Friday, March 31, 2017

Είναι οριστικό: στο ΠΑΣΟΚ ο Κώστας ο Μπαργιώτας!



Μετά από πολύμηνη κι επώδυνη επώαση, συνάμα δε και σκληρές, σκληρότατες διαπραγματεύσεις, οι καμπάνες αντήχησαν χαρμόσυνα. Η συμφωνία επετεύχθη. Ναι, είναι πλέον οριστικό: ο Κώστας ο Μπαργιώτας θα ενισχύει από τούδε και στο εξής το ΠΑΣΟΚ! Χαράς ευαγγέλια τόσο για τον σοσιαλιστικό χώρο όσο και για τον ίδιο τον Λαρισαίο πολιτικό – ασφαλώς, δε, και για πατρίδα και λαό.


Πρέπει να θεωρηθεί σημαντική η μεταγραφή Μπαργιώτα – τουλάχιστον εάν πιστέψουμε τον διευθυντή της Φώφης, τον Μανώλη τον Όθωνα, ο οποίος, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, ειδικά τις τελευταίες ώρες, ξεχειλίζει από ενθουσιασμό για το Λαρισαίικο απόκτημα. «Πιστεύω ότι με τον Μπαργιώτα, τον άξιο Κώστα Μπαργιώτα, θα μπορέσουμε να πάμε ακόμη καλύτερα, ακόμη ψηλότερα!» δηλώνει ο δυναμικός Κρης. Και ποιος μπορεί να τον μεμφθεί για μια τέτοια πρόβλεψη;


Ωστόσο, δεν έλειψαν και οι παρενέργειες. Δεν θα επεκταθούμε στις διάφορες εσωκομματικές, αλλά θα περιοριστούμε στις πιο πικάντικες, όπως αυτή του διαγραφέντος από τον ΣΥΡΙΖΑ, Στάθη Παναγούλη. Ο οποίος έγινε έξαλλος, όταν πληροφορήθηκε τις σχετικές εξελίξεις. Και ευλόγως (εάν, φυσικά, μας επιτρέπεται από τους αναγνώστες η σχετική κατάθεση γνώμης), δεδομένου ότι ο παλαίμαχος αγωνιστής της πολιτικής (μετά και την ανεξαρτητοποίησή του και ευρισκόμενος κι αυτός σε πυρετώδη αναζήτηση κόμματος, ασφαλώς προκειμένου να προσφέρει) έχει θέσει, εδώ και μήνες, εαυτόν στη διάθεση του ΠΑΣΟΚ (προσφερόμενος να γαβγίζει ασταμάτητα εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ ως ένας ΠΑΣΟΚικός Άδωνις), καταβάλλοντας φιλότιμες προσπάθειες (κάποιοι λένε ικετεύοντας) για ένταξη στους κόλπους του ιστορικού σοσιαλιστικού κόμματος· πλην όμως η πρόεδρος Φώφη τον έχει εδώ και μήνες στο «περίμενε». (σ.σ. Στη Β Αθηνών κατεβαίνει κι ο Λοβέρδος, καημένε Στάθη – έτσι εξηγείται, πάντα κατά τη γνώμη μας, η σχετική αδράνεια της ΠΑΣΟΚικής ηγεσίας· εξόν κι αν αποφασίσεις να πολιτευτείς σε άλλη, άγνωστή σου περιφέρεια, ως μπάλωμα / τσόντα.) Και επί τη ευκαιρία, μια επισήμανση προς τα ηγετικά κλιμάκια του κόμματος: Ο Στάθης έχει υψηλό σάκχαρο και δύσκολα ελέγχει τα νεύρα του (ειδικά, δε, και μετά την καταστροφή του προποτζίδικου του γιου του), γι’ αυτό κάμετε γλήγορα ό,τι είναι να κάμετε, εάν, φυσικά, επιθυμείτε να σταματήσουν οι τυχόν εναντίον σας χριστοπαναγίες από το απύλωτο στόμα του πάντα οργισμένου Στάθη...


