Friday, December 25, 2015

Τα Χριστούγεννα του Θωμά



Μονάχος του θα πέρναγε την άγια τούτη μέρα των Χριστουγέννων ο αγωνιστής Θωμάς. Μα το ’χε συνηθίσει πια. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγε. Άλλωστε, η κοινωνικότητα ποτέ δεν ήταν το φόρτε του. Μονάχος του επέρναγε σχεδόν όλες τις γιορτές τα τελευταία χρόνια. Σαν τον «μοναχικό πολυπράγμονα». Αφού φίλους και συγγενείς δεν είχε. Ούτε και οικογένεια. Μονάχα συντρόφους είχε. Αφού είχε σφυρηλατήσει αγωνιστικές σχέσεις, χρόνια τώρα, στο αμόνι των κοινωνικοπολιτικών αγώνων. Αλλά οι συναγωνιστές είχαν τις δικές τους οικογενειακές υποχρεώσεις. Και δεν μπορούσαν να κάμουν Χριστούγεννα με τον Θωμά. Κι ας τους έλεγε εξακολουθητικά «ελάτε μωρέ συναγωνιστές να στήσουμε ένα χριστουγεννιάτικο γλέντι!» – τίποτε αυτοί. Άλλωστε, τώρα πια είχε απομακρυνθεί κι από δαύτους, μετά τη σύνθλιψη των ονείρων του παλιού τού χρόνου· πάνω στα θρύψαλα των θρυμματισμένων  προσδοκιών της κοινωνικοπολιτικής ανατροπής. Μόνος του, λοιπόν, θα ’κανε και φέτο Χριστούγεννα ο Θωμάς. Δεν του κακοφαινόταν όμως. Ή τουλάχιστον έτσι έλεγε. Πολλά χρόνια είχε να κάνει γιορτές με άλλον άνθρωπο. Από τότε που ’χασε τη μάνα του. Ούτε το τηλέφωνο χτυπούσε. Να βρεθεί ένας άνθρωπος, ένας παλιός συναγωνιστής, να του ευχηθεί. Ή, ακόμη καλύτερα, και να του απευθύνει πρόσκληση – έστω μια πρόσκληση της τελευταίας στιγμής. Δεν θ’ άφηνε, όμως, τη μοναξιά να του ρίξει το ηθικό· να τονε καταβάλει. Γιορτάρες μέρες, κι έπρεπε να γιορτάσει λιγάκι κι αυτός. Έστω εκ των ενόντων. Έστω και μόνος. Δέντρο είχε στολίσει ο Θωμάς. Το ίδιο κι απαράλλαχτο δέντρο, ύψος ένα και δέκα, που στόλιζε χρόνια τώρα. Το μόνο που έμενε ήταν να φάει χριστουγεννιάτικα. Να κρεοφαγήσει. Και παρακάθισε σε γεύμα για έναν. Έφκιασε, λοιπόν, δυο μπιφτέκια – απ’ τα μεγάλα. Και μια μεγάλη τοματοσαλάτα με φέτα και κρεμμύδι – θεέ μου, πόση μεγάλη ήτανε! Έφαγε και ψωμί. Χωριάτικο. Μισό καρβέλι. Και ήπιε κι ενάμισο κιλό κρασί. Γιοματάρι. Απ’ τα Μεσόγεια. Κι αφού απόφαγε, έριξε κι έναν ύπνο. Τρικούβερτο. Καλά ήτανε. Του χρόνου, μπορεί και να πέρναγε κι ακόμα καλύτερα Χριστούγεννα. Με παρέα. Παρέα καλή. Μακάρι. Γιατί η ελπίδα, όπως λέει κι ο λαός μας, πεθαίνει πάντα τελευταία. Γιατί το δικαίωμα του Θωμά να ελπίζει, κανένας πούστης, κανένας φασίστας, δεν μπορούσε να του το στερήσει.

/σχετικά άρθρα/
Η Πρωτοχρονιά του Θωμά

Tuesday, December 22, 2015

Gary Glitter: ροκ, ανορθόδοξος έρωτας και περούκα



Οι ήχοι της ροκ μουσικής ηχούν εκκωφαντικά, συνάμα δε κι ευχάριστα, στα αυτιά όλων μας όταν μιλούμε για τον Gary Glitter. Έναν καλλιτέχνη που άφησε δυνατό στίγμα στον χώρο της δυναμικής μουσικής· της μουσικής που ’ρθε για ν’ αλλάξει τον κόσμο!


Το πολυχρόνιο κυνηγητό και η τελική καταδίκη (και μάλιστα βαριά) του καλλιτέχνη Glitter για το αδίκημα της παιδοφιλίας εγείρει ερωτήματα – ερωτήματα εύλογα και πιεστικά, πέρα από κάθε αμφιβολία: Μπορεί, ελαφρά τη καρδία, για κάποια ερωτικά ζητήματα, να καταδικάζεται ένας άνθρωπος / καλλιτέχνης τη στιγμή που έχει προσφέρει στην τέχνη τόσα πολλά; Μήπως είναι επιβεβλημένο, λόγω της αξιοπρόσεκτης προσφοράς του στην καλλιτεχνία, ακόμη κι αν μπαίνουν στη μέση ορισμένα ηθικά παραπτώματα, να γίνεται κάποιο σκόντο; Να είμαστε ίσως λιγάκι μπόσικοι, βρε αδερφέ, σε κάποιες «ηθικές» ερωτοκεντρικές παρεκτροπές; Ερωτήματα καίρια, που ζητούν επιτακτικά απαντήσεις. Απαντήσεις προσεκτικές, καλά επεξεργασμένες και συνετές, κι όχι διακρινόμενες από την τσαπατσουλιά του αυθορμητισμού και της ευκολίας.


Ταπεινής καταγωγής ο Gary. Ένας εξώγαμος με μητέρα καθαρίστρια και αγνώστου πατρός. Πολύ τον ταλαιπώρησε στην παιδική του ηλικία ετούτος ο πέρα για πέρα άσκημος συνδυασμός. Αλλά τονε βοήθησε κιόλας. Γιατί του χάρισε τη δύναμη, την απολύτως χρειαζούμενη, για να βάλει έναν στόχο και να τον κυνηγήσει μέχρι τέλους. Τα κοινωνικά «πλέγματα» (© Σαράντος Καργάκος) βρήκε τη δύναμη και τα μετέτρεψε με δημιουργικό τρόπο σε μιαν ορμή άνευ προηγουμένου για κοινωνική καταξίωση και προκοπή. Σ’ ένα «θα σας δείξω ποιος είμαι εγώ ρε». Και –όπως, άλλωστε, συμβαίνει σχεδόν πάντοτε σ’ αυτές τις περιπτώσεις– τα κατάφερε!


Μικρά, τοπικά κλαμπ ήσαν τα βένιου στα οποία πρωτοπαρουσίασε το ταλέντο του, γύρω στα δεκαπέντε του. Παίζοντας στην αρχή όμορφες μπαλάντες που μπορούσαν να συγκινούν. Καθώς, όμως, μεγάλωνε, θέριευε μέσα του η δύναμη της αλλαγής, κι έτσι, περίπου αυτονόητα, επέρασε στη ροκ – στο μουσικό αυτό είδος το ριζοσπαστικό, το ταυτισμένο με τη διάθεση για κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές!


Πώς, όμως, το σημαντικότατο αυτό ροκ πακέτο μπορούσε να υπηρετηθεί συνοδεία αλωπεκίας; Αυτό αναρωτήθηκε ο Glitter, βλέποντας τα μαλλιά του να αποχωρίζονται το κρανίο του ταχύτατα, ήδη προτού συμπληρώσει καν τα δεκαοχτώ! Ήξερε πως δεν μπορούσε να είναι ένας σωστός, ένας υποδειγματικός ρόκερ διαθέτοντας μια λαμπερή φαλάκρα. «Κι ο Γιάννης Ζουγανέλης; Ο Λάκης Παπαδόπουλος με τα ψηλά ρεβέρ; Ο Τζώνυ Βαβούρας;» θα ρωτήσει αντιπαραθετικά ο Έλληνας παντογνώστης. «Όλοι ετούτοι πώς μπορούν να είναι και φαλακροί και ρόκερ ολκής;» θα αναρωτηθεί εξυπνακίστικα. Λησμονώντας ότι εδώ είναι Ελλάδα που, επειδή όλα σ’ αυτόν τον τόπο γεννήθηκαν, διακρινόμαστε κι από ’να πνεύμα ευρυχωρίας. Εκεί, όμως, είναι Αγγλία, στενά μυαλά, με μιαν αντίληψη της ροκ άκρως περιοριστική. Οι εποχές, με άλλα λόγια, δεν επέτρεπαν τον συνδυασμό φαλάκρας και ροκ. Κι έτσι, με βαριά καρδιά, ο αποφασιστικός Glitter αποφάσισε να προχωρήσει στη λύση της περούκας.


Αρκετοί, φίλοι και συνεργάτες, παρατήρησαν την αλλαγή επί της κεφαλής του καλλιτέχνη. Μια αλλαγή που, με τα χρόνια, γινόταν ολονέν και πιο εμφανής, αφού οι περούκες γίνονταν ολονέν και πιο εντυπωσιακές. Κάποιοι τις είπαν και κακόγουστες. Όμως, κανείς δεν ξεστόμισε κακό λόγο για τον καλλιτέχνη Glitter. Γιατί ουδείς επιθύμησε να τον κακοκαρδίσει. Στο κάτω-κάτω, ήτανε ρόκ. Κι οι ροκ (ας μην το ξεχνούμε ποτέ αυτό) δεν σηκώνουν εύκολα τα πολλά-πολλά και τις αντιρρήσεις…


«Ήταν πολλά ροκ ο Gary!» μας αποκάλυψε κάποτε ένας (ενοχλητικός, απ’ αυτούς που κάθονται για λίγο στο τραπέζι του πελάτη και δεν λένε να ξεκολλήσουν) κύπριος εστιάτωρ που επιχειρεί στην Αγγλία, κι ο οποίος είχε παρακολουθήσει με ζήλο στα νιάτα του τη σχετική μουσική σκηνή της Βρετανίας. «Ρόκερ δυνατός, αλλά και περφόρμερ να σε φυλάει ο θεός! Πίστεψέ με, τον είχα δει πολλές φορές. Ήταν σημαντικός. Πολλά σημαντικός!». Και ομολογουμένως, έτσι είχαν τα πράγματα. Επρόκειτο αναμφίβολα για έναν ρόκερ, αλλά ισόποσα κι έναν δυναμικό περφόρμερ! Καμιά αμφιβολία επ’ αυτού.


Ρόκερ αδιαπραγμάτευτος, λοιπόν, ο Glitter, χορευταράς περιωπής αν και κάπως κοντοπόδαρος, θεατρικός, ίσως και πικτσουρέσκ, τα έδινε όλα πάνω στην πίστα τιμώντας το αντίτιμο που είχαν δώσει οι χιλιάδες πιστοί του προκειμένου να τον απολαύσουν. Διαστημικές ενδυμασίες, με πολύ στρας, χρυσόσκονη και γκλίτερ, εντυπωσιακές coiffure, ψηλές ασημί και χρυσαφί μπότες-πλατφόρμες με χοντρά τακούνια, αλλά και ροκ τσαλιμάκια, συνέθεταν μια φωνητική / κινητική παρουσία απ’ τις πιο σπουδαίες και τρανές.


Ναι, ο Gary Glitter ήταν εκπρόσωπος της φαντεζί εκδοχής της ροκ, της γκλαμ ροκ! Κι αποτελούσε αναμφίβολα μια θετική παρουσία στο στερέωμα της μοντέρνας μουσικής. Με μεγάλη συνεισφορά και πολλές επιτυχίες στον ενεργητικό του. Όσο κι αν κάποιοι δεν τον αξιολόγησαν όπως του έπρεπε, φτάνοντας μέχρι και να τον ειρωνευτούν, θεωρώντας τον κατώτερο του «Ziggy Stardust» Bowie αλλά και του πρωτομάστορα Marc Bolan.


«Help, Im a rock!» τραγουδούσε κάποτε ο Frank Zappa, αλλά ο Gary Glitter ουδέποτε ένιωσε την ανάγκη για μια τέτοια επίκληση αφού ήταν γεμάτος δύναμη κι αυτοπεποίθηση. «Κι αν είμαι ροκ, μη με φοβάσαι» τραγουδούσε ένας άλλος συνάδελφος του Zappa (ή μάλλον περισσότερο του Ζουγανέλη), σκληρός και ανυποχώρητος ρόκερ, από τούτα δω τα χώματα, με εξίσου περίεργα μαλλιά, εντούτοις ούτε κι αυτή την επίκληση χρειάστηκε να επικαλεστεί ο Gary, αφού ουδείς ποτέ τον φοβήθηκε λόγω της ροκ ιδιότητάς του. Για άλλα προκάλεσε τον φόβο ο καλλιτέχνης· όταν μαθεύτηκε σιγά-σιγά ότι κατεκυριαρχείτο από ανορθόδοξους πόθους.


