΤΑ8, με τις ψησταριές του και τη μούσα του Άννα Μαρώνη…).


Η ευαισθησία του λαοφιλούς καλλιτέχνη σε θέματα ηθικής τάξεως, όμως, καθώς και ο άτεγκτος σε ζητήματα ευπρέπειας χαρακτήρας του καθόλου δεν τον εμπόδισαν να επιτρέψει στον (γνωστό) περιοδικό Hustler, την δεκαετία του ’80, να φωτογραφίσει το… πουλί του! Ντούρος Συντηρητικός a l’ americaine (και όλοι γνωρίζουμε τι σημαίνει αυτό...), ηθικολόγος μέχρι το μεδούλι, προπαγανδίζει την ανάγκη επιστροφής σε πιο ηθικά πρότυπα ζωής. Τα χρόνια πέρασαν, όμως, επικίνδυνα και ο Pat άρχισε να περνά στα αζήτητα… Τότε ήταν που δεν εδείλιασε, με τρόπο τολμηρό και καθάριο, να προσφέρει σπονδή στη γελοιότητα. Το γύρισε στο metal και έτσι τα κοστούμια και τα λαμέ φαρδομάνικα υποκάμισα (σαν αυτά που φορούσε ο Καμπουρίδης, ο Γερολυμάτος και ο Πανταζής τη δεκαετία του ’80) έδωσαν τη θέση τους στο leather outfit, που, κάνοντας contrast με το κρεμασμένο κρέας του Pat, έδινε μια αίσθηση τόλμης, η οποία ουδέποτε έλλειψε από την ψυχή του αδάμαστου και ηθικολόγου καλλιτέχνη.


Αυτή θα μπορούσε να είναι, στυλιστικά, η μεγάλη στιγμή της καριέρας του, εάν δεν ερχόταν μια άλλη επιλογή να σφραγίσει αισθητικά την δημόσια παρουσία του: o Pat, μη αντέχοντας τη λεύκανση των τριχών της κεφαλής, περιποιήθηκε την κόμη του με ένα εκθαμβωτικό κομοδινί. Και όχι μόνον αυτό: απελπισμένος από την απώλεια της τρίχας, παρήγγειλε και ετοποθέτησε επί του κρανίου ένα κομψότατο, συνθετικής υφής, περουκίνι, σε χρωματική σύμπνοια με τις (ελάχιστες) φυσικές κομοδινάτες τρίχες που του απέμειναν. Η μεγάλη του δε στιγμή ήταν όταν, κατά τη διάρκεια της παρουσίας του σε ευτελές σώου, και ενώ προσπαθούσε φιλότιμα να αναψύξει το οπωσδήποτε απαιτητικό κοινό του παίζοντας με ένα… λάσο (!), ο παρηκμασμένος καλλιτέχνης, σε ένα από τα γνωστά απότομα σκέρτσα του, έχασε το περουκίνι του, το οποίο εκτοξεύθηκε, σαν ομελέτα που φεύγει από το τηγάνι επιδειξία ερασιτέχνη μάγειρου, λίγα μέτρα μπροστά… (Το βίντεο του εξευτελισμού)


Ο Pat είχε, για μια εισέτι φορά, ψυχαγωγήσει το κοινό του – και μάλιστα με το παραπάνω (έστω και παρά τη θέλησή του). Το κοινό (τα οπίσθια του οποίου γλείφουν μετά μανίας όλοι αδιακρίτως) επιβεβαίωσε αυτό που ισχύει πάντα, για όποιον έχει μια στάλα γνώσης ψυχολογίας: λατρεύει και χειροκροτεί τα ινδάλματά του, επιθυμώντας, ταυτόχρονα, και να τα κατασπαράξει. Η αέναη «ειδωλοφαγία» του κοινού καταλήγει στον να αντιμετωπίζει χαιρέκακα και με πανηγυρισμούς ρωμαϊκής αρένας την αποτυχία και την παρακμή των ινδαλμάτων του. Ο κεκλασμένος καλλιτέχνης, ατρόμητος από την άτυχη και φαιδρή αυτή εξέλιξη, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, γέλασε αμήχανα («ξινό γέλιο»), κάτι ψέλλισε, σήκωσε το περουκίνι που είχε πέσει καταγής και το επανατοποθέτησε επί της αραιοκατοικημένης κεφαλής, συνεχίζοντας την λυπηρή και αξιοθρήνητη παράσταση… Συνέχισε, το λοιπόν, να προσφέρει χαρά στο κοινό του παρά τη γελοιοποίηση και τον εξευτελισμό, όπως μόνον οι ταγμένοι καλλιτέχνες γνωρίζουν – οι πάντοτε αφωσιωμένοι στη υπηρεσία του κοινού. Και ο Pat Boone, αναμφίβολα, υπήρξε – και παραμένει – ένας από δαύτους, ακόμη και σήμερα με το θλιβερό περουκίνι και το αξιοθρήνητο κομοδινί βαμμένο μαλλί…