Πίσω στον Μπαργιώτα, όμως. Που είναι και το θέμα μας. Στο «Πουτάμ’», όπως το λένε στα μέρη του, ανεζήτησε αρχικά καταφύγιο ο Κώστας. Βρίσκοντας θαλπωρή κάτω από τις στοργικές φτερούγες του Σταύρου του Θεοδωράκη, ενός ηγέτη που ίσταται (από επιλογή και όχι από έλλειψη προσόντων) μακριά από μοντέλα αυθεντίας και πεφωτισμένης ηγεσίας, ενός «ανθρώπου της διπλανής πόρτας». Εντούτοις, τάχιστα κατέβαλε τον Λαρισαίο η απογοήτευση, αφού ο συμπαθής αρχηγέτης έδειξε, δυστυχώς, από πολύ ενωρίς ότι δεν τραβάει. Ούτε καν η προσθήκη / συστράτευση του «καλύτερου δημοσίου υπαλλήλου του κόσμου» φαίνεται να τον ξελάσπωσε. Με αποτέλεσμα την πολιτική περιθωριοποίηση του ίδιου του –αποψιλωμένου πλέον– «Σταύρου» και του νεότευκτου κομματιδίου του. Κι έτσι ο Μπαργιώτας, φτιαγμένος για αγώνες από στέρεα μετερίζια, αποφάσισε, κάνοντας την καρδιά του πέτρα, να ταξιδέψει για πιο σίγουρα λιμάνια (έστω κι αν έτσι πίκρανε τόσο άσπλαχνα τον πρώην δημοσιογράφο / εστιάτορα και ευεργέτη του, ο οποίος τον έκαμε και βουλευτή). Γιατί επιθυμία του είναι να πολιτευτεί σοβαρά κι όχι να καταλήξει στο περιθώριο της πολιτικής, εκεί όπου κυριαρχούν απελπισία και γραφικότητα, πλάι σε στελέχη που, διακρινόμενα από παιδισμό και ερασιτεχνισμό, κάνουν πολιτική με φαιδρά, παιδαριώδη σποτάκια που ενθουσιάζουν τον χαζοχαρούμενο πληθυσμό της απολιτικότητας και τα οποία σε κάνουν, όταν τα βλέπεις, να πλημμυρίζεις από αμηχανία.


Θα μπορέσει, άραγε, να σηκώσει στις πλάτες του τις ευθύνες που γεννά η κρισιμότητα των καιρών ο Μπαργιώτας; Θα μπορέσει να δώσει αυτό το κάτι παραπάνω, μιαν ώθηση για τη συνένωση, και συνακόλουθη εκτόξευση, της ταλανισμένης Κεντροαριστεράς; Στον βαθμό που του αναλογεί, ναι, ας είμαστε σίγουροι ότι θα το μπορέσει. Και πάντως είναι βέβαιον πως θα κάμει ό,τι καλύτερο μπορεί. Αφού κατεβαίνει με μεταρρυθμιστική ατζέντα ο Κώστας  ξηγημένα πράγματα. Ωστόσο, ας μη ζητούμε πολλά από τον δύστυχο Μπαργιώτα. Ας μην έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις. Ο Λαρισαίος πολιτικός δεν υπόσχεται θαύματα. Ένας απλό περιφερειακό στέλεχος είναι, ένα μυρμήγκι της πολιτικής, όπως προστάζουν οι καιροί – όχι ένας σύγχρονος πολιτικός Άτλας. Σίγουρα, μπορεί να δώσει πολλά· όχι, όμως, και τα πάντα. Επομένως, ας υποδεχθούμε την μετεγγραφή Μπαργιώτα με μικρό καλάθι στα χέρια, αλλά όμως και με πολλήν ελπίδα στην καρδιά.