Ναι, έδειχνε προτίμησε στην ερωτική ανορθοδοξία o άνθρωπος ετούτος. Όπως, άλλωστε, και κάμποσοι άλλοι θεράποντες της τέχνης, αφού, όπως λένε όσοι ξέρουν, οι καλλιτέχνες έχουν μπερδεμένες ψυχές. Που μπορεί να οδηγήσουν και σε πλείστες όσες ανορθοδοξίες. Καπριτσιόζος στα ερωτικά, λοιπόν, ο Gary Glitter. Και σε κανέναν δεν είχε να δώσει λογαριασμό, παρεκτός στον Νόμο. Εξ επόψεως ενδυμασίας και μόνο, θα μπορούσες ίσως να τον πάρεις και για ομοσεξουαλιστή. Εκείνος, όμως, όχι μόνο δεν είχε παραδοθεί στον ομοερωτισμό, αλλά αγαπούσε τη Γυναίκα – και μάλιστα στη νεαρότερη δυνατή εκδοχή της.


Πράγματι, τον συγκινούσαν τα πολύ τρυφερής ηλικίας κορίτσια – τα κάτω των δεκαοχτώ. Αρχικά βρέθηκε και σχετικό παιδερωτικό υλικό στον υπολογιστή του, τυχαία, όταν τον πήγε απερίσκεπτα προς επισκευή, γεγονός για το οποίο και καταδικάστηκε στην πατρίδα του. Οπότε και, σε καθεστώς απόγνωσης, κατέφυγε άρον-άρον στο Βιετνάμ για να γλυτώσει τις επιπλέον κυρώσεις. Αλλά φαίνεται ότι κι εκεί έμεινε πιστός στην ανορθοδοξία, οπότε και ταχύτατα τον απέλασαν με την κατηγορία της παιδεραστίας. Αργότερα, τα δικαστήρια του Βιετνάμ (ναι, υπάρχουν κι εκεί δικαστήρια!) τον καταδίκασαν σε τριετή κάθειρξη. Για να επιστρέψει ακολούθως στην Αγγλία όπου και υπέστη νέες διώξεις – πάντα με την κατηγορία της ανορθόξης ερωτοπραξίας.


Καλούσε, λέει, κοριτσόπουλα στο καμαρίνι του διά τα περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με το κατηγορητήριο. Εκείνος, όμως, αρνήθηκε διαρρήδην την κατηγορία, με το επιχείρημα ότι δεν επερίσσευε χρόνος. Καθότι, σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, μετά από κάθε παράσταση δεν είχε περιθώρια για έρωτες, με κορίτσια μικρής ή μεγαλύτερης ηλικίας, δεδομένου ότι έπρεπε να περιποιηθεί την περούκα του. Η οποία, μάλιστα, «όσο πέρναγαν τα χρόνια, τόσο μεγάλωνε σε διαστάσεις» κατά δήλωσιν του ιδίου. Το ίδιο επικαλέστηκε και στο δικαστήριο: «Δεν γινόταν να δέχομαι κορίτσια στα καμαρίνια, κύριε Πρόεδρε. Χρειαζόμουν να ξοδεύω τουλάχιστον περί την μία και μισή ώρα καθαρίζοντας από τον ιδρώτα της παράστασης την περούκα μου. Είχα να αντιμετωπίσω το τεράστιο πρόβλημα της φαλάκρας. Και φαλακρός, ξέρετε, δεν μπορούσα να εμφανιστώ ενώπιον των θαυμαστριών μου…» δήλωσε ενόρκως ο εντυπωσιακός καλλιτέχνης προς υπεράσπισιν του εαυτού του. Πάντως, όπως και να ’χει το πράγμα, ο Glitter ήταν και ευγενής, ξεχωριστά γκαλάντης, είτε επετύγχανε είτε όχι τον στόχο του. Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι, όταν κάποτε αποπειράθηκε να συνευρεθεί με ανήλικη, χωρίς όμως επιτυχία, αργότερα, σε ένδειξη αβροφροσύνης, ο φιλόφρων καλλιτέχνης τη φιλοδώρησε μ’ ένα σοκολατένιο πασχαλινό αυγό.


Η φθορά του είδους μουσικής που διακόνησε ο Glitter, συνάμα δε και η υστερία των Εγγλέζων με την παιδοφιλία (κι εδώ αξίζει να θυμίσει κανείς το αριστουργηματικό επεισόδιο Paidophilia από το περίφημο Brass Eye του σημαντικότερου σήμερα σατιρικού καλλιτέχνη, Chris Morris, όπου και στηλίτευε, ειρωνευόμενος, την υστερία πάνω στο θέμα της παιδοφιλίας) τον είχαν θέσει οριστικά στο περιθώριο. Γιατί την αγάπη του για την νεότητα, σε καιρούς υπέρτατης αυστηρότητας απάνω στα θέματα αυτά, ουδείς του τη συγχώρεσε. Ίσως υπεραπλουστεύοντας, αλλά ενδεχομένως και δαιμονοποιώντας. Αυτό, βέβαια, θα το κρίνει τελικά η δικαιοσύνη· την οποίαν εμείς πάντα σεβόμεθα και υποληπτόμεθα. Η αντιμετώπιση της αγάπης προς τις νεώτερες ηλικίες, πάντως (αν εξαιρέσει κανείς κυρίως το στοιχείο του βιασμού, μια ολωσδιόλου αντιδημοκρατική επιλογή υπό την έννοια ότι ο βιασθείς συνάνθρωπός μας δεν συναινεί), έχει πλέον λάβει, σε αρκετές περιπτώσεις, έναν υπερβολικό, παθολογικό χαρακτήρα. Σε βαθμό που να κωλυόμεθα πλέον ακόμα και να χαϊδέψωμε στοργικά το κεφάλι ενός παιδιού στο πάρκο, φοβούμενοι μήπως οι περισσότεροι θεωρήσουν πως θέλομε να ασελγήσωμε – να πασπατέψωμε το παιδί ή ακόμη και να το πηδήσωμε.


Άσε που, ειδικά σήμερα, μια δεκαπεντάχρονη ή δεκαεξάρικη κόρη λ.χ. μπορεί να είναι μια γυναίκα κανονική. Μια Λολίτα που μπορεί να αποτελεί ένα πραγματικό ηφαίστειο! Που μπορεί και κορώνει. Που γεννά πόθους. Που οδηγεί συχνά σε ανομολόγητες σκέψεις. Και που με τη λάβα της, μα το θεό, μπορεί και να σε κάψει! Ας μην προχωρήσουμε, όμως, περισσότερο σε παρόμοιους προβληματισμούς, κι ας μην συνεχίσουμε να μοιραζόμαστε με τους αναγνώστες μας τέτοιες προκλητικές σκέψεις, γιατί, συν τοις άλλοις, καιροφυλακτεί και ο απηνής διώκτης της διαφθοράς και του ηλεκτρονικού εγκλήματος, κ. Μανώλης Σφακιανάκης, και ποιος ξέρει ίσαμε πού μπορεί να φτάσει εντοπίζοντας τέτοιες σημειώσεις… Κάνουμε, λοιπόν, τον σταυρό μας, ζητούμε συγχώρεση και ολοκληρώνουμε.


Όταν ο Gary Glitter τραγουδούσε, φορώντας και την περούκα του, «Every growinboy needs a little joy, do you wanna touch me there?», απαντώντας μάλιστα «Oh, yeah», είχε αφήσει να φανούν οι κρυφές του επιθυμίες να σπάσει τα δεσμά της καθεστηκυίας ηθικής· να κινηθεί ενάντια σε κάθε παραδεδεγμένη ηθική δεοντολογία· να διεκδικήσει χωρίς περιστροφές την ικανοποίηση του πόθου του. Τώρα τον καλούν ν’ αλλάξει ρότα. Γνωρίζουμε βέβαια, ευτυχώς, από τις επανειλημμένες αναφορές της καλής εφημερίδας Ορθόδοξος Τύπος, την οποία διαβάζουμε μετά μανίας, πως δεν υπάρχει «εργοσωτηρία» αλλά «Χριστοσωτηρία». Μετρά, ως έπος ειπείν, για τη σωτηρία του ανθρώπου η πίστη και όχι τα έργα, που λειτουργούν απλώς και μόνον επικουρικώς, με τη Χριστοπίστη να κρατά τα ηνία. Πράγμα που ίσως εξυπηρετεί τον στόχο της ψυχικής σωτηρίας του συγκεκριμένου καλλιτέχνη, αφού το να πιστέψει στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, τώρα που έρχονται και Χριστούγεννα, ναι, ίσως, εκεί μέσα στο κελί του, και να το μπορεί· αλλά στο επίπεδο των έργων σίγουρα δεν μοιάζει πρόθυμος να μεταβάλει στάση. Μια περαιτέρω απόδειξη αυτού, ότι ουδέποτε, ούτε καν στις ιερές αίθουσες των δικαστηρίων, έδειξε να μετανοεί για τις πράξεις του, ούτε και ζήτησε από κανέναν συγχώρεση. Φιλοδωρώντας δικαστές και κοινή γνώμη μ’ ένα τολμηρό γιόλο. Γιατί αυτός ήταν ο Garry Glitter: ένας ρηξικέλευθος ρόκερ / γκλαμ ρόκερ / περφόρμερ, που ήθελε να κάνει πάντα το δικό του· στη μουσική, στον έρωτα, αλλά και στα μαλλιά του.

/σχετικά άρθρα/
Liberace: η περούκα του μακαρίτη

Thursday, December 3, 2015

Куда идет Россия?


του ανταποκριτή μας στη Μόσχα 
Άντη Σαράντη (derridahta.wordpress.com)


Αναβάλλοντας βιαίως, λόγω του φόβου που μας γέννησαν οι πρόσφατες εξελίξεις (πιθανοί πολέμοι και τα ρέστα – για ενδεχόμενο «Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο» έκαμαν λόγο οι έλληνες δημοσιογράφοι), το τετράμηνης διάρκειας ιστορικού ενδιαφέροντος ταξίδι που είχαμε οργανώσει στα ίχνη των Τατάρων, κει πέρα στις όχθες του παγωμένου Βόλγα, ερωτήματα πολλά μας βασανίζουν: Τι θα κάμει το ξανθό γένος; Πώς αντιδρά η ρώσικη αρκούδα; Θα χρησιμοποιήσει ο Ρώσος, δίκην ασπίδας, την Τέχνη, απέναντι στην πολεμική (αλλά και την καπιταλιστική) βαρβαρότητα; Είναι άραγε νεκρός ο Βλαδίμηρος και κυβερνά ο σωσίας του; Αποτελούν οι προφητείες του Γέροντος Παϊσίου τον μπούσουλα για να καταλάβομε και –γιατί όχι;– να προβλέψομε τις εξελίξεις; Τι εννοούσε ο αείμνηστος Γρηγόρης Μιχαλόπουλος, χριστιανός ορθόδοξος μέχρι τα μπούνια, όταν έλεγε «εγώ πιστεύω στην ορθοδοξία χωρίς να σκέφτουμαι, όπως ακριβώς κι ένας ρώσος μουζίκος»; Θα ζητούσε άραγε ο (νηφάλιος πλέον) Σίμος Κεδίκογλου από τον Eduard Limonov να κάμει από πλευράς του ό,τι είναι μπορετό ώστε, σε μιαν ενδεχόμενη σύρραξη, να μην πάρουν τον ταλαίπωρο ελληνικό λαό τα ρώσικα σκάγια; Τι θα έλεγε, επηρεασμένη από τον πατέρα της Μάνο Ζαχαρία, η Μάσα στον Παναγιώτη, εφόσον ο τελευταίος δεν είχε αποτύχει στην πολιτική και ίσως ήταν σήμερα, όπως τόσοι πρώην πασόκοι και νυν συριζαίοι, υπουργός  και μάλιστα της Άμυνας; Θα ξαναχτυπούσε ο Khrushchev το παπούτσι του στο τραπέζι, εάν ζούσε και βρισκόταν και τώρα στα πράγματα; Πολλές οι ερωτήσεις. Ο ανταποκριτής μας στην Μόσχα, Άντης Σαράντης, μοιάζει να έχει (κάποιες από) τις απαντήσεις. V.


