Thursday, March 26, 2009

Αντώνης Φούσας: το νομικό και πατριωτικό βάψιμο



Αφήσαμε να περάσει η χθεσινή ημέρα εορτασμού της εθνικής παλιγγενεσίας και να κατακαθίσει το μπάφιασμα από την κατάποση μπακαλιάρου και σκορδαλιάς, προτού την τιμήσουμε κι εμείς, με τη σειρά μας, δια της φιλοτεχνήσεως του πορτρέτου ενός πραγματικού πατριώτη. Οι πατριώτες, βέβαια, αφθονούν σε τούτη τη χώρα (οι κατ’ επάγγελμα, τουλάχιστον…) και η επιλογή οδυνηρά δύσκολη (ποιον να πρωτοθυμηθεί κανείς: Νεοκλή Σαρρή, Μαρία Τζάνη, Σαράντο Καργάκο, Παναγιώτη Κρητικό, Δημήτρη Ιατρόπουλο, Γιάννη Τριάντη, Χρήστο Πασαλάρη ή μήπως Φιλοκλή Ασημάκη; Ατέλειωτος ο κατάλογος…). Τελικώς, αναπόφευκτα, το κριτήριο των βαμμένων μαλλιών πρυτάνευσε και το ιστολόγιό μας με υπερηφάνεια παρουσιάζει έναν – πρώτα και πάνω απ’ όλα – μεγάλο πατριώτη: τον δικηγόρο – και αποτυχόντα βουλευτή – Αντώνη Φούσα


Ο Αντώνης είναι γέννημα θρέμμα της αγνής ελληνικής επαρχίας. Της γης που γεννά αναστήματα... Και αυτό φαίνεται από την ευφυία του, αν και ορισμένοι την χαρακτηρίζουν ως απλή κουτοπονηρία. Εμείς αυτό δεν μπορούμε να το δεχτούμε. Πρώτον, διότι η κουτοπονηρία δεν θάλλει στην αγνή επαρχιώτικη γη (το ακριβώς αντίθετο) και δεύτερον γιατί, όπως έλεγε και ο μακαρίτης Βασίλης Ραφαηλίδης (ο και ως συν-πανελίστας του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου διακριθείς), «η πονηρία είναι το όπλο των κουτών, γιατί οι έξυπνοι δεν την χρειάζονται – έχουν απλώς την ευφυία»… Αν αυτό ισχύει για την σκέτη πονηρία, πόσο μάλλον για την κουτο-πονηρία… Όπως και να’ χει, ο Αντώνης «φωνάζει» την καταγωγή του από μακριά. Κεφάλι ογκώδες, μακρύ, παραλληλόγραμμο, επίπεδο στο πάνω μέρος – και να μην γνώριζες το βιογραφικό του, θα έβρισκες στο άψε-σβήσε ποιος τόπος είναι υπεύθυνος για την γέννηση του ανδρός… Ο πλατυκέφαλος και δολιχοκέφαλος αυτός άνδρας κατάγεται από την εύανδρο Ήπειρο και πιο συγκεκριμένα από τα Ιωάννινα (χωριό Ρεπετίστα, στον εξωτικό Άνω Καλαμά). Φτωχή περιοχή – από τις φτωχότερες της Ευρώπης – αλλά πλούσια σε φαιά ουσία - και πατριωτική ευαισθησία... Αν σκεφτεί κανείς ότι και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μας (ο και ως δανειστής του Ανδρέα διακριθείς) Κάρολος Παπούλιας (ουπς, μήπως είναι «θεσμός» και πρέπει να τον αφήσουμε εκτός σχολιασμού;), με την γνωστή και αδιαφιλονίκητη πατριωτική υπερευαισθησία, έλκει την καταγωγή του από τον ίδιο (άγονο) τόπο, μπορούμε να καταλάβουμε για τι πατριωτικό φρόνημα μιλάμε… Πτωχός, λοιπόν, τόπος και κακοτράχαλος, ανάγκασε τον νεαρό Αντώνη να πάρει το δισάκι του και να κατέβει στην πρωτεύουσα. Δύσκολη η ζωή στο κλεινόν άστυ, αλλά η πονηρία και το πάθος για διάκριση και προκοπή του νεαρού επαρχιώτη άνοιξε σταδιακά τις πόρτες της επιτυχίας...