Tuesday, February 10, 2009

Γεροντοέρωτες και βαμμένα μαλλιά



«Ο εραστής, είναι γνωστό τοις πάσι, πάσχει από μιαν απροσδιόριστη έλλειψη σοβαρότητας», διαπιστώνει, σοφά, ο Κ. Παπαγιώργης. Πολλώ δε μάλλον, όταν διέρχεται την μέση ηλικία, προσθέτουμε εμείς. Η κρίση της μέσης ηλικίας αποτελεί ένα σταυροδρόμι. Αν πάρεις τη λάθος κατεύθυνση, την έκανες... Ο μεσήλιξ (και πάνω), παθαίνει συχνά κάποιου είδους ηλεκτροσόκ, αρχίζοντας να βλέπει την πραγματικότητα μέσα από παραμορφωτικούς φακούς – τους φακούς της ανασφάλειας που η φθορά συνήθως επιφέρει. Η κρίση της μέσης ηλικίας χτυπά τον άνδρα κατακούτελα και η ανάγκη για επιβεβαίωση θεριεύει. Το κορμί αρχίζει και δίνει δείγματα γραφής: Τα μαλλιά αραιώνουν επικίνδυνα ή παίρνουν οριστικό διαζύγιο από το κρανίο, οι κοιλιές μεγαλώνουν, τα προγούλια και τα κρέατα αρχίζουν και κρέμονται.


Ο γηράσκων αντικρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη και βλέπει κάποιον άλλον. Η μετάλλαξη έχει αρχίσει. Τότε είναι που χάνει την μπάλα, χαμένος στις ατραπούς μιας πορείας που μόνο γελοιοποίηση και καταστροφή μπορεί να επιφέρει. Ξεκινά η περίοδος που ο σιτεμένος, σε κρίση, συνάνθρωπος νεανίζει. Τα παραφερνάλια μιας τέτοιας μετάλλαξης είναι σε όλους γνωστά. Γελοία, νεανικά ενδύματα, υπερβολικά παρφουμαρίσματα, πολυτελή ή σπορ – και μάλιστα decapotable – αυτοκίνητα, μοντέρνα εσώρουχα (αντί για τα μέχρι τότε Υ σλιπ και σώβρακα).


Το μπάνιο βρίσκει συχνά θέση στην καθημερινότητα του βρομύλου μπαμπαλή, ενώ και το ψευδονεανικό λεξιλόγιο επιστρατεύεται με άκρως φαιδρά αποτελέσματα. Το, ούτως ειπείν, γερόντιο, καμένο στον εγκέφαλο από την άρνηση αποδοχής της (φυσικότατης) φθοράς, επιδίδεται σε νεανικού χαρακτήρα σκέρτσα και χυδαίους σεξιστικούς αστεϊσμούς προς το θήλυ. Πόσα και πόσα νέα κορίτσια, σαν τα κρύα τα νερά (τύπου Μάριον ή Ιωάννας), δεν έχουν εμπειραθεί τη γλοιώδη και χυδαία προσέγγιση ενός μορμολυκίου, το οποίο, επιστρατεύοντας νεανική slang και αλαζονικό ύφος που τόση ανασφάλεια δείχνει, επιχειρεί να βάλει την νεαρή πουλάδα στο κοτέτσι για να την ξεπουπουλιάσει. Το ξεμωραμένο γερόντιο νιώθει να κουράζεται με το πέρασμα των ετών. Και δεν αντιλαμβάνεται ότι γι’ αυτό του φταίει κυρίως ο εαυτός του και η αδυναμία προσαρμογής στα δεδομένα της ηλικίας του. «Κάποιος με κουράζει. Νομίζω πως είμαι εγώ» έλεγε ο Dylan Thomas και αυτό ισχύει κατά τεκμήριον στην περίπτωση των ερωτευμένων ραμολιμέντων. Το πεδίο στο οποίο κατ’ εξοχήν δοκιμάζεται η κρίση της ηλικίας είναι, ασφαλώς, το σεξουαλικό. Ο μπαμπαλής κοιτάζει τα όργανά του (εάν μπορεί, λόγω της προτεταμένης μπάκας) και αντικρίζει την Πόλη, μετά την εισβολή του Μωάμεθ του Πορθητή: γκριζόλευκες τρίχες έχουν στήσει τρελό χορό στη βουβωνική χώρα, τα καμπανέλια έχουν κρεμάσει και σταφιδιάσει, το εργαλείο, άλλοτε (ίσως) κραταιό, στητό και ντούρο σαν σιδερόβεργα, τώρα θυμίζει mini λουκάνικο Φρανκφούρτης.


