Saturday, February 20, 2016

Αριστείδης Μπαλτάς: «Να μου προσέχετε τη Βαγγελιώ!»



Η εξουσία δεν σκληραίνει, όπως λένε, τον άνθρωπο σ’ όλες τις περιπτώσεις. Αντίθετα, κάποιες φορές φαίνεται και να τον μαλακώνει. Σίγουρα, πάντως, κάτι τέτοιο συμβαίνει με την περίπτωση του Αριστείδη Μπαλτά – όσο κι αν τα φαινόμενα (εξ επόψεως εμφανίσεως του ανδρός) απατούν. «Θέλω να μου προσέχετε τη Βαγγελιώ!» λέει, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί, από τότε που αναμείχτηκε με την πολιτική κι απόχτησε εξουσία, ο Αριστείδης – ο διανοούμενος, ο πολιτικός, ο άνθρωπος. Και κάνει ό,τι περνά απ’ το χέρι του για να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος. Βάνοντας κάτω από τις (γέρικες) φτερούγες του την περί ης και πιέζοντας, πιέζοντας δυνατά, μιας κι ο λόγος του (parole – όχι discours) αξιώνει να εισακούεται. «Έχει εκτιμήσει τα προσόντα της ο Αριστείδης! Και δεν φείδεται προσπαθειών για την προώθησή της!» υπογραμμίζει ο συνομιλητής μας. «Ο Μπαλτάς, να ξέρεις, είναι πολύ αυστηρός στα θέματα επιστημονικής επάρκειας – ένας επαρκέστατος επιστήμονας ο ίδιος. Κι η Βαγγελιώ, που να πάρει, είναι μια εξαιρετικά κατηρτισμένη επιστημόνισσα» συμπληρώνει.


«Ποια η ειδικότητά της, μωρέ συνάνθρωπε; Μήπως είναι καμιά φιλοσόφισσα; Ίσως καμιά κοινωνιολόγα; Μήπως άραγε καμιά στοχάστρια;» ρωτούμε, έχοντας κατά νου τα υψηλόφρονα ενδιαφέροντα του Αριστείδη. «Όχι, τίποτε από τούτα τα μεγαλόπνοα. Πρόκειται για μια απλή, αλλά θαυμάσια μαία. Που ξέρει όσο λίγες την επιστήμη της μαιευτικής!» έρχεται η απάντηση. Πράγμα που δείχνει έμπρακτα, ότι ο Μπαλτάς ο Αριστείδης ό,τι διακηρύσσει το εφαρμόζει κιόλας. Αποδείχνοντας ότι είναι δημοκρατικός πέρα για πέρα – όχι μονάχα στη θεωρία μα και στην πράξη. Αφού δεν κοιτά αφ’ υψηλού τις επιστημονικές ιδιότητες κι ανοίγει τις αγκάλες του σε όλες τις επαγγελματικές ενασχολήσεις, χωρίς σνομπίστικες απορρίψεις. Αρκεί, βέβαια, να πληρούται το κριτήριο της αξιοκρατίας· το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση πληρούται δυνατά. Πέραν του ότι η υιοθέτηση αυτή δεικνύει και μιαν ακραία ανιδιοτέλεια να υπάρχει στον Μπαλτάδικο λόγο (discours – όχι parole), καθαρά αριστερού χαρακτήρα, αφού ο διανοούμενος / πολιτικός μπορεί και βοηθά χωρίς να αξιώνει ανταλλάγματα – κι αυτό πρέπει να του πιστωθεί. 


Μαία, λοιπόν. Άλλωστε, έχει πάθος με τη γέννα ο Αριστείδης. Η σημασία που αποδίδει στο γεγονός της γέννας είναι παροιμιώδης. Πρώτον, γιατί κι ο ίδιος γεννήθηκε κάποτε (στο πολύ μακρινό παρελθόν) – κι αυτό δεν το ξεχνά. Και δεύτερον, γιατί (μπαίνοντας στα χωράφια της κοσμολογίας) ιδιαίτατη σημασία στη γέννηση, και μάλιστα στη γέννηση του κόσμου, αποδίδει και το ίνδαλμα του Αριστείδη, ο ντεκονστρουξιονιστής Derrida· όταν, λ.χ., στο μνημειώδες σύγγραμμά του Πλάτωνος Φαρμακεία αναφέρει ότι «ο κόσμος γεννήθηκε από ένα αυγό. Αλλά καθώς ο Άμμων Ρα είναι η προέλευση του παντός, είναι επίσης και η προέλευση του αυγού»!