Βέβαια, υπάρχουν και ορισμένοι ξερόλες, οι οποίοι και διατυπώνουν ενστάσεις για την επιλογή Μπαργιώτα: «Κι αφού διαφωνεί, γιατί δεν πάει σπίτι του;» ρωτούν εξυπνακίστικα. «Συνήθως βυθιζόμαστε σε έναν νύκτιο βόρβορο, σε ένα σκότος τόσο μέτριο όσο και το φως» σχολιάζει ο μεμψίμοιρος φιλόσοφος. Για μια στιγμή, όμως. Μήπως ακριβώς ένας τέτοιος προβληματισμός ήταν που ώθησε τον Κώστα τον Μπαργιώτα στην ΠΑΣΟΚική ένταξη; Μήπως εκεί φρονεί ότι θα βρει το φως, το φως το πραγματικό, το φως το ανέσπερο, το φως το πλέριο, που θα καταυγάσει  πατρίδα και λαό; Ίσως, λοιπόν, ειδικά σ’ αυτούς τους κρίσιμους καιρούς, η ανάγκη για προσφορά να είναι εκείνη που οδηγεί τα βήματα (και) του Λαρισαίου πολιτικού. Και του απαγορεύει κατηγορηματικά απόσυρση και ιδιώτευση, παρά την πικρία που δοκίμασε από τους Ποταμίσιους ερασιτεχνισμούς και τις Σταυροθεοδωρακικές γραφικότητες. Επιβάλλοντας, ως πράξη ευθύνης, την συνέχιση της παρουσίας του στα δημόσια πράγματα. Γιατί, εδώ που τα λέμε, χωρίς διάθεση υπερβολής και με το χέρι στην καρδιά, μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς ετούτη ή και την επόμενη βουλή χωρίς την παρουσία του Κώστα του Μπαργιώτα;

Monday, March 6, 2017

Οι γαλακτώδεις (ΙΙ)