Όσο, όμως, λείπει το σφρίγος, όσο έχει πάει εκδρομή η σωματική ρώμη, τόσο περισσότερο ο γέρο-ξούρας θέλει την επιβεβαίωση. Πολλά τα μέσα υπεραναπλήρωσης (μερικά τα αναφέραμε ήδη): αυτοκίνητα (μεγάλα ή σπορ), μοτοσικλέτες, νεανικά ενδύματα, sneakers, βραχιόλια και κομποσκίνια στους καρπούς, tattoos, σκουλαρίκια, νεανική αργκό - για να καταλήξουμε στις επινοήσεις της κεφαλής.


Τζόκεϊ, ποστίς, περούκες και, πρωτίστως, βαψομαλλίαση – όλα τα τεχνάσματα επιστρατεύονται για να θολώσουν τα νερά. Το μοντέλο του σοβαρού, γοητευτικού γκριζομάλλη δεν μιλά στην ψυχή του ασταθούς και συμπλεγματικού μεσήλικα.


Οι φερετζέδες που μεταλλάσσουν την πραγματικότητα αποτελούν στόχο – βάλσαμο στην ψυχή του ανασφαλούς, ναρκισσευόμενου ραμολιμέντου. Με σπαρταριστά, βέβαια, αποτελέσματα, αφού όλοι βλέπουν την κατάντια, εκτός από τον ίδιο τον ενδιαφερόμενο. "Κάθε τι που έχει σχέση με την ανημπόρια, ό,τι δηλαδή δεν μπορεί να ντύσει την αλαζονεία του ιδεώδους, προσφέρει αφορμές στην κωμωδία", υποστηρίζει ο Κ. Παπαγιώργης και πάλι (Ίμερος και Κλινοπάλη). Ο μεσόκοπος ερωτοχτυπημένος, λοιπόν, χορεύει βαλς με το γελοίο. Και – εννοείται – δεν καταλαβαίνει Χριστό.


Η κρουστή σάρκα (και η, έστω, πρόσκαιρη κτήση της) κάνει τον ξεκούτη να ριγεί. Στα γέρικα σωθικά του κάτι κινείται – το ίδιο (ίσως) και στα τρεμάμενα σκέλια του. Αλλά και μια (πρόσκαιρη έστω) ψυχική πληρότητα έρχεται να ικανοποιήσει τον γηραλέο θλιβερό (και κατά φαντασίαν κοτσονάτο) εραστή του γλυκού νερού. Το αντικείμενο του πόθου είναι, τύποις, η νεαρή θηλυκή ύπαρξη, αλλά ουσία, δια του αντικατοπτρισμού, αντικείμενο του έρωτα για το ανασφαλές γερόντιο καθίσταται, ναρκισσιστικά, ο Εαυτός. Ο γερο-ερωτοχτυπημένος δεν ερωτεύεται την Άλλην, αλλά το γεγονός ότι η Άλλη (η νεαρή Άλλη) τον αποδέχθηκε. Και ο γηραλέος βαψομαλλιάς εκστασιάζεται. Ανδρέας Μικρούτσικος, Δημήτρης Ρίζος, Γιώργος Τράγκας, Γιώργος Καρατζαφέρης, Αλέκος Βέλιος, Πάνος Παναγιωτόπουλος αποτελούν μερικά μόνο ενδεικτικά παραδείγματα του στυλ «τζόβενο-βαψομαλλιάς» α λα ελληνικά. Ο καθείς τους, ως επίδοξος Λάμπρος Κωνσταντάρας, επιχειρεί να αναμετρηθεί με τον χρόνο που περνά, αλλά ματαίως. Παράσημο από την (εκ των προτέρων χαμένη) μάχη, η γελοιοποίηση. Η ανασφάλεια χτυπάει κόκκινο, τα σάλια τρέχουν, οι μασέλες τρίζουν από πόθο, το μαλλί μπογιατίζεται.