Γέννα και μαιευτική. Μαία και Μπαλτάς. Σπρώχνει, λοιπόν, τη Βαγγελιώ τη μαία ο Αριστείδης – και την σπρώχνει όσο και όπως μπορεί. Την βοηθά, την προωθεί – με νύχια και με δόντια. Στη βάση, βέβαια, μιας απεριόριστης αξιοκρατίας. Και δεδομένης της ανιδιοτέλειας. Με όλα τούτα, κι άλλα ακόμα, να καταδεικνύουν πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ακόμη και οι ίσως κάπως δυσειδείς, σαν τον Αριστείδη τον Μπαλτά, την ομορφιά και τη γλυκύτητα που τους λείπει στην εμφάνιση μπορούν να τις αναπληρώνουν με πολλήν ομορφιά στην ψυχή και ανυστερόβουλη προσφορά.

Saturday, February 13, 2016

Ο θηρευτής



Μέσα στο δάσος το πυκνό, στη μουντάδα του λυκαυγούς, με το ψιλόβροχο να ραπίζει τις πλάτες και τα πρόσωπα των κυνηγών και με τους σάκους αδειανούς από θηράματα, ακούστηκε θόρυβος όπισθεν της συστάδας δένδρων. Ο σκύλος αλυχτούσε με μανία. Και φερμάριζε. «Κόντε μου, σάματις να ’ναι κάνα ορτύκι! Μπορεί και λαγός…» είπε ο Χριστόφορος. Πράγμα που έκαμε τον κόντε Δετζώρτζη να φέρει ενστικτωδώς το κοντάκι στον ώμο και να ζυγώσει σκυφτός, έτοιμος να τη μπουμπουνίσει με το τυφέκι του ο θηρευτής. Οπίσω από τις φυλλωσιές ακούστηκε βηματισμός και μέριασμα κλαδιών. Ξεπρόβαλε ο Κωσταντής, ο κάλφας, ο αναδεξιμιός του γερο-Κροντηρά.

Monday, February 1, 2016

Ο έρωτας της Ράνιας Τζίμα ακούει στο όνομα Δημήτρης Τάκης!



Πραγματική μπόμπα έσκασε στ’ αυτιά μας με νέα τρίτης εθνικής (που πάντα μας θέλγουν): «Μην ακούς τι λένε δεξιά κι αριστερά. Η ρεπόρτερ του MEGA, Ράνια Τζίμα, είναι ερωτευμένη με τον συνάδελφό της, Δημήτρη Τάκη!» «Μα ο Τάκης θα μπορέσει με μια γυναίκα....» επιχειρήσαμε, πέρα για πέρα ενστικτώδικα, να προβάλωμε μιαν ένσταση· που, ωστόσο, απορρίφθηκε μεμιάς. «Μα ο Τάκης θα μπορέσει με μια γυναίκα...», επιμείναμε, «... πολυάσχολη σαν την Ράνια, να φκιάσει σχέση; Αφού όλοι ξέρουμε ότι εργάζεται κι ο ίδιος σκληρά. Μέρα και νύχτα στον δρόμο, μ’ ένα μικρόφωνο στο χέρι, για το μεροκάματο. Θα τα καταφέρει να δημιουργήσει, αλλά και να διατηρήσει, μια οικογένεια, ένα σπιτικό;» ολοκληρώσαμε την ένστασή μας. «Ναι, σίγουρα θα τα καταφέρει!» δηλώνει ορθά-κοφτά ο συνομιλητής μας. «Επιπλέον, δεν λένε ότι η συγκεκριμένη ρεπόρτερ τα έχει μ’ αυτόν με το καρότο;» ρωτούμε ξανά με έκπληξη. «Σε βεβαιώνω ότι αυτός που κάνει την καρδιά της Ράνιας να σκιρτά είναι μονάχα ο Δημήτρης Τάκης!» έρχεται η οριστική, όσο και αποστομωτική, απάντηση.