Οι τελευταίες μέρες στην Μόσχα, την πρωτεύουσα της «μητέρας Ρωσίας» και Μέκκα των τεχνών και απανταχού εξεγερμένων, σίγουρα δεν είναι απλές, συνηθισμένες μέρες. Είναι απολύτως βέβαιο (τόσο βέβαιο που ακόμα και η παραμικρή υποψία εναντίον αυτής της βεβαιότητας καθιστά τον υποπτευόμενο σχεδόν παράφρονα στα μάτια της κοινής λογικής) πως η πατρίδα του Πούσκιν, του Λομονόσοφ και του Λένιν ακροβατεί σε ένα τεντωμένο σκοινί, ένα σκοινί το οποίο ενώ φαίνεται παχύ και ακλόνητο (σωστό καραβόσκοινο) είναι στην πραγματικότητα λεπτεπίλεπτο και εύθραυστο σαν κομποσκοίνι, και η ενδεχόμενη κατάρρευση του απειλεί σαν ιογενές παράσιτο τις παγκόσμιες γεωπολιτικές ισορροπίες. Αυτή η ενδεχόμενη κατάρρευση, λοιπόν, μπορεί και ωθεί ακόμη και τους πλέον σκεπτικιστές να αναλογιστούν πως οι ισχυροί δεσμοί, δεσμοί ιστορικοί και προαιώνιοι, που έχει η πατρίδα μας με τους εκ Βορρά αδερφούς, μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος της χώρας μας.


Έτσι, ενώ η προσήλωση στις αρχές του ορθού λόγου αποτελεί απαρέγκλιτο καθήκον και «κόκκινη γραμμή», δική μας αλλά και κάθε υγιώς σκεπτόμενου πνεύματος, ίσως έχει φτάσει η ώρα να αναρωτηθούμε, ακόμα και εμείς οι μορφωμένοι, μήπως τελικά οι πολυσυζητημένες «προφητείες», αυτών των μέχρι τώρα περιθωριοποιημένων γερόντων, που θέλουν τη χώρα μας να συνεργάζεται και εν τέλει (γιατί όχι;) να γίνεται ένα με το λαμπρό ετούτο έθνος, έχουν μια κάποια βάση; Κι αν ίσως αυτές οι προφητείες δεν μπορούν να τεκμηριωθούν επιστημονικώς (γιατί με τα σημερινά δεδομένα σίγουρα δεν μπορούν), μήπως τελικά καταφέρνουν να κομίζουν ένα «πνεύμα», μια «υπαρκτή τάση», ή ακόμα και μια «προδιαγεγραμμένη συνθήκη» στο ιστορικό γίγνεσθαι; Μήπως θα πρέπει τελικά εμείς που καυχόμαστε πως παραθέτουμε τα επιχειρήματα μας στη δημόσια αρένα εξοπλισμένοι με το δώρο της λογικής, να ενσκήψουμε σ’ αυτήν τη συνθήκη, να μετρήσουμε την υλική υπόσταση που αποκτά μέσω των γλωσσικών επιτελέσεων της, κάνοντάς την ικανή να παρεμβαίνει (σε χειροπιαστό επίπεδο πλέον) στον τρόπο που εξελίσσονται τα πράγματα;


Θα έλεγε κανείς, και μάλλον δικαιολογημένα, πως ίσως η ώρα δεν είναι η πλέον κατάλληλη για αναλύσεις και εξυπνακισμούς παρά μόνο για ένα βαθύ, παρατεταμένο στοχασμό. Άλλωστε, εν προκειμένω, οι αναλύσεις και οι εκ των προτέρων προβλέψεις αυτού ή του άλλου επέκεινα, είναι καταδικασμένες να αποτυγχάνουν, μιας που είναι τελείως αδύνατο να χωρέσουν στα καλούπια τους το άλογο ταμπεραμέντο, τον ενστικτώδικο αυθορμητισμό και την αλλοπρόσαλλη φύση της Ρώσικης ψυχής – μιας ψυχής βασανισμένης αλλά και ικανής για πράξεις μεγαλειώδεις.


Αλλά ενώ το πολιτικό θερμόμετρο ανεβαίνει επικίνδυνα, δεν είναι δυνατόν να μην μπει κανείς στον πειρασμό να ιχνηλατήσει τις προκλήσεις, τις στρατηγικές παραμέτρους και εν τέλει τις ευκαιρίες που παρουσιάζει τούτη η ταραχώδης στιγμή όχι απλά για τα άμεσα ζωτικά συμφέροντα της χώρας μας, αλλά και για την χάραξη μιας γενικής, ριζοσπαστικής πολιτικής που θα  μπορεί να υπαγορεύει την πορεία μας από εδώ κι εμπρός. Μιας πολιτικής που ίσως θα μπορεί να κουβαλάει περήφανα και ανερυθρίαστα στα σπλάχνα της τις «προφητείες», και μαζί τους έννοιες όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη και η συμπόνια, έννοιες λεπτές και πανανθρώπινες, που ο ρώσικος πολιτισμός εκφράζει και εξέφραζε εξ απ’ ανέκαθεν. Είναι ίσως η κατάλληλη ώρα, θα πρέπει να συλλογιστούμε, τη στιγμή που η κρίση μαστίζει τη φτωχή αλλά όλο θέληση και δίψα Ελλάδα, να επαναξιολογήσουμε το πλάνο βάσει του οποίου πορευόμαστε ως έθνος στα πέλαγα της Ιστορίας. Υπάρχουν άραγε άξιοι πολιτικοί ταγοί, «Ηγέτες» με το «η» κεφαλαίο, που θα κληθούν να αναλάβουν την πλεύση σε τούτο το αχαρτογράφητο μονοπάτι οδηγώντας το μικροσκοπικό αλλά περήφανο τσαρδί μας σε δρόμους ένδοξους και μακάριους; Ή μήπως θα πρέπει να αποδεχτούμε τη μοίρα μας και να συνεχίσουμε να αφηνόμαστε στα πλοκάμια του, αναμφιβόλως ζηλευτού, αλλά και ταυτόχρονα αποκρουστικά γραφειοκρατικού και τεχνο-οικονομικού οικοδομήματος που γέννησε η Ευρώπη και ο Διαφωτισμός; Το κρίσιμο ερώτημα αφορά άλλωστε όλους μας: Μήπως τελικά έχουμε χάσει κάποιες από τις πλέον αγνές μας αξίες ως κάτοικοι του πλανήτη τούτου, ως έμβια όντα εντός ενός οικοσυστήματος στο οποίο δεν είμαστε παρά ένοικοι;


Τα ερωτήματα αυτά, μιας που τίθενται μπροστά σε κρίσιμα γεωπολιτικά σταυροδρόμια που απαιτούν άμεσες και συγκεκριμένες απαντήσεις, δεν είναι εύκολο να προσεγγισθούν – ειδικά μέσω ενός ταπεινού σημειώματος όπως το παρόν. Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Παρόλα αυτά (και εδώ θα πρέπει να επιμείνουμε με πείσμα γαϊδουρινό),  η δυσπρόσιτη φύση των ερωτημάτων αυτών δε θα πρέπει να μας αποκαρδιώνει, δε θα πρέπει να απορροφά το κουράγιο και σθένος που απαιτείται ώστε καταρχήν να τα θέτουμε επί τάπητος, να τα επιτελούμε εν δημοσίω και εν τέλει να τα καταστήσουμε μέρος της δημόσιας σφαίρας.


Αλλά από πού να αρχίσει κανείς να προσεγγίζει τούτη τη δαιδαλώδη κατάσταση; Καταρχήν, χάριν αντικειμενικότητας, θα πρέπει να τονίσουμε πως, ενώ πολλοί έχουν μια μάλλον εξιδανικευμένη άποψη για τη Ρωσία ως έναν τόπο εγγενούς καλοκαρδίας και αγνότητας, είναι αλήθεια πως τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια τα δίκτυα του βιοπολιτικού καπιταλισμού και των θεσμών του έχουν απλωθεί με τον πιο βίαιο τρόπο και σ’ αυτήν τη χώρα. Μπαίνοντας κανείς στο μετρό μπορεί να αντικρύσει με πραγματικό άλγος ψυχής ανθρώπους σκυμμένους πάνω από τα κινητά τους, να παίζουν παιχνίδια, να chatάρουν ή και ακόμη να κάνουν online dating. «Πόση παρακμή!», θα έλεγε κανείς, αναλογιζόμενος τη βαριά και ανυπότακτη ιστορία αυτού του έθνους. «Πόσος κυνισμός, πόση μικροψυχία», ανακράζει κανείς μπροστά στη θέα δίμετρων ξανθών παλικαριών, τα οποία αντί να βρίσκονται σε περήφανη επαγρύπνηση απέναντι στην επίθεση του παγκοσμιοποιημένου χυλού, περνούν τον ελεύθερό τους χρόνο καταπιανόμενοι με μια πέρα για πέρα εικονική πραγματικότητα.

Κάνοντας online dating στο μετρό της Μόσχας

Αλλά και στο πεδίο της σύγχρονης πολιτισμικής παραγωγής τα πράγματα δεν είναι καθόλου μα καθόλου ελπιδοφόρα. Κανείς μπορεί να παρατηρήσει στις γκαλερί, στις εκθέσεις σύγχρονης τέχνης και στα διάφορα φουάρ, όχι απλά την επιρροή Δυτικότροπων, «κονσέπτουαλ» στοιχείων, αλλά και την πλήρη ενσωμάτωση αν όχι ενεργή προπαγάνδιση αυτών. «Η σύγχρονη εικαστική σκηνή της Μόσχας», όπως τόνισε ο ιστορικός Leo Klossowski σε μια συζήτηση που είχαμε μαζί του, «έχει αλωθεί από ακατανόητες εγκαταστάσεις που όχι μόνο δεν  προωθούν καμία αίσθηση “ρωσικότητας” αλλά συνεργούν στην ιστορική λήθη, στο τέλμα που χαρακτηρίζει τις αλλοτριωμένες υποκειμενικότητες του καιρού μας». Γιατί, ρωτάμε απελπισμένοι, γιατί;

Μια εγκατάσταση σε γκαλερί σύγχρονης τέχνης της Μόσχας

Με λύπη μας επίσης διαπιστώσαμε πως η μουσική σκηνή της Μόσχας δε θυμίζει σε τίποτα τις μέρες της ένδοξης «Καλίνκα», του «Ότσι Τσόρνιε» ή του θρυλικού «Ε, Νταρόγκι». Χωρίς νεύρο και προσανατολισμό, θα λέγαμε πως η μουσική σκηνή της Μόσχας παραδέρνει (επιεικώς) μεταξύ ενός φτηνού ρωσοπόπ και μιας εξεζητημένης, αμερικανοποιημένης τζαζ. Πόση θλίψη να χωρέσει στη καρδιά μας όταν όλο λαχτάρα προσερχόμαστε σε συναυλίες να απολαύσουμε τις ένδοξες πολυπληθείς ρωσικές ορχήστρες που κάποτε κυριαρχούσαν στην παγκόσμια σκηνή, και αντί αυτών αντικρίζουμε σχήματα τριών και τεσσάρων ερασιτεχνών με ηλεκτρικές κιθάρες και σίνθια που προσποιούνται τους μουσικούς;

Εισαγόμενη μουσική παραγωγή στη Μόσχα

Παρόλα αυτά, η αποκαρδιωτική εικόνα τούτη, γρήγορα δίνει τη θέση της σε μια άλλη εικόνα, μια ηλιόλουστη εικόνα που όχι μόνο μας γεμίζει υπερηφάνεια, αλλά και μας εξοπλίζει με αμέτρητες ελπίδες, προσδοκίες και σθένος για τις δύσκολες μάχες που έρχονται. Μόλις στρίβουμε λίγο παραπέρα είναι γνωστά τα πρόσωπα που αντικρίζουμε. Και παρότι, όπως προείπαμε, η ορθολογική μας υπόσταση δεν μας επιτρέπει να συνηγορήσουμε με τις λεγόμενες «προφητείες» τους (κάποιοι κακεντρεχείς θα τις ονόμαζαν μέχρι και «μαγγανεία»), δεν μπορούμε παρά να αισθανθούμε μια εθνική ανάταση, μια πνευματική εγρήγορση και εν τέλει μια ανείπωτη χαρά να διαπερνάει τη σπονδυλική μας στήλη όταν η όψη τους ξαφνικά εισέρχεται στο αντιληπτικό μας πεδίο. «Ναι!», κάνει μια φωνούλα μέσα μας, «αυτή είναι η πραγματική Ρωσία, η χώρα που ξέρει ακόμη να τιμά ανθρώπους που κρατάνε το λάβαρο των ιδεών ψηλά!»