Οι ξεμωραμένοι κατά φαντασίαν εραστές είναι πανέτοιμοι – έτσι νομίζουν οι δύστυχοι – για σαφάρι στο πάρκο του έρωτα, προκειμένου να θηρεύσουν κανένα κοκαλάκι. Και η αυτο-γελοιοποίηση κατευθύνεται, πλησίστια, να χτυπήσει τη ροζιασμένη πόρτα του ερωτοχτυπημένου μπάρμπα. Γιατί μπορεί ο κάθε γερο-ξεμωραμένος να κοιτάζει στον καθρέφτη το φτιασιδωμένο του πρόσωπο και τα βαμμένα του μαλλιά και αντί να θρηνεί να αγάλλεται, αλλά οι πατσοκοιλιές, τα ψεύτικα δόντια και τα σκουριασμένα υδραυλικά δείχνουν ότι ο χρόνος είναι αμείλικτος. «Ωραίο πράγμα ο έρωτας. Φτάνει να είναι στην ώρα του. Αλλιώς μοιάζει με ξαναζεσταμένο τσάι», επισημαίνει ο Βασίλης Καραβίτης (Οκνηρίας Εγκώμιον ή Γιατί μας κλαίνε κι οι ρέγγες), αλλά ο αμετροεπής εσχατόγερος, το κατά φαντασίαν τζόβενο, μέσα στην απολαυστική γελοιότητά του, αγρόν αγοράζει, αρνούμενος την συμφιλίωση με τον (αμείλικτο) Χρόνο.

 
«Το χειρότερο πράγμα που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο (και, συγχρόνως, το σπαρακτικότερο, για εκείνους τουλάχιστον που τον νοιάζονται) είναι να τα φέρει έτσι η ζωή ώστε να βρεθεί στα γεράματά του να παίζει τον ρόλο του τζόβενου. Το διαπιστώνουμε συχνά να συμβαίνει, κυρίως με τους γεροντο-έρωτες που εκδηλώνονται τριγύρω, καθώς η κουλτούρα της εποχής επιβάλλει την ψευδαίσθηση ότι η νεότητα επιμηκύνεται», σημειώνει, με την χαρακτηριστική οξυδέρκειά της, η Πανδώρα στο ΒΗΜΑ (31/05/2007).Το χειρότερο πράγμα, όντως. Πόσο μάλλον, όταν, συν τοις άλλοις, συνοδεύεται, δίκην λοφίου, και από τα – αναπόφευκτα – βαμμένα μαλλιά…
 

Tuesday, February 3, 2009

Lord Berners: ο λόρδος που έβαφε το πουλί του…



Τί να πρωτοπεί κανείς για τον Gerald Hugh Tyrwhitt-Wilson, τον γνωστό σε όλους (;) Λόρδο Berners – έναν άνθρωπο που ανήκει στο top ten των προτιμήσεών μας, ανεξαρτήτως ιδιότητος και χρονικής περιόδου. Κατά κυριολεξία, πρόκειται περί Βαρόνου (14th Baron Berners) – έχει, όμως, επικρατήσει ο τίτλος του Λόρδου, αφού έτσι τον γνώριζε ο κοσμάκης και έτσι του απηύθυνε τον λόγο (που λέει ο λόγος…).