Έκπληξη, και μάλιστα ευχάριστη, μας προκάλεσε η πληροφορία. Τη θέση της αρχικής έκπληξης, ωστόσο, επήρε γλήγορα η ανακούφιση. Ήταν καιρός να υπάρξει, επιτέλους, μια γυναίκα στη ζωή του Δημήτρη – το σωστό να λέγεται. Ποτέ δεν τον έχουμε δει να ρομαντζάρει με μια γυναίκα. Τόσα χρόνια αφιέρωσης στη δουλειά, τόσος καιρός αδιάλειπτης αφοσίωσης στην υπόθεση που ονομάζεται Ανεξάρτητη Ενημέρωση, πού να βρεθεί χρόνος για τον ποδόγυρο… Τον έχει ρέψει η δουλειά τον Τάκη – αυτή είν’ η αλήθεια. «Έχεις δίκιο» δείχνει να συμφωνεί ο συνομιλητής μας. «Δουλειά πρωί-βράδυ αυτός ο ρεπόρτερ. Φιλόδοξος και εργασιομανής μέχρις εκεί που δεν παίρνει. Η μόνη πολυτέλεια που επιτρέπει πλέον στον εαυτό του είναι το καλό ντύσιμο». «Καλό; Σίγουρα; Μήπως είναι κάπως loud;» αντιτείνουμε διστακτικά. «Αμφιβάλλεις ότι ντύνεται καλά ο Δημήτρης;» έρχεται ο (θυμωμένος) αντίλογος υπό μορφήν ερωτήσεως. Προς θεού, ντύνεται καλά ο Τάκης – αλίμονο. Αλλά μήπως ο τρόπος ενδυμασίας του είναι κάπως υπερβολικός; Λιγάκι αναντίστοιχος με το πραγματικά κομψό ντύσιμο, αν και σύμφωνος με τα Ελληνικά δεδομένα (που, ακριβώς επειδή είναι Ελληνικά, μπορούμε να τα λέμε και «δεδόμενα»); To flamboyant ντύσιμο του Τάκη, βέβαια, ίσως και να οφείλεται στο γεγονός της καταγωγής του από τα Τρίκαλα. Κι αυτή η μάκα, ομολογουμένως, είναι λιγάκι δύσκολο να ξεπλυθεί μια και καλή. Θέλει σίγουρα τον χρόνο της. Πιστεύουμε, όμως, ότι δεν είμαι μακριά η ώρα που θα μάθει το πραγματικά κομψό ντύσιμο ο Τάκης Δημήτρης, το οποίο, άλλωστε, τόσο δείχνει να τον κεντρίζει. Που θα το μάθει σε βάθος. Που θα εξοικειωθεί με το πραγματικό στυλ, τη διακριτική κομψότητα, το απέριττο understatement. Παίρνοντας οριστικό διαζύγιο από τον κόσμο της εκβιασμένης κομψότητας, της κατά γράμμα φιγουρινιακής μίμησης, της επαρχιώτικης υπερβολής.  