Οι άνθρωποι που κρατάνε το λάβαρο των ιδεών ψηλά

Είμαστε σίγουροι πως αυτά τα παιχνιδιάρικα προσωπάκια με τα φλογερά, αχαλιναγώγητα μούσια και τις πύρινες, κίνκυ ματιές, έστω κι αν βρίσκονται σε έναν πάγκο στη μέση του πουθενά, πάγκο γωνιακό και χαντακωμένο που πλάι του διαβάτης δε μοιάζει να διαβαίνει, θα καταφέρουν –και μάλιστα σύντομα– να κερδίσουν  την ειλικρινή και καλόκαρδη ψυχή της ρώσικης αρκούδας. Ελπίζουμε, αν και μέσα μας είμαστε σχεδόν βέβαιοι, πως αυτές οι καλοκάγαθες (και κάπως pervert είναι η αλήθεια) φατσούλες θα καταφέρουν να ηγεμονεύσουν πνευματικά, με Γκραμσιανούς όρους, τη Ρωσική ψυχή, ωθώντας την να γυρίσει περήφανα την πλάτη της στις σειρήνες του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και να στραφεί ξανά σε αξίες οικουμενικές, αξίες που λογιάζουν την πραγματική και αδιαμεσολάβητη ανθρώπινη επαφή ως κάτι το Ωραίο, το Μεγάλο, το Παντοτινό, αξίες που τολμούν να αφηγούνται το προαιώνιο και ασταμάτητο ανθρώπινο Δράμα, αλλά και που δεν ντρέπονται να αγκαλιάζουν τις μικρές, καθημερινές απολαύσεις –το γέλιο, τη χαρά και τον έρωτα– έχοντας τόσο αφειδώς εκφραστεί από έναν Τσαϊκόφσκι, έναν Ντοστογιέφσκι, έναν Γιέγκορ Λέτοβ (για τον τελευταίο δεν είμαστε 100% σίγουροι). Και εν τέλει αναλογιζόμαστε, ακόμα κι εμείς οι σκεπτικιστές και ταγμένοι εραστές της Λογικής, μήπως ετούτες οι προφητείες των σοφών μας μοναχών μπορούν να κομίσουν (έστω και για λίγο) φως Ελληνικό, φως γαλάζιο στις υπνωτισμένες ψυχούλες των αδερφών μας, μήπως οι γλυκές γεροντίσιες τους φωνούλες, φωνές παθιασμένης σύνεσης, καταφέρουν να αναγεννήσουν, να εκτοξεύσουν στα ουράνια τη ρώσικη μουσικότητα, μια μουσικότητα με «καρδιά», ειλικρινή και αφοσιωμένη, ή μήπως τελικά οι λάγνες και ελαφρώς σαδομαζό ματιές τους μπορέσουν να ξυπνήσουν τον απολεσθέντα τους ερωτισμό, αυτόν τον άμεσο, άγριο, «σκυλίσιο» ερωτισμό που δε χρειάζεται κομπιούτερς και αριθμούς για να τελεσφορήσει.  

Sunday, November 22, 2015

Γιάννης Μισέλ: #JeSuisParis!



Ο έλληνας ζωγράφος και κοινωνιολόγος Γιάννης Μισέλ (Μιχαλακόπουλος) έχει πια αποτραβηχτεί στη γενέτειρά του, στις όχθες του Μέγδοβα. Όπου, σε συνθήκες απόλυτης μόνωσης, ακαταπαύστως ζωγραφίζει και στοχάζεται. Στοχάζεται και ζωγραφίζει. Ωστόσο, έχοντας ζήσει στο Παρίσι (φθινόπωρο και χειμώνα του 1971) όπου και είχε κυνηγήσει την τύχη του, έχει πια πολιτογραφηθεί Γάλλος. Ή τουλάχιστον έτσι αισθάνεται. Με εμπειρία απάνου στα θέματα της Γαλλίας («ο Γάλλος» – έτσι τον φωνάζουν οι συμπατριώτες του Ευρυτάνες, λόγω και της ενδυμασίας του), νιώθει ότι  τούτη την ώρα, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα, έχει πολλά να πει. Και ασφαλώς δηλώνει, όπως έγραψε και στο Twitter, #JeSuisParis!


«Χτύπησανε το Παρίσι! Την πόλη του φωτός!» διακηρύσσει ο Γιάννης Μισέλ. «Έχω ζήσει στη Γαλλία, ξέρεις, και μάλιστα τις καλές εποχές της. Τη δεκαετία του ’70. Και την αγαπώ. Σαν δεύτερη πατρίδα μου την έχω. Πολιτισμικά μπορεί και σαν πρώτη!» μας εκμυστηρεύεται με ειλικρίνεια. Για να συνεχίσει, εμφανώς θορυβημένος: «Δεν μπορώ να σου περιγράψω πόσο συγκλονίστηκα όταν έμαθα για την τρομοκρατική επίθεση. Μερντ! Φοβερό αυτό που έγινε στη Γαλλία! Τι να λέμε τώρα!..». Και αμέσως προσθέτει: «Γι’ αυτό και ενεργήθηκα γρήγορα και στον λογαριασμό μου στο Twitter. Κι έγραψα #JeSuisParis!».


«Χτυπήσανε το Παρίσι! Την πόλη του διαφωτισμού! Θέλησαν να πλήξουν αυτό που εγώ ονομάζω “δυτικό τρόπο ζωής”» συνεχίζει ο Γιάννης Μισέλ. Θα τονίσω κάτι: «Αυτοί που χτυπήσανε το Παρίσι χτυπήσανε την ίδια τη ζωή!» σχολιάζει, χωρίς να μασάει τα λόγια του, ο γαλοθρεμμένος καλλιτέχνης / κοινωνιολόγος. Για να συμπληρώσει: «Το χτύπημα αυτό ήταν πλήγμα στις ευρωπαϊκές αρχές κι αξίες! Λιμπερτέ, Εγκαλιτέ, Φρατερνιτέ!».


«Χτυπήσανε το Παρίσι, την πόλη της τέχνης και του πολιτισμού!» σχολιάζει ο Γιάννης Μισέλ. Άλλο πράμα αυτοί οι Γάλλοι. Κυλτύρ! Πολιτισμένοι άνθρωποι, όχι σαν εσάς τους Έλληνες. Εντίθ Πιαφ, Υβ Μοντάν, Μπριτζίτ Μπαρντό! Λες σ’ έναν γάλλο φίλο “Τομά, θα πάμε στην γκαλερί και πότε;” Και σου απαντά μεμιάς “ουί, ουζουρντουί!”. Αυτοί είναι οι Γάλλοι! Αυτό είναι το Παρίσι!» δηλώνει με εκφραστικότητα ο Γιάννης. 


«Χτυπήσανε το Παρίσι! Την πόλη των μποέμ!» φωνάζει με αφειδώλευτη πίκρα ο Γιάννης Μισέλ. «Νέος ζωγράφος εγώ, και φτάνω το ’70 στο Παρίσι, το κέντρο της ζωγραφικής τέχνης! Το κέντρο της τέχνης μου! Να αναπνεύσω καλλιτεχνικό αέρα! Κι αμέσως, πίστεψέ με, νιώθω καλλιτέχνης! Φορώ το κοτλέ σακάκι μου, ζώνομαι το κασκόλ μου, βάνω στο κεφάλι και τον μπερέ μου, και ξαμολιέμαι να ζήσω μποέμικα. Πηγαίνω και ζωγραφίζω κάτω από τις γέφυρες του Σηκουάνα ολημερίς, το βράδυ, αδύνατος και χλομός, το ρίχνω στο πιοτό μέχρι τελικής πτώσεως καπνίζοντας και αναρίθμητα Ζιτάν καποράλ, και μετά κοιμούμαι σε μια μικρή κάμαρη, πάνω σε μια σοφίτα, χωρίς ρεύμα και ζεστασιά. Αλλά ήμουν στο Παρίσι, διάολε! Πα μαλ! Λίγο μποέμ, λίγο κλοσάρ, αλλά αρτίστ εκατό τοις εκατό!» διηγείται με συγκίνηση, αναπολώντας, ο εβδομηντάχρονος καλλιτέχνης.


«Γιατί, όμως, δεν ήλθε τελικά η καλλιτεχνική αναγνώριση, Γιάννη;» ρωτούμε με δισταγμό, όσο πιο διακριτικά μπορούμε. Η απάντηση έρχεται χωρίς περαιτέρω σκέψη, σαν να την έχει επεξεργαστεί εδώ και πολύν καιρό ο Μισέλ / Μιχαλακόπουλος. «Ντακόρ... Να σου πω… Εδώ είναι Ελλάδα, δεν είναι Γαλλία. Δεν καταλαβαίνουν οι άνθρωποι και πολύ από τέχνη – ειδικά από καλή τέχνη, αντισυμβατική, με γερά μηνύματα, τουτέστιν τέχνη απαιτητική, όπως είναι η δικιά μου» σχολιάζει. «Αν είχα μείνει στη Γαλλία;» θέτει μόνος του το ερώτημα. «Χμ, ναι, σίγουρα θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Μπιενσύρ! Πολύ διαφορετικά. Τρεμπιέν! Γιατί με τους Γάλλους μιλούμε την ίδια γλώσσα – και όχι μόνο κυριολεκτικά. Ταιριάζουν τα χνώτα μας βρε αδερφέ – πώς να το κάνουμε!» απαντά με κατηγορηματικότητα.


«Τι σημαίνει, αλήθεια, το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα, Γιάννη;» τον ρωτούμε. «Να ξέρεις ότι το χτύπημα αυτό δεν ήταν ένα απλό χτύπημα» αποκαλύπτει ο Γιάννης Μισέλ. «Σκόρπισε τον τρόμο στην καρδιά της Ευρώπης! Είναι τρομερό να σκοτώνονται άνθρωποι! Άνθρωποι που απλά θέλουν να ζήσουν καλά. Και πάνω σ’ αυτό κάτι πρέπει να κάνουμε. Πριν να είναι πολύ αργά. Το μπορούμε! Αρκεί να το θέλουμε! Δεν υπάρχει δεν μπορώ, υπάρχει δεν θέλω! Βουλουάρ σε πουβουάρ!» μας λέει με πίστη πολλή. Και προσθέτει: «Για να γίνεις ένα με τη Γαλλία, να μπεις στο πετσί αυτής της ευλογημένης χώρας ίσαμε το μεδούλι, χρειάζεται να ξέρεις τα Γαλλικά φαρσί, όπως εγώ. Έρχονται πολλές φορές διάφοροι στη Γαλλία, στο Παρίσι, χωρίς να ξέρουν γρι από γλώσσα. Τη γαλλική γλώσσα, τη γεμάτη μουσικότητα. Τη γαλλική γλώσσα, την ικανή από μόνη της να σε εκπολιτίσει. Κι έτσι περιθωριοποιούνται. Και μετά γίνονται τρομοκράτες. Θέλετε να μετοικήσετε; Ντακόρ. Αλλά, παρντόν, γιατί έρχεστε στη Γαλλία βρε άνθρωποι; Πουρκουά; Μιλάτε τη γαλλική; Παρλεβού φρανσέ;»


«Πώς χρειάζεται να σταθεί ετούτη την ώρα η Δύση, Γιάννη, απέναντι στο φαινόμενο της τρομοκρατίας;» τον ρωτούμε. Ο Γιάννης Μισέλ σκέφτεται, σκέφτεται πολύ, αναλογιζόμενος προφανώς τη βαρύτητα του ερωτήματος. «Θα έλεγα ότι χρειάζεται μεγαλύτερη ψυχραιμία. Και περισσότερη περίσκεψη – ναι, σίγουρα περισσότερη περίσκεψη!» απαντά. «Αλλά και ήπιο πολιτικό κλίμα, κατανόηση και συνεργασία. Επίσης, σοβαρότητα και υπευθυνότητα. Απαιτείται, ακόμη, αυτό που εγώ ονομάζω “διεθνή συνεννόηση”. Και αυτό που εγώ λέω “εθνική συνεννόηση” στο εσωτερικό κάθε κράτους. Μόνο έτσι θα βγούμε από το τούνελ της τρομοκρατίας!» ισχυρίζεται ο Μισέλ. Αλλά αισθάνεται την ανάγκη κάτι να συμπληρώσει: «Και πάνω σ’ αυτό θα σου πω κάτι – όχι τόσο με την ιδιότητα του καλλιτέχνη, όσο με αυτή του κοινωνιολόγου. Το κλειδί για να καταλάβουμε το χτύπημα στο Παρίσι είναι ο παράγων φανατισμός!» μας λέει στοχαστικά ο Μισέλ. «Να ξέρεις ότι η θρησκεία γεννά το μίσος και τον φανατισμό, όπως έχει γράψει στο σχετικό δοκίμιό του και ο συνάδελφος κοινωνιολόγος, Alain Pissard»


Κι εδώ θα πω και κάτι άλλο, και να το βάλεις καλά στο μυαλό σου: Το στοίχημα είναι να συνεχίσουμε τη ζωή μας σαν να μην συνέβη τίποτα! Το κρίσιμο είναι να μην αφήσουμε να μας φοβίσουν! Αλλιώς θα έχουν νικήσει οι τρομοκράτες!» επισημαίνει. «Επίσης θα ήθελα οι πολιτικοί με όμικρον γιώτα να σταματήσουν να κάνουν πολιτική με ήτα πάνω στα πτώματα!» λέει με πολλήν οργή μέσα του. «Ωραία όλα αυτά, Γιάννη, αλλά ίσως και κάπως γενικά. Πρακτικά, εμείς οι άνθρωποι τι θα πρέπει να κάνουμε; Πώς να αντιμετωπίσουμε τη φρίκη της μουσουλμανικής τρομοκρατίας;» τον ρωτούμε. Ο Γιάννης Μισέλ δεν δυσκολεύεται να απαντήσει: «Αν γυρνούσαμε στην τέχνη; Στην ποίηση, τη ζωγραφική; Αν αντιμετωπίζαμε την πραγματικότητα με λογισμό και μ’ όνειρο; Αν βάλουμε στη ζωή μας τον έρωτα; Αν ονειρευτούμε; Απλά θέτω τα ερωτήματα. Σαν τροφή για σκέψη. Νουριτούρ πουρ λα πενσέ».