Το νέο του δυστυχήματος τον βρήκε τον καθέναν μονάχο του, στο υποφωτισμένο του δωμάτιο, in flagrante, ωστόσο έπρεπε άμεσα να υπάρξει τοποθέτηση. («Σχολιάζω άρα υπάρχω!» είπε ο Κουρτέσης.) Η πυραμίδα έχει γυρίσει τούμπα, εδώ και καιρό, δικαιώνοντας τους λαϊκούς αγώνες. Εκφραστικός συνωστισμοπληθωρισμός. Να υπάρχει, άραγε, κάτι απάνου στο οποίο ο Joe Blow from Kokomo δεν έχει άποψη; «Θα σέβεστε» ακούς –για εκατομμυριοστή φορά τις τελευταίες μέρες– από τον μέσο αποφαινόμενο που «πρωτοτυπεί», σπάζοντάς μας πολύτιμους αδένες. Η Πόρσε, ευκαιρία για νέες (εκφραστικές) λούπες. Μπορεί, άραγε, κάποιος μέσος άνθρωπος, κάποιος μη ειδικός, να μην έχει άποψη για τα ακριβή αίτια του δυστυχήματος; Επιτρέπεται να μην έχει γνώμη – και, κυρίως, να μην επιθυμεί να τη μοιραστεί; Μπα, το Πορσικό συμβάν είναι εδώ και ζητά σχολιασμό. «Jaccuse!», ο κακιασμένος μπατίρης αριστεριστής. Το ανάποδο (η καρδούλα του το ξέρει...), ο δυστυχής γουοναμπής που πασχίζει να κρύψει τη δική του –λόγω αδεκαρίας– μνησικακία μέσα από την υπεράσπιση της φαντασιακής του ταυτότητας. («Ο καπιταλισμός επιτρέπει και σ’ εμάς να ονειρευόμαστε – και, ποιος ξέρει, ίσως κάποια μέρα κι εμείς… ενδεχομένως... κάποτε...») Συν ο φόβος μη και δείξει τη συμπλεγματικότητά του [ο φόβος του βλάχου με τονε πούνε (οι βλάχοι) βλάχο]. Διαφορές, γεννημένες, όμως, από το ίδιο εύφορο έδαφος (που παράγει, μονοκαλλιέργεια, τη ζηλοφθονία). Από την ίδια γαστέρα βγαίνουν οι (υποτίθεται αντιτιθέμενες) απόψεις. Ο Masaccio δείχνει προς τον ορθολογισμό· ο Fra Angelico προς τον μυστικισμό. Αλλά κι οι δυο τους –επισημαίνει ο Καΐμη– έμαθαν το πινέλο ως τέκνα της ίδιας Τζιότικης παράδοσης. Πέριξ της ηθικής και της τεχνικής η συζήτηση, αλλά μήπως θα μπορούσε να προστεθεί και μια διάσταση αισθητική; Μπορεί, λ.χ., τη Silver Shadow που οδηγεί στο Surrey ο κύριος Prichard (που παρόμοιο αμάξι οδηγούσε κι ο προπάππος του) να την οδηγεί κι ο (new money) Θανάσης στους δρόμους της ιστορικής Λεβαδειάς; Είναι συμβατή, με τα κλασσικά, παραδεδεγμένα κριτήρια αισθητικής, η εικόνα πολυτελών αυτοκινήτων να βολτάρουν στις Βαλκάνιες λεωφόρους – και δη με κάγκουρες στο τιμόνι; Ο Ιαβέρης, οργίλος, μιλά, για χιλιοστή φορά, ακάματα, σχεδόν εμμονικά, για έλλειψη οδηγικής συνείδησης (με τη γραφικότητα, δυστυχώς, να παραμονεύει στη γωνιά). Ο τηλεπαρουσιαστής αναλύει (στους διψασμένους για επιβεβαίωση της προειλημμένης τους απόφασης θεατές) τις κρίσιμες λεπτομέρειες για το συμβάν «που σκόρπισε το πένθος» («πρέπει να παίζει η εικόνα του δυστυχήματος;» – να ένα ακόμη ερώτημα). Υπάρχει κάποιος που θέλει να ρωτήσει και όχι να απαντήσει; (Σιγή από το εκκλησίασμα.) «Έτρεχε το κωλόπαιδο», στο καφενείο. «Όχι στην ταξική ανάλυση του δυστυχήματος», στα fora της πρεταπορτέ διανόησης. Και ο (αναπόφευκτος) ορθολογισμένος, ο εκφραστής της γενικώς αποδεκτής αιρετικότητας, ο «μοναχικός πολυπράγμων» να διευκρινίζει ότι «δεν φταίει η Πόρσε», διαφωτίζοντας (ευτυχώς!) όσους πλανεμένους πίστευαν πως για το δυστύχημα ευθύνεται ο κινητήρας, το τιμόνι κι ο λεβιές του «πολυτελούς οχήματος». Επανάληψη μήτηρ μαθήσεως, αλλά κι η πρωτοτυπία έχει τη χάρη της. Γι’ αυτό και, παρακολουθώντας βαριεστημένα την επαναλαμβανόμενη επικαιρότητα, ενθουσιαστήκαμε από μια νέα οπτική που κατατέθηκε (πραγματικά ή στη φαντασίας μας;) αφιλοκερδώς (τι έκπληξη!) από τον κύριο Τάδε, τον καθηγητή των Μπίζνες Οικονόμικς Ακάουντινκ εντ Λοτζίστικς γουίθ Φάινανς εντ Μάρκετινκ: «Χάθηκε ένας νέος άνθρωπος. Έχουμε σκεφτεί ότι, εάν δεν έφευγε τόσο πρόωρα, θα μπορούσε να είναι παραγωγικός για πάνω από σαράντα χρόνια, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της χώρας;» Πρωτότυπη παρατήρηση, χωρίς αμφιβολία, ωστόσο το ερώτημα του «τίς πταίει;» για το «τραγικό δυστύχημα» παρέμενε μετέωρο. «Ο λαϊκισμός!» αποφαίνεται ξάφνου ο αναπόφευκτος (γκρεκοφιλελεύθερος) επιστήμονας, εμπλουτίζοντας καθοριστικά τη δημόσια συζήτηση.

/σχετικά άρθρα/
Οι γαλακτώδεις