Όταν μιλάμε για Λόρδο Berners, ας γίνει σαφές ότι μιλάμε για μια πολυδιάστατη, εκρηκτική προσωπικότητα – για ένα σπάνιο ταμπεραμέντο και έναν μεγάλο βρετανό εκκεντρικό. Ο Λόρδος διέπρεψε σε πολλά επίπεδα: ζωγράφος, συνθέτης όπερας και μπαλέτου (ο Stravinsky έπινε νερό στο όνομά του), συγγραφέας – όλες, σχεδόν, οι τέχνες γνώρισαν την «περιποίηση» του Λόρδου και του χρωστούν πολλά. Η δράση, βέβαια, του Berners ξεκίνησε από τον χώρο της διπλωματίας, αφού, μετά την αποφοίτησή του από το Eton, ο - μετέπειτα - Λόρδος επιθύμησε μιαν επαγγελματική απασχόληση. Ο κλήρος και η διπλωματία ήταν οι μόνες επιλογές της εποχής που ταίριαζαν στην κοινωνική προέλευσή του. Τελικά, επέλεξε τη δεύτερη.


Πολλοί θυμούνται σημεία και τέρατα κατά τη διάρκεια της θητείας του Berners στον χώρο της διπλωματίας, αφού το πλαίσιο δράσης του συγκεκριμένου επαγγέλματος τού φαινόταν περιοριστικό για την σπινθηροβόλα και ασυμβίβαστη ιδιοσυγκρασία του. Διακόνησε, λοιπόν, με μεγάλη φαντασία, το διπλωματικό επάγγελμα/λειτούργημα, το οποίο, φευ, δεν κατόρθωσε να κρατήσει κοντά του για πολύ τον sui generis ευγενή. Κυρίως, γιατί, με σκοπό να αντιμετωπίσει την πλήξη που του γεννούσε η σοβαροφάνεια των διπλωματών, φρόντιζε, για την δική του ευχαρίστηση, να πιτσιλίζει τους ανωτέρους του με… μελάνι.


Οι σπάνιοι αυτοί χαρακτήρες, βεβαίως, στην χώρα μας θα αντιμετωπίζονταν ως αποσυνάγωγοι. Με τη σοβαροφάνεια που επικρατεί στη τιμημένη χώρα της ελιάς, κάθε παρέκκλιση από τις βαρετές, ασφυκτικές νόρμες λογίζεται ως ημι-παράνοια (τουλάχιστον…). Ο Λόρδος, όμως, τα είχε τετρακόσια. Καμία σημασία δεν είχε ότι επεδίδετο σε ουκ ολίγες δραστηριότητες, τουλάχιστον ανεξήγητες για τους πολλούς. Μισάνθρωπος κατά βάσιν, ο Berners προτιμούσε να συναναστρέφεται, αντί για ανθρώπους, μια καμηλοπάρδαλη (το προσωπικό του κατοικίδιο), με την οποίαν απολάμβανε, κάθε απόγευμα, το τσάι του.


Έχοντας τεράστια αδυναμία στα σκυλιά, φρόντιζε να τα στολίζει και να τα ευπρεπίζει φορώντας τους κολάρο (στην κυριολεξία) μια σειρά διαμαντιών (diamond collars). Η αγάπη του, μάλιστα, για τα συμπαθή τετράποδα, σε συνδυασμό με την χωρίς όρια εφευρετικότητά του, τον οδήγησε, κάποτε, στην ευφάνταστη έμπνευση να ρίξει το αγαπημένο σκυλί της μητέρας του από το παράθυρο, σε μια προσπάθεια (όπως δήλωσε αργότερα) να το μάθει να… πετάει (το σκυλί πέταξε τελικά, αλλά εις τους ουρανούς…).


Αυτό δεν ήταν τυχαίο. Ο Λόρδος Berners έδειχνε μεγάλη αδυναμία στην πτητική διαδικασία. Αγαπούσε με πάθος πρωτόγνωρο τα πτηνά – ειδικά δε τα λατρεμένα του περιστέρια. Είχε αμέτρητα στην οικία του στο Faringdon, στην Οξφόρδη. Επειδή, όμως, έπρεπε να είναι συμβατά με την colourful ιδιοσυγκρασία του, αποφάσισε, εκτός από τα δικά του μαλλιά, τα οποία συχνά «φρέσκαρε» με μπογιά, να βάφει και τα πουλιά του (ο τίτλος, λοιπόν, του κειμένου είναι κάπως παραπειστικός, προκειμένου το κείμενο να καταστεί πιο «πιασάρικο»...).