«Θ’ αλλάξει το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα την καθημερινότητα του Γάλλου, του Παριζιάνου;» ρωτούμε τον Γιάννη Μισέλ. «Δεν ξέρεις τι είναι το Παρίσι, τι είναι οι Γάλλοι. Γι’ αυτό ρωτάς. Άσε με να σου πω εγώ, που ξέρω καλά Γάλλους και Παρίσι. Σαν την παλάμη μου. Αφού έχω ζήσει στη Γαλλία. Παρίσι! Η πόλη των μπον βιβέρ! Ρεστοράν, καφέ, μπιστρό. Ογκρατέν, κρεμ μπρουλέ και εσκαργκό. Σαμπάνια και κονιάκ. Κρασί, παστίς και αρμανιάκ. Κρουασάν, μπαγκέτ και μπριός. Σανέλ, Ντιόρ μα και Λακόστ» μας λέει γεμάτος οίστρο. 


Και στη συνέχεια παίρνει θέση για τους Γάλλους, ορθοτομών τον λόγο της αληθείας. «Οι Γάλλοι, πίστεψέ με, δεν πρόκειται να πτοηθούν από το χτύπημα. Είναι άνθρωποι που θα βγούνε έξω. Που θα πάνε στα θέατρα, στις γκαλερί, στις συναυλίες. Που θα φάνε στα ρεστοράν και θα κάτσουν στα μπιστρό. Που θα πιούνε και ένα ποτηράκι παραπάνω με κουβεντολόι, ατέλειωτο κουβεντολόι! Θα έλεγα ότι οι Γάλλοι είναι ο λαός εκείνος που ξέρει να ζει! Διαφορετικό πράμα οι Γάλλοι. Βιβ λα ντιφεράνς!» υπογραμμίζει.


Το τρομοκρατικό χτύπημα, πάντως, συνεχίζει να τον πληγώνει – και μάλιστα πολύ. Αυτό είναι κάτι παραπάνω από φανερό. Νιώθει ότι χτυπήσανε τη δική του πατρίδα. Αφού αισθάνεται πέρα για πέρα δυτικός, πέρα για πέρα Γάλλος. Και ξεσπά εναντίον των τρομοκρατών: «Ως πού θα φτάσουν τα κόλπα σας, βρε κανάγιες; Τι θα κάνουμε με τον φανατισμό σας; Σας ενοχλεί ο δυτικός τρόπος ζωής; Αμέτε στο καλό, μερσί και μπονουί!» εκστομίζει με οργή. «Θέλετε Παρίσι; Αντέστε να μάθετε πρώτα πολιτισμό και ιστουάρ, κι ορεβουάρ! Θέλετε να είστε κάτοικοι Γαλλίας; Πάψτε να είστε σαμποτέρ, κι ατουταλέρ». Και συνεχίζει, ετούτη τη φορά γλυκαίνοντας: «Χτυπήσανε το Παρίσι! Την πόλη του έρωτα! Εκεί που πρωτοένιωσα και τη δική μου την καρδιά να σκιρτά. Για την Πενελόπ, την πανέμορφη εκείνη μαντεμουαζέλ. Τι ευτυχία Θεέ μου! Σερσέ λα φαμ! Πενελόπ μον αμούρ!.. Τι έρωτας κι αυτός… Ούτε που μπορείς να φανταστείς για πόσο μεγάλον έρωτα μιλούμε. Βόλτες ατέλειωτες, αγκαλιά, στα μπουλεβάρ! Παθιασμένα φιλιά σε  Μονμάρτρ, Ριβ Γκως, Σαν Ζερμαίν ντε Πρε! Ώρες ατέλειωτες με πολλή κουβέντα, πιασμένοι χέρι-χέρι στο Καφέ ντε Φλορ! Θεέ μου, πόσες αναμνήσεις! Τι έρωτας! Γιατί αυτό είναι το Παρίσι. Μια πόλη ταυτισμένη με τον έρωτα! Τον Θεό Έρωτα! ♫ Α Παρίιιι! ♪ Καντ εν αμούρ φλερίιιι! 

/σχετικά άρθρα/
Γιάννης Μισέλ: #JeSuisBruxelles!

Sunday, November 8, 2015

Trivia (I)



Ο τραγουδιστής Αντώνης Ρέμος είναι από τον Λαγκαδά Ο εκδότης / δημοσιογράφος/ερασιτέχνης αρχαιολόγος Άδωνις Κύρου συνεχίζει να επισκέπτεται τα ιστορικά γραφεία της ΕΣΤΙΑΣ επί της Ανθίμου Γαζή παρά τη συνταξιοδότηση  Η σύζυγος του Άδωνι Κύρου, Μαρία Μπαλοδήμου, είχε αποχωρήσει, με τη γνωστή της διακριτικότητα, από την εκπομπή Καλημέρα Ελλάδα του ANT1 λόγω της γαϊδουρινής συμπεριφοράς του παρουσιαστή (και πρώην περιπτερά) Γιώργου Παπαδάκη  Ο δημοσιογράφος Γιώργος Τράγκας έχει μεγάλο έγκαυμα στον δεξιό του ώμο • Γνωρίζουμε τι πραγματικά συνέβη στη γνωστή υπόθεση Νάσιουτζικ-Διαμαντόπουλου, αλλά δεν θα το αποκαλύψουμε  Ο θεολόγος / κοινωνιολόγος Γεώργιος Μουστάκης παρολίγον να παρασυρθεί και καταπλακωθεί από διερχόμενο όχημα όταν, ενώ διέσχιζε πεζός τη Λεωφόρο Αμαλίας με κατεύθυνση την περιοχή της Πλάκας, σωριάστηκε στο έδαφος επειδή έφυγε ξαφνικά από τη θέση του το τεχνητό μέλος/προσθετικό πόδι που φορεί • Ο ηθοποιός Παύλος Κοντογιαννίδης, από Μάιο έως και Οκτώβριο, δεν αποχωρίζεται σχεδόν ποτέ τα αγαπημένα του υποδήματα (τύπου) Crocs (χρώματος μπλε), γιατί τον βολεύουν πολύ • Ο τηλεπαρουσιαστής Νίκος Χατζηνικολάου για τον κύριο Βαρδή θα έδινε και το ένα του νεφρί  Ο σκηνοθέτης Δήμος Θέος, όταν η συζήτησή μας μπαίνει στα χωράφια της φιλοσοφίας, σχολιάζει συχνά ότι ο «Bertrand Russell γαμούσε τον Wittgenstein»  Ο ίδιος σκηνοθέτης μάς έχει πληροφορήσει ότι ο ιδιαίτερος ηθοποιός Ρένος Μάντης τού είχε αποκαλύψει πως δεν φορά ποτέ για δεύτερη φορά τις ίδιες κάλτσες, και πως αφού τις βάλει μια φορά τις πετά στα σκουπίδια και φορά ένα άλλο ολοκαίνουργιο ζευγάρι • Έχουμε δει τον αείμνηστο δημοσιογράφο και τηλεπαρουσιαστή Χρήστο Οικονόμου, στον Ηλεκτρικό, να τσακώνεται (πάντα όμως με κοσμιότητα και σε χαμηλή ένταση) με την αξιαγάπητη σύζυγό του για το αν επέλεξαν το σωστό νούμερο σχετικά με δυο-τρία ζευγάρια μάλλινες ανδρικές κάλτσες που κατά τα φαινόμενα μόλις είχαν αγοράσει και τις οποίες ο δημοσιογράφος έβγαζε κάθε τόσο μέσα από μια μικρή χρυσαφί σακούλα και τις κοιτούσε Όταν βρεθήκαμε σε arthouse κινηματογράφο για να απολαύσουμε, για πολλοστή φορά, το αγαπημένο μας The Living Dead at the Manchester Morgue (με έμφαση στο ιδανικό cottage του φωτογράφου στην εξοχή), προσέξαμε ότι καθόταν, λίγες μόνο θέσεις παραπέρα, ο ιμπρεσάριος Malcolm McLaren, φορώντας εξαιρετικές black & white check κάλτσες μέσα από τα κομψά brogues υποδήματά του  Δεν βλέπουμε να κυκλοφορούν πια τα μαύρου χρώματος κλασσικά επαγγελματικά ποδοσφαιρικά παπούτσια με πολύ μακριές γλώσσες που έπεφταν γλυκά στο επάνω μέρος του υποδήματος, παρά μονάχα αυτά τα μοντέρνα γελοία σε φλούο αποχρώσεις  Ο αδικημένος από τη φύση (τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την εξωτερική του εμφάνιση) συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης λέγεται ότι έχει πολύ ταλέντο, άλλο αν από σεμνότητα επιμένει να το κρύβει • Ο αγωνιστής ηθοποιός Νίκος Καλογερόπουλος οδηγεί Lada Niva  Στο σουβλατζίδικο της οδού Πατησίων, Πατησίων 129, στο ύψος περίπου της ΑΣΟΕΕ, μπορείς να προμηθευτείς τρία σουβλάκια με πίτα με αντίτιμο μόλις πέντε ευρώ • Ο δυναμικός τραγουδιστής με την μεταλλική φωνή Λάκης Χαλκιάς οδηγεί Mercedes  Το κατάστημα ρούχων Redford επί της οδού Ακαδημίας, με σήμα τη φωτογραφία του διάσημου ηθοποιού Robert Redford, έχει κλείσει εδώ και καιρό και δυστυχώς δεν προβλέπεται να ξανανοίξει, τουλάχιστον στο ορατό μέλλον  Τη δεκαετία του ’80 ήταν πολύ της μόδας τα ψημένα σε τοστιέρα donuts με ζαμπόν, τυρί, ντομάτα (κι ό,τι άλλο τραβούσε η ψυχή σου) αλλά τώρα πια δεν τα ζητά κανείς  Όταν αργά ένα βράδυ, εκεί που βγάζαμε τα σκυλιά μας βόλτα στην ερημική περιοχή όπου μένουμε, far from the madding crowd, σταμάτησε ύποπτα δίπλα μας όχημα Citroen Xsara χρώματος μπλε κάνοντάς μας να ανησυχήσουμε, τη στιγμή που ο οδηγός κατέβασε το παράθυρο για να μας ρωτήσει πώς θα κατέβαινε Αθήνα κέντρο επειδή είχε χαθεί, με μεγάλη χαρά αλλά και αγαλλίαση διαπιστώσαμε ότι επρόκειτο περί του δημοφιλούς τραγουδιστή Κώστα Μπίγαλη και η καρδιά μας πήγε στη θέση της • Σε τυροπιτάδικο των Εξαρχείων, μια βροχερή ημέρα, συναντηθήκαμε τυχαία με τον αείμνηστο ηθοποιό Χρήστο Πάρλα (που, μεταξύ άλλων χάριζε τη φωνή του και στον «κακό» Δρα Κλάου, του περίφημου Αστυνόμου Σαΐνη που παρακολουθούσαμε τότε μετά μανίας), με τον οποίον και συζητήσαμε λιγάκι τρώγοντας τις τυρόπιτές μας μέχρι να κοπάσει η βροχή, ενώ μοιραστήκαμε και μια μπύρα • Ο συγγραφέας William Golding (του αριστουργηματικού Lord of the Flies) σκιτσάριζε με το αριστερό χέρι αλλά έγραφε με το δεξί  Συνταξιούχος πολιτευτής (και πρώην καταμετρητής της ΔΕΗ) έχει πρόβλημα με τον παλαιό του γνώριμο από τις εποχές του ιστορικού ΠΑΣΟΚ, βλαχοτραπεζίτη Σάλλα, τον οποίον χαρακτηρίζει «αχάριστο»  Στο τυροπιτάδικο του Μερακλή, που πλέον έχει κλείσει, στη στοά Ορφανίδου, συχνά-πυκνά απολαμβάναμε στα όρθια, μαζί με πολλούς άλλους Αθηναίους, τη λαχταριστή τυρόπιτα μετά της διάσημης λεμονάδας του καταστήματος που μας σερβίριζε ο ευγενέστατος φαλακρός ιδιοκτήτης πάντα με το χαμόγελο στα χείλη και ντυμένος με την γνωστή λευκή του στολή  Όπως μας έχει πληροφορήσει κάποιος (ή κάποια) μέσα από τον ραδιοσταθμό Real fm, την ώρα της εκπομπής του δημοσιογράφου Κώστα Χαρδαβέλλα σπάζει το τηλεφωνικό κέντρο από διαμαρτυρόμενους για τα χονδροειδή λάθη (εκφραστικά και πραγματολογικά) στα οποία υποπίπτει κάθε φορά ο παλαίμαχος δημοσιογράφος  Αν σκεφτεί, μάλιστα, κανείς ότι το επίπεδο των ακροατών του συγκεκριμένου σταθμού δεν είναι και από τα πιο υψηλά, αντιλαμβάνεται πλήρως για τι ορυμαγδό λαθών ομιλούμε  Ο ίδιος δημοσιογράφος, σύμφωνα με τις πληροφορίες μας, τον καιρό που παρίστανε τον «δον ζουάν» οδηγούσε με υπερηφάνεια μιαν Alfa Romeo μοδέλο Alfetta GT κρεμώντας το χέρι του έξω από το παράθυρο του οχήματος με τρόπο μάγκικο • Ο σπουδαίος restaurateur και ταλαντούχος συνθέτης Σπύρος Βλασσόπουλος, ιδιοκτήτης του (κλειστού πλέον) Ideal επί της Πανεπιστημίου όπου πηγαίναμε από παιδιά με τον πατέρα μας, κυρίως για να γευτούμε την περίφημη σπεσιαλιτέ «αυγά α λα ρόσα», και το οποίο εστιατόριο συνεχίζαμε να επισκεπτόμαστε και αργότερα, ως ενήλικοι πια, μόνοι μας, χωρίς την πατρική παρουσία, έως και πρόσφατα που κατέβασε ρολά, μας είχε εκμυστηρευθεί ότι, όταν πρωτοέχασε τα μαλλιά του και δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με το δυσάρεστο γεγονός, αναγκάστηκε να φορέσει περούκα  Ο ίδιος άνθρωπος, σύμφωνα με επιβεβαιωμένες πληροφορίες μας, στο υπόγειο της οικίας του έχει κατασκευάσει καταφύγιο για προστασία σε περίπτωση πυρηνικού πολέμου  Όσοι γνωρίζουν την σύζυγο του Γιώργου Καρατζαφέρη, κυρία Βένη, συνομολογούν ότι είναι αφόρητη • Ωστόσο, ο πρόεδρος, και παρά το γεγονός ότι παραμένει επί τόσες δεκαετίες παντρεμένος μαζί της (ήρωας πραγματικός!), ουδέποτε ίσαμε σήμερα την έχει απατήσει τουλάχιστον απ ό,τι ο ίδιος λέει  Στην οδό Κολοκοτρώνη, την εποχή που στεγαζόταν εκεί η Ελευθεροτυπία, ο δημοκρατικός γελοιογράφος Στάθης Σταυρόπουλος αδυνατούσε να στρίψει το ογκώδες όχημά του τύπου τζιπ, με αποτέλεσμα οδηγός άλλου οχήματος, εκνευρισμένος από το προκληθέν μποτιλιάρισμα, να τον αποκαλέσει «μαλάκα»  Όταν, προκειμένου να κάνουμε εξυπηρέτηση σε τότε διευθυντή κυριακάτικου φύλλου, ζητήσαμε από τον βρετανό πολιτικό Ken Clarke να παραχωρήσει συνέντευξη σε νεαρή κόρη έλληνα πολιτικού (ο οποίος είχε αρχικά δηλώσει ότι θα έθετε υποψηφιότητα και για νέος αρχηγός της ΝΔ), εξαιρετικά φιλόδοξη, που έκανε τα πρώτα της βήματα στη δημοσιογραφία, κι εκείνος δέχτηκε αλλά «αυστηρά και μόνο για 20 λεπτά», μετά το τέλος της συνέντευξης μάς εξομολογήθηκε ότι το εικοσάλεπτο της συγκεκριμένης συνέντευξης ήταν πιθανότατα ένα τα πιο βαρετά εικοσάλεπτα της ζωής του  Όποιο από τα χιλιάδες βιβλία που γεμίζουν τους τοίχους του γραφείου του Θόδωρου Πάγκαλου κι αν ανοίξεις είναι διαβασμένο και σημειωμένο  Ο τηλεπαρουσιαστής Νίκος Χατζηνικολάου διαθέτει στο σπίτι του πάνω από τριάντα (!) βιβλία, χώρια η πολύτομη εγκυκλοπαίδεια Γιοβάνη, την οποίαν συχνά-πυκνά συμβουλεύεται προκειμένου να συνθέσει το γιομάτο ουσία κύριο άρθρο της Real News • Κοντός πολιτικός με βαμμένα μαλλιά, εξαιρετικά αντιπαθής, που δεν επιθυμούμε να διευκρινίσουμε εάν σ’ αυτές τις εκλογές κατάφερε να επανεκλεγεί, αποκάλυπτε με υπερηφάνεια ότι πηδά κατά βάσιν πρωκτικώς (κάπου στο Λουτράκι, αν θυμόμαστε καλά) γνωστή σιτεμένη (και παντρεμένη) τηλεπαρουσιάστρια (που τώρα τελευταία δεν την έχουμε εντοπίσει στο γυαλί) αντίθετων πολιτικών φρονημάτων (i.e. δημοκρατική), διαθέτουσα υποκοριστικό όνομα και ευρισκόμενη σε ηλικία άνω των πενήντα  Ο ίδιος συμπλήρωνε ότι η ώριμη παρουσιάστρια είναι εξαιρετικά τριχωτή κι άρα θερμή, ενώ υπογράμμιζε ότι η ερωτική της συμπεριφορά ερέθιζε ιδιαίτατα το μικρό σαρκίο του καθότι επαίρετο ότι με τα προσόντα του την έκανε να ουρλιάζει, αρχικά μεν κατά την εκ των όπισθεν διείσδυση, εν συνεχεία δε καθ’ όλη τη διάρκεια του βάλε-βγάλε  Όταν εκφράσαμε στον αγαπημένο λαϊκό ερμηνευτή Γιώργο Καμπουρίδη ένα θετικό σχόλιο για το πόσο καλά κρατιόταν η λαϊκή αοιδός Αννούλα Βασιλείου παρά την προχωρημένη ηλικία της, εκείνος μας απάντησε «φυσικά, αφού έχει σχέση μ’ έναν νεαρό παιδαρά»  Από έγγραφη παραδοχή του σπουδαίου illustrator Ralph Steadman, γνωρίζουμε ότι τα πόδια του διάσημου δημοσιογράφου και συγγραφέα Hunter S. Thompson μύριζαν ανυπόφορα • Ο Ανδρέας Παπανδρέου κάπνιζε καπνό Erinmore  Ο εκδότης του Κάκτου Οδυσσέας Χατζόπουλος, παρότι υπέφερε από διαβήτη, μέχρι το τέλος της ζωής του κατανάλωνε στις ταβέρνες τηγανητά, ειδικότερα κεφτέδες και τηγανητές πατάτες που, χωρίς διάθεση υπερβολής, ελάτρευε  Στον πολιτευτή Μίμη Ανδρουλάκη ασκούν ιδιαίτερη έλξη οι πανύψηλες γυναίκες  Επειδή, όμως, αδυνατεί να τις έχει, τις φαντασιώνεται με ένταση κατά μόνας