Πίσω στον έρωτα, όμως: «Κι ο Τάκης τι λέει; Δείχνει να ανταποκρίνεται στα ευγενή αισθήματα της καλής συναδέλφου του;» ρωτούμε με αγωνία. «Σ’ αυτό κανείς δεν μπορεί να τοποθετηθεί με βεβαιότητα. Μέχρι στιγμής ο Δημήτρης δεν έχει ανοίξει τα χαρτιά του…» μας απαντούν. «Μακάρι, πάντως, να εύρει τον χρειαζούμενο χρόνο και να οικοδομήσει με τη συνάδελφό του μια καλή, λειτουργική σχέση. Φοβούμαι μονάχα μήπως οι συνθήκες είναι δυσμενείς, λόγω της πιεστικής επικαιρότητας, και, ακόμη κι αν προχωρήσουν σε δεσμό, η σχέση αυτή δεν θα μπορέσει να στεριώσει τούτη την ώρα. Αν και τα παιδιά είναι νέα, έχουν ακόμη χρόνο μπροστά τους…» σχολιάζουμε με πλεονάζον, όσο και απροσποίητο, ενδιαφέρον. ««Κι όμως, μη τονε βλέπεις έτσι τον Δημήτρη, που ’ναι babyface – κοντεύει τα πενήντα πια» έρχεται η ανταπάντηση. «Αποκλείεται! Αφού δεν έχει ούτε μια άσπρη τρίχα στο κεφάλι!» σχολιάζουμε με έκπληξη. «Είναι το DNA του φαίνεται…» μας δίνεται η διαφωτιστική απόκριση. «Ορισμένοι άνδρες, παρότι μεγαλούτσικοι, έχουν κατάμαυρα μαλλιά, όπως για παράδειγμα ο παπα- Φιλόθεος Φάρος ή ο Λαφαζάνης» διευκρινίζει ο συνομιλητής μας. «Αν είναι έτσι…» κλείνουμε το θέμα μια και καλή, απομακρύνοντας περίεργες σκέψεις σχετικά με τα πιθανά αίτια για το κατάμαυρο κεφάλι του ρεπόρτερ. Φέρνοντας στο μυαλό μας τον κομψό άνδρα με τα ρωμαλέα, θαλερά, σφύζοντα από υγεία μαύρα μαλλιά· τα αψεγάδιαστα κατάμαυρα μαλλιά που παραπέμπουν στα υψηλότερα κλιμάκια του δανδισμού. «Δανδής από τα Τρίκαλα;» θα ρωτούσε κανείς. Κι όμως, η αγροτοποιμενική ετούτη πόλη της Ελληνικής επαρχίας φαίνεται πως διατηρεί μιαν υπόγεια, παράδοξη σύνδεση με το καλό, το απαιτητικό ντύσιμο, όπως άλλωστε δηλοί και η ίδρυση, το πάλαι ποτέ, του περίφημου καταστήματος νεωτερισμών Σαράφης, το οποίο προφανώς και δεν θα ιδρύετο, εάν δεν υπήρχε στη θεσσαλική πόλη απαιτητική πελατεία πεινώσα για κομψότητα και διψώσα για κοκεταρία.


Πώς αντέδρασε ο Τάκης Δημήτρης σαν έμαθε το ενδιαφέρον της συναδέλφου του δεν γνωρίζουμε ακόμα. Η λογική, πάντως, λέει πως μόνο ευμενώς μπορεί να έγινε δεκτό ένα τέτοιο χαρμόσυνο χαμπέρι. Αλλά κι η Ράνια, εφόσον η σχέση περάσει από την επιθυμία στην πραγματικότητα, θα αποδειχθεί τυχερή. Καθώς, αν όλα πάνε καλά, θα πάρει άνδρα με προσόντα. Γιατί είναι ντελικάτο παιδί ο Δημήτρης. Κομψός. Μπρουμελικός. Σε σημείο που να τον συνοδεύουν κακόβουλες φήμες και δηλητηριώδη υπονοούμενα μόνο και μόνο επειδή, διάολε, έχει υποπέσει στο αμάρτημα τού να είναι κομψός. Επειδή μοιάζει να προσέχει πολύ την εμφάνισή του – κάποιοι λένε ίσως και κάπως υπερβολικά για άνδρα. Λες και δεν είναι ταυτόχρονα ρεπόρτερ ολκής. Ανεξάρτητος. Με χιλιόμετρα πολλά στο δημοσιογραφικό πεζοδρόμιο, έχοντας προσφάτως ζευγαρώσει επαγγελματικά με τον μεγάλο της δημοσιογραφίας μας, Ιορδάνη Χασαπόπουλο. Σίγουρα όχι πρωτότυπος, με λόγο και σκέψη γιομάτα κοινοτοπία. Κι αυτό, όμως, το πράττει στο πλαίσιο του καθήκοντος· για να μιλά τη γλώσσα του κόσμου και να τον βοηθά να απορροφά όλες τις πληροφορίες. «Δεν είναι, όμως, απλός ρεπόρτερ. Δεν είναι ένας σκέτος καταγραφέας. Έχει και πολιτική άποψη!» αναφέρει ο συνομιλητής μας. «Έχει άποψη για τα πολιτικά κι ο Δημήτρης ο Τάκης; Μα αυτό είναι θαυμάσιο!» σχολιάζουμε αυθόρμητα. Πολλαπλώς τυχερή, λοιπόν, η δεσποινίς Τζίμα (ή «η δεσποινίς Ράνια», αν θέλουμε να μιλήσουμε σωστά Ελληνικά). Αλλά κι ο ίδιος ο Δημητράκης θα πρέπει να θεωρείται τυχερός. Αφού μαθαίνουμε ότι κάμποσοι λιμπίζονται τη φιλόδοξη ρεπόρτερ και επιθυμούν να την «κανονίσουν». Κι όμως, εκείνη δείχνει απόλυτα αφοσιωμένη στον κομψό συνάδελφό της.