Αμέτρητα περιστέρια (που συχνά κούρνιαζαν και επί της βαμμένης κεφαλής του Λόρδου), βαμμένα σε παλ χρώματα, πετούσαν πάνω από την λόρδικη, πολυτελή, αριστοκρατική οικία, δίνοντας ένα άλλο χρώμα (κυριολεκτικώς) στην καθημερινότητά του (και κάνοντας τους γείτονες να γελούν μέχρι δακρύων).


Ήταν, δε, τόσο φιλόμουσος, ώστε στην vintage, αγαπημένη του Rolls Royce, στη θέση των πίσω καθισμάτων, είχε εγκαταστήσει ένα πραγματικό, λειτουργούν κλειδοκύμβαλο, το οποίο χειριζόταν με ιδιαίτερη επδεξιότητα…


Ο "σύζυγός" του (σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα της Independent, αν δεν κάνουμε λάθος) φαίνεται να είχε δηλώσει ότι ο – μακαρίτης πλέον – Λόρδος υπήρξε ένας υποδειγματικός "σύζυγός", ένας ενδιαφέρων άνθρωπος – με μια διαφορά: κατά δήλωσίν του, ουδέποτε συνευρέθησαν επί της κλίνης (ούτε και οπουδήποτε αλλού, άλλωστε...). Το σεξ δεν υπήρξε στη ζωή του˙ η κλινοπάλη ήταν terra incognita για τον συμπαθή "σύζυγο". Και εδώ σωστός ο Λόρδος. Είχε από ενωρίς αντιληφθεί τον περιττόν, όχι απλώς του έρωτος, αλλά και αυτής ταύτης της ερωτοπραξίας. Δεν σπαταλούσε, λοιπόν, χρόνο και δυνάμεις σε δραστηριότητες σχετιζόμενες με βλέννες και εκκρίσεις. Είχε, όπως δείξαμε, πολύ πιο ενδιαφέρουσες ενασχολήσεις… Όταν αγαπάς μετά πάθους τις τέχνες και όταν είσαι ένας τόσο εφευρετικός άνθρωπος, προτιμάς, ασφαλώς, την καμηλοπάρδαλη ή τη φιλοτέχνηση του πορτρέτου του αγαπημένου σου αλόγου, αφού το έχεις βάλει μέσα στην οικία σου να ποζάρει, από συνευρέσεις στις οποίες αρέσκονται ακόμη και οι λαϊκές τάξεις. Και ο Λόρδος Berners αντιμετώπιζε με συγκατάβαση τις λαϊκές τάξεις…


Οι βαρετοί συνάνθρωποι αποτελούσαν το κόκκινο πανί για τον ιδιόμορφο Λόρδο. Στη Βουλή των Λόρδων δεν πάτησε παρά μία φορά. Έβρισκε τις συνεδριάσεις πληκτικές μέχρι θανάτου. Επιπλέον, είχε δηλώσει σχετικά: "Στη Βουλή παρέστην μόνον μία φορά. Κάποιος επίσκοπος μου έκλεψε την ομπρέλα μου και από τότε δεν ξαναπάτησα...". Όταν ταξίδευε με τρένο, δεν επιθυμούσε την παρουσία άλλων (συμβατικών) ανθρώπων στο κουπέ. Ποθούσε την ησυχία του. Αφού, λοιπόν, οι «καθώς πρέπει» επιβάτες αναπαύονταν στις θέσεις τους, μετά από λίγο αναγκάζονταν, ένας-ένας, να αποχωρήσουν έντρομοι. Ο λόγος; Ο ευφάνταστος και παιγνιώδης Λόρδος έβγαζε από την δερμάτινη καφέ τσάντα του ένα θερμόμετρο και, αφού κατέβαζε τα παντελόνια του, μετρούσε, κάθε πέντε λεπτά, τη θερμοκρασία του πρωκτικώς. Αυτός ήταν ο ευπατρίδης Gerald Hugh Tyrwhitt-Wilson – ο ξακουστός (και αγαπητός σε όλους) Lord Berners