/σχετικά άρθρα/
Trivia (II)

Wednesday, October 28, 2015

«Αυνάνισα τον υποψήφιο Πρόεδρο της ΝΔ!»



Όταν το νεαρό μοντέλο μάς πληροφόρησε ότι, δίνοντας όλο της το Είναι, με όλο της το νεανικό σφρίγος, τράβηξε μια περιποιημένη μαλακία στο πολιτικό στέλεχος που τώρα διεκδικεί την αρχηγία της ΝΔ (και αύριο, ποιος ξέρει, με τόση μαλακία που κυκλοφορεί γύρω μας, ίσως ακόμη και την ηγεσία της χώρας), σε ξενοδοχείο πολυτελείας, μετά από έναν αναγνωριστικό καφέ («καφέ γνωριμιάς» όπως μας αρέσει να τον αποκαλούμε, αλλά και «καφέ δημοκρατίας», αφού έδωσε τη δυνατότητα να συναντηθεί αδιαμεσολάβητα μια απλή εκλογέας με την ηγεσία της), δεν δώσαμε και ιδιαίτερη σημασία. Αφενός, γιατί πόσο να σε εντυπωσιάσει ένα τέτοιο περιστατικό, όταν το παλινδρομικά κινούμενο χέρι αποτελεί το πραγματικό φουστανελάδικο trademark; Αφετέρου, γιατί το ίδιο νεαρό κορίτσι, αψηφώντας τις επίμονες αλλά διακριτικές νουθεσίες μας (τις οποίες και χαρίζουμε απλόχερα όπου δει) να κινείται πάντα στις ράγες της ηθικής, μας έχει ενημερώσει και για άλλες περιπέτειές της όχι μονάχα αυνανιστικές αλλά και γενικότερου ιμερικού χαρακτήρα: εκείνη, λ.χ., με τον φαλακρό σφίχτη πρώην υπουργό, πάντα νόμιμο και ηθικό, σε κρίση μέσης ηλικίας και μανιώδη αναζητητή της ερωτοπραξίας, τον οποίον έχουμε εντοπίσει κι εμείς στη hipsterland / wasteland του ιστορικού κέντρου, ντυμένο μοδέρνα, νεανικά, χιπστερικά, με ύφος γλαρό και λιγωμένο, να περιφέρεται προς άγραν ανακούφισης (και επιβεβαίωσης) ο δυστυχής· αλλά κι εκείνη με τους δυο εξαιρετικά βραχύσωμους Γιάννηδες της δημοσιογραφίας, τους δυο επαρχιώτες προχειρογράφους, τον έναν («για να κάνουμε και λίγο διάλογο») για χρόνια τρόφιμο ιστορικού συγκροτήματος που τώρα σέρνεται δω κι εκεί, σε μικρότερης εμβέλειας μέσα, αναμένοντας την τελική συνταξιοδότηση, και τον άλλον, τον πρώην νηστικό, πόχε έρθει στην Αθήνα κρατώντας και πανέρι γιομάτο με λογής-λογής καλούδια απ’ το χωριό, τον ντυμένο με δανεικό σακάκι (α ρε Τράγκα με το βεστιάριό σου…), να ζει πλέον μεγαλεία (που λέει ο λόγος) σιτιζόμενος από «χοντρό» πορτοφόλι – δυο ερείπια της ζωής που θέλουν κι αυτά να  γευτούν φρέσκο, κρουστό κρέας. Άλλο, όμως, ήταν εκείνο που κέντρισε το δικό μας ενδιαφέρον ακούγοντας το όνομα του μαλακισθέντος: το ζήτημα της ερωτικής επαφής (έστω και διά της χειρός) με έναν τόσο κοινό, μέσο άνθρωπο. Πώς είναι, άραγε, να αδράχνεις τη μαλαστούπα ενός τόσο μέτριου ανθρώπου; Να την τυλίγεις σφιχτά στην παλάμη σου, να της αποδίδεις τιμές, να τη βλέπεις να θεριεύει και ακολούθως να εκρήγνυται πιτσιλώντας σε; Ποιος ξέρει, μπορεί και να πρόκειται για συναρπαστική εμπειρία…


Λένε ότι αξίζει να συναναστρέφεσαι τους κοινούς ανθρώπους. Παρέχει, προσθέτουν, πλέρια ικανοποίηση το να τους περιεργάζεσαι σ’ ένα οιονεί diner des cons. Τόση κοινοτοπία, τόση προβλεψιμότητα, τόση κανονικότητα – πώς να ’ναι, άραγε, η καθημερινότητά τους; Πώς να πορεύονται στη ζωή ολημερίς κι ολονυχτίς ετούτοι οι εντελώς συνηθισμένοι άνθρωποι; Είναι τόσο υπερβολικά κοινοί σε όλα τους που, γι’ αυτό και μόνο, καθίστανται αξιοπρόσεκτοι. Σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, βέβαια, είναι οι αδιαφιλονίκητοι θριαμβευτές. Το μαζικοδημοκρατικό αίτημα της ανόδου του μέσου ανθρώπου στην εξουσία έχει προ πολλού ικανοποιηθεί. Σε κανέναν πλέον δεν προκαλεί έκπληξη, ούτε πολύ περισσότερο καγχασμό, που εντελώς κοινοί άνθρωποι, πρωταθλητές στο άθλημα της μετριότητας, έχουν το θάρρος να διεκδικούν δημόσια αξιώματα – και να τα καταφέρνουν! Η άσκηση της πολιτικής «από τα κάτου» είναι πια κεκτημένο δικαίωμα. Και γιατί όχι. Ο μέσος άνθρωπος στο τιμόνι. Οι μέσες προδιαγραφές. Να μιλά η εξουσία αντιπροσωπευτικά στην καρδιά του απλού κοσμάκη. Ειδικά στη χώρα του μουσακά αυτό είναι εμπεδωμένο πια, χωρίς εξαιρέσεις. Τι να τις κάμεις πια τις κατευθύνσεις. Ποιος χρειάζεται τις κατευθυντήριες δυνάμεις. Αφού τιμονιέρης είναι –επιτέλους!– ο ίδιος ο Λαός. Αεί ρεμπέτης, καραμπουζουκλής, ατίθασος κι ωραίος, που δεν ανέχεται στο σβέρκο του ιεραρχίες και καθοδηγήσεις.