Εξάλλου, οι δυο ρεπόρτερ ταιριάζουν. Αφού τους συνδέει η αλληλοκατανόηση, δεδομένου ότι κι οι δυο τους, ως εργάτες (ή, για να ακριβολογούμε, ως εργατάκια) της Ενημέρωσης, ξεροσταλιάζουν μέρα-νύχτα στο πεζοδρόμιο. Είναι, επιπλέον, καλοί, συνεπείς νεοδημοκράτες. Αλλά και εξαιρετικά φιλόδοξοι. Ένα ακόμη στοιχείο που τους ενώνει είναι ότι κι οι δυο τους διακονούν την ανεξάρτητη δημοσιογραφία, χωρίς εκπτώσεις. Έχουν, ωστόσο, και τις διαφορές τους. Η Ράνια είναι πιο parochial. Ο Τάκης, αντίθετα, έχει πιο ανοιχτούς ορίζοντες και μεταρρυθμιστικό οίστρο, ένας Ευρωπαίος – απ’ τα Τρίκαλα μεν, αλλά σίγουρα Ευρωπαίος. Υπάρχουν, βέβαια, κι άλλες (μικρο)διαφορές. Στη Ράνια αρέσουν τα ζεστά ταβερνάκια· στον Τάκη τα κομψά, κοσμοπολίτικα μπιστρουδάκια. Η Ράνια ορέγεται την ελληνική μουσική· ο Τάκης λατρεύει το μπαλέτο. Η Ράνια, πάνω στο θέμα του περίφημου συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ομοφύλων (ή «ομοφυλοφίλων», όπως λένε κάποιοι) διατηρεί κάποιες επιφυλάξεις· ο Τάκης, αντιθέτως, τάσσεται αναφανδόν υπέρ, με δυναμισμό θα λέγαμε, ως άνθρωπος πιο ανοιχτός κι ανεκτικός – ως κοσμοπολίτης φιλελεύθερος Ευρωπαίος.


Ταιριάζει η Ράνια τουΤάκη; Να ένα κρίσιμο ερώτημα. Σίγουρα, λέμε εμείς. Να δούμε, όμως, τι έχει να πει και η Λιάνα Κανέλλη, ο μέντοράς του, που τον έβγαλε στο κλαρί και πάντα του παραστέκεται, αφού τους συνδέουν πολλά και ταιριάζουν σε πολλά. «Κι άμα τους συνδέουν πολλά και ταιριάζουν σε πολλά, γιατί δεν παντρεύεται την Λιάνα αντί για τη Ράνια; Αφού, μάλιστα, είναι κι οι δυο τους ανύπαντροι και, πάνω-κάτω, στην ίδια ηλικία;» θα ρώταγε κανείς. Ο Τάκης, όμως, χρειάζεται στο πλάι του μια καταφανώς νεότερή του γυναίκα, να του παραστέκεται, να έχει πλεόνασμα ενέργειας, να του χαρίζει δύναμη και ζωή. Γιατί μετά τα πενήντα ο άνδρας κάμπτεται από δυνάμεις. Και χρειάζεται η ζωοδότρα παρουσία μιας πολύ νεότερής του γυναίκας, συνοδοιπόρος στα κακοτράχαλα μονοπάτια της ζωής, πάντα σιμά του, να του κρατά σφιχτά το χέρι.