Ο Λαός δίνει τον τόνο. Αυτός βαρεί το τούμπανο και δίνει τον ρυθμό για να χορέψουμε. Οπότε βλέπουμε ωραία πράματα. Γουστόζικα. Δημοκρατικά. Βγαλμένα μέσα απ’ τον πλούτο της λαϊκής ψυχής. Ίσως λίγο μπρουτάλικα, μα πάντως αυθεντικά – κι αυτό είναι που μετρά. Ο Λαός κυρίαρχος ως φυσική παρουσία. Αλλά και ως κριτήριο. Το κυρίαρχο λαϊκό κριτήριο. Που κανοναρχεί. Όπου και να κοιτάξεις στη δημόσια σφαίρα βλέπεις σχεδόν παντού πνευματικά πληβείους. Γιατί η εξουσία σήμερα οφείλει να είναι αντιπροσωπευτική. Ο Λαός θέλει να μιλήσει. Να βγάλει τη σπαλιάρα του και να κατουρήσει γνώμες. Κάπου εδώ, βέβαια, θα πεταχτεί τσόντα και ο (αναπόφευκτος) φιλελεύθερος, ο σπασίκλας της τάξης, που θέλει ανοιχτό παιχνίδι με ελευθερία όχι μόνον αγοράς μα και έκφρασης, και σου λέει καουμπόικα: «Και ποιος θα αποφασίσει για το ποιος θα μιλάει και ποιος θα αποφασίζει; Όλοι έχουμε δικαίωμα έκφρασης και συναπόφασης. Αφού έχουμε όλοι τα ίδια δικαιώματα, παράγραφος τάδε, συνθήκη τάδε». Για να σκάσει μύτη και ο σπάστης ο αγωνιστής, ο δημοκρατικός, να συμπληρώσει: «Βρε ούλοι θα μιλάμε! Δημοκρατία έχουμε!». Και σε αποστομώνει. Αφού, στο κάτω-κάτω, όλοι παιδιά του ίδιου θεού είμαστε. Όλους μια μάνα μάς γέννησε. Κάτω απ’ τον ίδιον ουρανό ζούμε. Την ίδια γης πατούμε. Οπότε, γιατί να αποκλειστεί κι ο μέσος άνθρωπος από το δημόσιο λόγο και τη λήψη των αποφάσεων; Αφού και θέλει και μπορεί να δώσει γνώμες και λύσεις. Έλα ωρέ μέσε άνθρωπε! Δώκε τις καθοδηγήσεις! Ορμήνεψέ μας!


Επιστροφή, όμως, τάκα-τάκα, στη μαλακία. Το ψωλοκοπάνισμα του πολιτικού στελέχους. Τη χειροκίνητη ανακούφισή του – αφού αυτό είναι το θέμα μας. Το είχε ήδη ομολογήσει στο κορίτσι (κι ενώ είχε εναποθέσει πολύ πράμα –ίσα και με δυο κουταλιές της σούπας!– απάνω στο απαλό χέρι ευρισκόμενος πλέον σε χάλαση): «Ναι, έχω φιλοδοξίες και για παραπάνω! Για ηγετικές θέσεις!». Και η ερώτηση που μας θέτουν πολλοί όταν κουτσομπολεύουμε το γεγονός, κουτσοπίνοντας, εντελώς παπαδιαμαντικά, κανένα ποτηράκι από το plonk του φτωχού μα τίμιου καπηλειού όπου συχνάζουμε: «Καλά, πώς είναι δυνατόν ο υποψήφιος να εκτίθεται έτσι αφού έχει φιλοδοξίες για ανώτερα αξιώματα; Μαλάκας είναι;». Όσοι, όμως, διατυπώνουν τέτοιες απορίες υποτιμούν τη σημασία του σωματικού πόθου. Που μπορεί να οδηγήσει ακόμη κι έναν καθόλα νουνεχή άνθρωπο σε ατραπούς επικίνδυνες, εκθέτοντάς τον ανεπανόρθωτα. Η σκέψη μας πηγαίνει, σχεδόν αναπόφευκτα, στον αείμνηστο Αιμίλιο Μεταξόπουλο, όταν, λίγες μόνο βδομάδες προτού αφήσει οριστικά τον άδικο ετούτο κόσμο, μας εκμυστηρευόταν, στης Σοφίας, για τελευταία φορά, με ύφος εξομολογητικό (αφού σ’ αυτό βοηθούσαν και οι αμέτρητες Stella Artois που είχαν καταναλωθεί ενώ μάλιστα δεν έπρεπε να πίνει) και ως απάντηση στα πειράγματά μας ότι εκείνος θα πλήρωνε τον –διόλου ευκαταφρόνητο– λογαριασμό, «από τα κλεμμένα της Παντείου» όπως του τονίζαμε γελώντας, ότι όλη η περιπέτειά του με το γνωστό σκάνδαλο οφειλόταν στον πόθο – στον Έρωτα! «Με είχαν συνεπάρει οι αστράγαλοι της Έλλης και δεν είχα μυαλό για τα βαρετά διαδικαστικά της διοίκησης. Γι’ αυτό έγιναν όλα…». Αφού, μάλιστα, μας προσέφερε και ανεκτίμητες συμβουλές απάνω στην προβληματική τότε σχέση μας με γνωστή παντρεμένη κυρία των Αθηνών αρκετά ώριμης ηλικίας (δεδομένων των cougar / mature / oldies but goodies προσανατολισμών μας), συμπλήρωσε στοχαστικά, εν είδει ηθικού διδάγματος, και λίγο προτού καβαλήσει τη μηχανή και χαθεί, ξημερώματα πια, σαν σίφουνας προς άγνωστη κατεύθυνση: «Η γυναίκα!.. Να ξέρεις ότι όλα στη ζωή γίνονται για τη γυναίκα!..» 


Βεβαίως, θα ήταν όμορφο, συνάμα δε και ενδιαφέρον, να αναφερόμασταν σε διάφορα σκαμπρόζικα που μας έχει διηγηθεί τόσο ο Αιμίλιος όσο και άλλοι «γνώριμοι» της over 60 κυρίας, από τα χρόνια ήδη της Μεσημβρινής και της ΕΡΤ, όταν ήταν ένα φιλόδοξο, αδίστακτο μα και εύθραυστο ξεπεταρούδι, που έψαχνε μονίμως στις ερωτικές της σχέσεις τον Πατέρα – υλικό αναμφίβολα με ένα υπολογίσιμο ψυχαναλυτικό ενδιαφέρον. Θα αφήσουμε, όμως, κατά μέρος ετούτη την ευκαιρία, δεδομένου ότι βρίσκεται πια και σε προχωρημένη ηλικία η κυρία Στάη και φοβόμαστε μήπως, διαβάζοντας αυτά τα πράγματα, πάθει και τίποτα – κάτι που, προς θεού, διόλου δεν επιθυμούμε. Πάντως, όταν με απροσποίητη απορία, αλλά και με κάποια διάθεση διακριτικού και ανεξίκακου κουτσομπολιού, θέσαμε την εξομολόγηση του αειμνήστου πρυτάνεως υπ’ όψιν διαπρεπούς πολιτικού, που γνώριζε την οικογένεια Μεταξόπουλου από παλιά και είχε μάλιστα και τις καλύτερες εντυπώσεις, εκείνος έδειξε μεγάλην έκπληξη: «Τι λες, ρε γαμώτο! Έτσι λες να την πάτησε ο Αιμίλιος; Τον πιστεύω. Ταιριάζει στον χαρακτήρα του, στον Αιμίλιο που ξέρω. Γι’ αυτό σου έχω πει κατ’ επανάληψιν, παιδί μου: πυρ, γυνή και θάλασσα!». Μετά, όμως, από τόση θυμοσοφία απάνου στο θέμα Γυναίκα, Έρωτας και Εξουσία, ας επανέλθουμε στα πεζά και τετριμμένα – στη μαλακία, που ενδιαφέρει πάντα περισσότερο.


«Θα τραβούσες μαλακία και στους άλλους τρεις υποψηφίους, έτσι, για λόγους ισονομίας – γιατί όχι και ισοπολιτείας;» ρωτούμε το δοτικό κοριτσόπουλο. «Μάλλον σε έναν ακόμα» μάς λέει σκεπτική (αναφέροντας το όνομα). «Οι άλλοι δύο δεν μου αρέσουν καθόλου» συμπληρώνει. Εμάς, βέβαια, μας φαίνονται και οι τέσσαρες διεκδικητές ίδιοι. Πολιτευόμενοι με επιφανειακές διαφορές μα oυσιαστικά όμοιοι, προβλέψιμοι, μέτριοι. Τέσσαρες μέσοι, τέσσαρες εντελώς κοινοί άνθρωποι από άποψη συγκρότησης, προδιαγραφών, ικανοτήτων – τέσσαρες αντιπροσωπευτικοί διπλανοπορτάκηδες. Άρα η δημοκρατία έχει εμπεδωθεί – δεν έχει να φοβάται τίποτα. Δεν θα μπορούσε, φυσικά, να είναι αλλιώς. Έτσι έχουν σήμερα τα πράγματα. Ο Churchill είχε ασφαλώς υιοθετήσει την πλέον ορθή στάση: ενδιαφερόταν, αυτός, ένας μη μέσος άνθρωπος, για τον common man, αλλά τον ήθελε μακριά από τη λήψη των αποφάσεων. «Ποιος Τσώρτσιλ ρε! Τώρα μιλάει ο Λαός!» ακούγεται ξαφνικά από το βάθος η στεντόρεια φωνή του Θανάση του Ντάφλου, από τα ιστορικά Μέγαρα, που θέλει κι αυτός να εκφραστεί. Κι έχει δίκιο ο άντρας ο Μεγαρίτης. Γιατί τώρα έχουν αλλιώς τα πράματα – είναι μέχρι το μεδούλι δημοκρατικά. Σε μια πορεία ανεπίστρεπτη, ακόμα και τις κομματικές κεφαλές τις εκλέγει πλέον αδιαμεσολάβητα ο Λαός. Κι άντε να αρνηθείς (δημόσια) μια τέτοια διαδικασία. Σε όλες της ηγετικές θέσεις πια ο μέσος όρος. Στο τιμόνι του καθ’ ημάς σοσιαλισμού μια ανιαρή κυρούλα, σαν αυτές που συναντάς κατά δεκάδες στους δρόμους. Επικεφαλής της ελληνικής εκδοχής του «εκσυγχρονισμού» ο αγράμματος εστιάτωρ με το σακίδιο και την κουτοπόνηρη, βλάχικη φυσιογνωμία. Και στην κεφαλή της εξουσίας ένα ζευγαράκι της αγίας Παρασκευής, κατάφορτο επαρχιωτισμού και μειονεξίας, όπως καταδεικνύει καλύτερα από τις οποιεσδήποτε λεκτικές περιγραφές εκείνη η σοκαριστική φωτογραφία δίπλα στους αμερικάνους γελαδάρηδες. Αυτά, όμως, έχει η αντιπροσώπευση. Και σ’ όποιον αρέσει.


Πίσω στη μαλακία, όμως. Στη χειροπραξία. Στο ψωλοβρόντι. Ομολογούμε ότι μας είχε κάπως ξενίσει  η διά της χειρός επαφή της φιλότιμης κόρης με τον υποψήφιο Πρόεδρο. Και της εκφράσαμε σθεναρά την έκπληξή μας. Αρνήθηκε ότι ήταν ο σεξουαλισμός του που την ερέθισε. Το αντίθετο – τον βρήκε μάλλον άσκημο. Χωρίς θελκτικά σωματικά προσόντα. «Έχει κοιλιά!» μας διαμαρτυρήθηκε. Της αντιτείναμε ότι η μπάκα, ειδικά για ένα πολιτευτή, είν’ αρχοντιά – αρχοντόπαιδο, λοιπόν, ο υποψήφιος Πρόεδρος·  και της υποδείξαμε την υπερμεγέθη κοιλιά του αγαπημένου μας πολιτικού, του εξέχοντος parliamentarian, Sir Nicholas Soames (έστω κι αν ο νεοδημοκράτης υποψήφιος θέλει, ομολογουμένως, πολλά καρβέλια ακόμη για να αναμετρηθεί με ένα τέτοιο στομάχι). Αποπνέει, άραγε, οτιδήποτε άλλο εκτός από αρχοντιά ένας τέτοιος σκεμπές; 


«Είναι και κοντολαίμης!» συμπληρώνει. Δεν αρνηθήκαμε τον πειρασμό να εκλάβουμε τον κοντό λαιμό ως ένδειξη μεγαλείου, τσιτάροντας μέχρι και Huxley από το Crome Yellow: «Η μεγαλοσύνη είναι, πάνου-κάτου, η αρμονική λειτουργία των λειτουργιών του κεφαλιού και της καρδιάς· όσο πιο κοντός είναι ο λαιμός, τόσο πιο κοντά βρίσκονται αυτά τα όργανα το ένα με το άλλο». Αυτό, άλλωστε, τη συνέργεια δηλ. μυαλού και καρδιάς, δεν είναι που χρειάζεται ένας σωστός πολιτικός για να κάμει θαύματα; Μας τον χαρακτήρισε μέχρι και παχύσβερκο, βοϊδόσβερκο και χοντροκέφαλο / πλατυκέφαλο. Της αντιτείναμε ότι ετούτα τα χαρακτηριστικά δεν είναι αυτόχρημα αρνητικά, παραπέμποντάς την, για παράδειγμα, στο γιομάτο κομψότητα πορτρέτο του Joseph-Antoine Moltedo έτσι όπως φιλοτεχνήθηκε διά της λεπτεπίλεπτης μαστορικής του Ingres.


Ωστόσο, δεν φάνηκε να πείθεται από τη στέρεα επιχειρηματολογία μας. «Τότε, βρε κοριτσάκι μου, αφού δεν τονε βρήκες σεξουαλικό, γιατί τονε μαλάκισες;» ρωτούμε εύλογα. «Μπορεί να μην είναι σεξουαλικός, αλλά είναι γοητευτικός!» απαντά αποστομωτικά εκείνη, πράγμα που μας προβληματίζει μήπως και το μοντέλο έχει διαβάσει και ενστερνιστεί Baudrillard (όσο κι αν δεν τον αποδέχεται ο «μοναχικός πολυπράγμων»): «η σαγήνη είναι ισχυρότερη από τη σεξουαλικότητα». Και υπό το φως ετούτης της άκρως αποσαφηνιστικής παραδοχής, η επιλογή του μοντέλου δικαιολογείται, γιατί ο μαλακισθείς από σεξουαλικότητα σίγουρα μπορεί να χωλαίνει, αλλά  τη γοητεία, όπως δείχνει και το ευσταλές παρουσιαστικό του, μοιάζει να την έχει μπόλικη.


Να λοιπόν που ένας μαλακισμένος (προς θεού – με την κυριολεκτική κατά γράμμα έννοια του όρου), ένας μαλθάκας, ετοιμάζεται για αρχηγέτης. Πράγμα που διόλου δεν εκπλήσσει, δεδομένου ότι μιλάμε για Νέα Δημοκρατία – το κόμμα των Χατζημιμίκων. Οπότε κάθε συζήτηση περνά, αναγκαστικά, στα χωράφια της ιλαροτραγωδίας. Μπουφόνικες καταστάσεις – με υποψηφίους αρχηγούς που, κι από φάτσα μονάχα να τους κόψεις, αμέσως καταλαβαίνεις ότι βρισκόμαστε πιο κάτω ακόμα κι απ’ τον μέσο όρο (που είναι ήδη πολύ κάτω). Κι ας πρόκειται για το «αστικό» κόμμα της χώρας. Αστικό, σε αγροτοποιμενική όμως βερσιόν, στα χνάρια του μεγάλου «Εθνάρχη» από το Κιούπκιοϊ. Του «φρυδά», που ’τανε μπάνικος και τονε γουστάριζαν κι οι γυναίκες και τονε ψηφίζανε. Του βουκόλου γενάρχη της χωροφυλακίστικης και παπαδίστικης Δεξιάς σε ελληνοπρεπέστατη εκδοχή, τίμια, λεβέντικη, με απογόνους και συνεχιστές τους δυο ευρυπρόσωπους (και ευρύπρωκτους) συνονόματους, τους δυο λεβεντάνθρωπους Κωστάκηδες, τους δυο κωλαράδες εξαδέλφους των οποίων η ικανότητα τρέχει απ’ τα μπατζάκια. 


Του γέροντα που έτρωγε συνέχεια στου Λεωνίδα και δάκρυζε για τη Μακεδονία μας. Του φύλαρχου που ’παιζε και γκολφ (!) («ήθελε να ξέρει γκολφ, αλλά δεν ήξερε...» μας σχολίασε κάποτε, βιτριολικά, ο Γεώργιος Ράλλης, μαζί με άλλα ωραία που ίσως τα αναφέρουμε κάποτε) κι έφκιασε και ιδεολογία για το πόπολο με έμβλημα την τρουά-καρ «ντεγκολική» πόζα του να κοιτά το υπερπέραν, τον «Καραμανλισμό» («πολύ γέλιο» ©) – μια πατατοσαλάτα Σερραίικη all the way, εύπεπτη, «κατάλληλη δι’ όλην την οικογένειαν». Να γλείφει ο ταλαίπωρος ο κοσμάκης και τα δάχτυλά του. Να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει. 


Πολλά τα κατορθώματα, πολλές οι ultra σοφές ρήσεις που περιέχονται στο χρυσόδετο καραμανλικό συναξάρι («Η Ελλάδα είναι ένα απέραντο φρενοκομείο», «Η Μακεδονία είναι Ελληνική» και λοιπά εύηχα απολίτικα). Που το διαβάζουν γονατιστοί, με το χρειαζούμενο σέβας, χρόνια τώρα, οι γαλάζιοι κομματικοί νεκρόφιλοι (κάμνοντας ευλαβικά και τον σταυρό τους). Και με την περίφημη «Ιδρυτική Διακήρυξη» του ’74 τοποθετημένη σεβαστικά στο νεοδημοκρατικό εικονοστάσι, μια αρλούμπα περιωπής ενώπιον της οποίας τα στελέχη στέκονται περιδεή, αφού την προορίζουν ακόμη και σήμερα για τον φωτοδότη φάρο που θα μας οδηγήσει, αύριο-μεθαύριο, στο θριαμβικό μέλλον. Κι άντε τώρα να αμφισβητήσει κανείς ετούτο το hilarious νεοδημοκρατικό κοράνι.


Στη νέα αυτή νεοδημοκρατική παράσταση βουκολικού δράματος, λοιπόν, οι πρωταγωνιστές είναι γεννημένοι δευτεραγωνιστές. Παρότι ο κοσμάκης θα συντηρήσει πιθανότατα και τη νέα καλλιτεχνική προσπάθεια κόβοντας εισιτήριο (φτηνό, μόλις τρία ευρώ) στις κομματικές λαϊκές απογευματινές. Έστω και χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, αφού η παράσταση θα δοθεί με παίκτες πάγκου. Αλλά οι νεοδημοκράτες, αυτά τα περίεργα είδη του πολιτικού ζωικού βασιλείου, έχουν μάθει να ψηφίζουν, χωρίς αντιρρήσεις, ό,τι τους σερβίρεται. Γιατί έχουμε και δημοκρατία. Στο κόμμα της αστικής λουμπενοποίησης, και οι τέσσαρες υποψήφιοι, ο ημίτρελος, ο κουτσαβάκης, ο τζιτζιφιόγκος κι ο βλαχοδήμαρχος, δεν αφήνουν περιθώρια για ποικιλία στις επιλογές. Ξέρουμε ήδη από τι έχουμε να διαλέξουμε. Από τη μία, παπάδες, μπασκίνες, νοικοκυραίοι. Από την άλλη, λογιστάδες, σταρτάπερς και μανατζαραίοι. Οπότε, ας ρίξουμε ένα «Αχ βρε…», «a la manière de» Nikos Dimou (του καταξιωμένου διαφημιστή / δημοσιογράφου): Αχ βρε ταχυδακτυλουργέ Καράκας… Γι’ αυτό έδωσες τη ζωή σου έξω απ’ το Πολυτεχνείο; Για να διεκδικούν την εξουσία τέσσερις μέτριοι αλμπάνηδες;


Η επιγραφή στην Δαντική πύλη της Κολάσεως γράφει: «Εσείς που μπαίνετε εδώ, ξεχάστε κάθε ελπίδα». Η ίδια επιγραφή καλό θα ήταν να αποτελεί υποχρεωτικό ανάγνωσμα και για όσους περνούν τα σύνορα της ελληνικής επαρχίας. Με τη ΝΔ ως την κατεξοχήν κομματική έκφραση ενός μικρού κακορίζικου χωριού περίτρομου απέναντι στον πραγματικό κόσμο και συμπλεγματικού, η οποία δοξάζει την ανεπάρκεια στεγάζοντας ό,τι αναχρονιστικότερο, γελοιωδέστερο και σακατιλίδικο διαθέτει η χώρα – τόσο σε επίπεδο στελέχωσης όσο και βάσης. Γιατί, όμως, δεν ξεσηκώνεται ο κόσμος απέναντι σ’ αυτή την γελοιότητα; Γιατί δεν εξεγείρεται μπροστά στη σαχλαμάρα, ώστε να οδηγήσει και πάλι στην «ανάπτυξη» τη χώρα που έχει τεράστιες δυνατότητες, αφού, πέραν των άλλων, μπορεί και παράγει ίσα και με τρεις (!!!) διαφορετικούς χαλβάδες (Μακεδονικό, σιμιγδαλένιο και Φαρσάλων); Ποιος ξέρει, ίσως να φταίει ο καιρός. Όπως, άλλωστε, είχε δηλώσει κάποτε κι ένας αλγερινός υποστηρικτής του Ben Bella στον Kapuscinski «εδώ ο λαός δεν ξεσηκώνεται γιατί κάνει πολλή ζέστη». Άρα ίσως και στα δικά μας τιμημένα χώματα, στην αραπιά της Ευρώπης, να μη φταίει η μαλακία αλλά η ζέστη, η παραγόμενη από το (μοναδικό στον κόσμο) στραφταλίζον αττικό φως, από τον ήλιο που σε τούτον εδώ τον τόπο βαρεί διαφορετικά και μας πυρώνει δυνατά.


Ο έλλην χωρικός, αναλλοίωτος στον χρόνο, θέλει να αντιπροσωπευθεί, και μάλιστα κουτοπόνηρα, επαρχιώτικα. Με ανθρώπους του χεριού του, μέτριους, της πλάκας, για να τους νιώθει δικούς του, να τους ελέγχει. Δεν ανέχεται ανώτερούς του ο κοσμάκης μπας και τονε ξελασπώσουν· μήπως και αναβαθμιστεί λιγάκι και φάει κι ένα κομμάτι γλυκό ψωμί. Δικαιώνοντας ίσως όσους λένε ότι είναι ένα αδρανές υλικό, που ζητάει ο οργανισμός του γερό καλούπωμα και κάμποσο βοναπαρτισμό μπας και καταφέρει κάτι τις. Εκείνος, όμως, προτιμά τον κατιμά, τα αντιπροσωπευτικά ρετάλια. Θέλει, κοιτώντας τον καθρέφτη του, να εκφραστεί – κι όχι μόνο λεκτικά, αλλά και διά της ψήφου. Να ψηφίσει τους ομοίους του, τους ανασκολοπιστές του, για να τον ξεκωλιάσουν, και στη συνέχεια να σκούζει κακομαθημένα, μονίμως διαμαρτυρόμενος και διαψευσμένος, πρήζοντάς μας αρκετά κάποιους αδένες. Όσοι, μάλιστα, επιδίδονται στο σπορ της ψηφοφορίας (και είναι μπόλικοι!) μας εκμυστηρεύονται ότι πρόκειται για διαδικασία απολαυστική – πιο απολαυστική κι απ’ τη μαλακία ακόμη! Πολιτικοί και ψηφοφόροι, σε μια μεγάλου μήκους πολιτική τσόντα, αυνανίζονται μονομανιακά· και μάλιστα για ποικιλία, με κέρδος τη φαντασία, παίζοντας και ο ένας το όργανο του άλλου! Αλληλομαλακιζόμενοι! Θεέ μου, πόση ανιδιοτέλεια! Πόση εκχώρηση του Εαυτού στην εξυπηρέτηση του Άλλου, πόση αλληλοπεριχώρηση δηλοί ετούτη η δυνατή αλληλομαλάκινση! Αλλά μήπως κι εμείς, που ασχολούμαστε υποτίθεται αφ’ υψηλού, δήθεν σκωπτικά, δήθεν περιπαικτικά, με τα λήμματα, που ανακατεύουμε τα περιττώματα με επάργυρες κουτάλες, που μουρμουρίζουμε υψηλόφρονες χαριτωμενιές διανθίζοντας τες και με κάνα jeu desprit, μια περιποιημένη μαλακία δεν τραβάμε; Μέσα στη μαλακία απαξάπαντες, λοιπόν – στον έναν ή τον άλλο βαθμό. Ξύπνιοι και καθυστερημένοι. Κυβερνώντες και κυβερνώμενοι. Πατρίκιοι και πληβείοι. Η αποκορύφωση της ισότητας. Το απόγειο της δημοκρατίας. Στο πνεύμα της εποχής.

/σχετικά άρθρα/
Οι εκτονώσεις ενός υποψήφιου περιφερειάρχη