Ναι, λοιπόν, είναι σε ηλικία γάμου ο Τάκης. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι καθυστέρησε κιόλας. Ευτυχώς, είναι ακόμη σε θέση να κάμει (πολλά και καλά) παιδιά. Ας το πράξει λοιπόν το συντομότερο δυνατόν. Κι ας μην αφήνει επιπόλαια τον χρόνο να περνά. Η νύφη υπάρχει. Πιστεύουμε κι η θέληση. Ίσως περισσότερη αποφασιστικότητα είναι αυτό που χρειάζεται τούτη την ώρα. Καθώς και μια φρονιμότερη διευθέτηση του χρόνου, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις της Ενημέρωσης είναι πολλές. Το μόνο που μένει είναι να σκίσει τον αέρα μ’ ένα στεντόρειο tally-ho!, εφορμώντας προς την αγκαλιά της συναδέλφου του, κι ας αφήσει τον θεό Έρωτα να κάμει τα υπόλοιπα. Η δεσποινίς Ράνια είναι σίγουρα μια σώφρων επιλογή. Ας κάμει ο Δημήτρης το μεγάλο βήμα. Κι ας δοκιμάσει τον γάμο ως αντιστοιξιακό αποκούμπι απέναντι στις πιέσεις της δημοσιογραφίας. Ο Τάκης έχει δοθεί, χρόνια τώρα, ψυχή τε και σώματι στην Ενημέρωση, την απαιτητική ετούτη ερωμένη με τα δικά της νάζια και καπρίτσια. Καιρός, λοιπόν, έστω και τώρα, στο κατώφλι των πενήντα, να δοκιμάσει τις ερωτικές καντρίλιες και με μια πραγματική ερωμένη, με σάρκα και οστά.

 

Ντιλετάντικη παρουσία ο πάντα γλυκύς και χαρωπός Δημήτρης, αν και δουλεύει σκληρά. Κι αυτό θέλει περίσσευμα ταλέντου για να γίνει κατορθωτό. Mας θυμίζει (προς θεού, εξ αυτής της επόψεως και μόνο) τον μακαρίτη Μανώλη Λαμπίδη, τον ντελικάτο εστέτ κοσμικογράφο του ΒΗΜΑτος (την εποχή της ακμής, προτού καταντήσει η εφημερίδα έτσι όπως κατάντησε), τον οποίον μάλιστα, όταν κάναμε, ως φιλοπερίεργοι γυμνασιόπαιδες, τα πρώτα μας βήματα εξοικείωσης με τον συναρπαστικό κόσμο του πορνικού θεάματος, πετυχαίναμε ενίοτε στις σποραδικές επισκέψεις μας στα πορνοσινεμά της Αθήνας, ειδικώτερον δε στο κλειστοφοβικό Ομόνοια (στα οπίσθια του σημερινού Χόντου), το οποίο και φαίνεται να προτιμούσε. Αλλά κι η Ράνια δεν πάει πίσω σε ντιλεταντισμό, μολονότι και αυτή ξεθεώνεται στη δουλειά. Μακάρι, λοιπόν, τα παιδιά, έτσι ταιριαστά που ’ναι, να προχωρήσουν στη σχέση τους, να έλθουν εις γάμου κοινωνία και να τεκνοποιήσουν κιόλας – και μάλιστα στα γρήγορα, αφού δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο (τουλάχιστον από την πλευρά του Τάκη). Αυτό, άλλωστε, προβλέπει μάλλον κι η τελεολογία τους. Ας κάνουμε, λοιπόν, μιαν ευχή (με ηχητική υπόκρουση, αναπόφευκτα, το Mad about the Boy του ανυπέρβλητου Noel Coward): Άγιε Βασίλη, κάμε το θαύμα σου! Φέρε στεφάνι και πολλά παιδιά στο ζευγάρι! Γιατί μπορεί κανείς να σκεφτεί καλύτερη προσδοκία για το νέο έτος; Μπορεί κανείς να φανταστεί καλύτερη ευχή για έναν άνδρα εξόν από το ν’ αποχτήσει σύζυγο και παιδιά;

/σχετικά άρθρα/
Δημήτρης Τάκης: Να γιατί δεν παντρεύομαι! 
Δημήτρης Τάκης: «Μ’ αρέσει ο Κυριάκος!»