Ο μικρός Αντώνης, λοιπόν, ανδρώθηκε και, αποφοιτώντας από τη Νομική σχολή του Αθήνησι, «αρχίνισι» (όπως λένε το άρχισε στα μέρη εκείνα) να δικηγορεί δημιουργώντας αξιοζήλευτη καριέρα (με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό στον ωραία Ελλάδα…). Κατάφερε να χτίσει όνομα – αυτό πρέπει να το διαλαλήσουμε. Ωστόσο, ουδέποτε κατάφερε να ξεπεράσει τον ακατανίκητο φθόνο, που τον κατέτρωγε σαν σαράκι, απέναντι σε δικηγόρους «αστικής» προελεύσεως, όπως τον, και ως συνήγορο του δικτάτορος Ιωαννίδη διακριθέντα, Κον Αλφαντάκην (υπερήφανο ιδιοκτήτη στρατιάς αυτοκινουμένων οχημάτων Maserati) και – κυρίως – τον αριστοκρατικό «Αλέκο» των δικαστικών αιθουσών, τον ευθυτενή και υπέρκομψο Αλέξανδρο Λυκουρέζο.


Ειδικώς δε απέναντι στον δεύτερο, ο φθόνος φθάνει σε επίπεδα δυσθεώρητα… Τον Αντώνη τον εκνευρίζει πολλά (κυπριακή διάλεκτος) η «αριστοκρατική» στόφα του ανδρός – το κλασσικά υπέρκομψο (ή υπέρκομψα κλασσικό) στυλ του... Στυλ anglais, λανσαρισμένο με αξιοσημείωτη επιτυχία. Κοστούμια στενής γραμμής ή σακάκια tweed (με suede patches στους αγκώνες) με κομψά, στενά, αγγλικού στυλ παντελόνια, ακριβές τιράντες με δερμάτινα «τελειώματα», φίνα κασμιρένια πουλόβερ (σε έντονα χρώματα) μέσα από το σακάκι, bold stripes υποκάμισα με cutaway collars ή tab collars ή (σπανιότερα) pin collars, ενίοτε δε και υπέροχα tattersall country shirts, συνοδευόμενα από κομψότατα suede, καφέ χρώματος, υποδήματα "chukka boots". Τι να αντιπαραθέσει μπροστά σε αυτό το μνημείο κομψότητας ο Αντώνης με τα βαρετά και προβλέψιμα γκρι κοστούμια, τα ανιαρά και ανέμπνευστα λευκά υποκάμισα με τους μυτερούς γιακάδες, τις αταίριαστες γραβάτες και τα βαρετά μέχρι θανάτου... Sebago (που φορά μέρα νύχτα και ο Δημήτριος Αβραμόπουλος… - Στιλιστικό tip, επί τη ευκαιρία: αγόρια της βουλής και των δικαστηρίων, δεν φορούμε «παντοφλέ» υπόδημα ή μοκασίνι – Sebago ή άλλο – με κοστούμι. Μόνο δετό υπόδημα – εκτός κι αν είμαστε ο Γιώργος Τράγκας, οπότε μπορούμε να συνταιριάξουμε άνετα, όπως έχουμε δείξει και σε παλαιότερη ανάρτηση, κοστούμι ακόμη και με… πέδιλο).


Στα δικαστήρια, βεβαίως, εν ώρα αγορεύσεως, δύσκολα τον καταλαβαίνει κανείς τον Αντώνη… Το ίδιο και, κατά το παρελθόν, όταν αγόρευε από του βήματος της βουλής. Η βαριά ηπειρώτικη προφορά, το φάγωμα των φωνηέντων, χαρίζει στην ομιλία του επαρχιώτου θεμιστοπόλου ένα χαρακτηριστικότατο τοπικό ηχόχρωμα… Κερδίζει, όμως, τελικά τις εντυπώσεις, γιατί η χάρις των κινήσεων, η ουσία των επιχειρημάτων, καθώς και το φλογερό πάθος κατά την υπεράσπιση των θέσεών του κατανικά κάθε άλλο handicap. Τώρα πια, την ομιλία του ανδρός (με την ελαφρά εκτόξευση σιέλου κατά τη διάρκεια της αγορεύσεως, όταν «κρεσεντάρει») την απολαμβάνουν μόνον οι άνθρωποι των δικαστηρίων, καθότι ο Αντώνης δεν μπόρεσε, δυστυχώς, να επανεκλεγεί βουλευτής. Οι πατριωτικές δυνάμεις απώλεσαν έναν δυναμικό εκπρόσωπο, αλλά ο χώρος των δικαστηρίων γεύτηκε την «ολική επαναφορά» της δικηγορικής δεξιότητος του Αντώνη...


Η πατριωτική ευαισθησία του Αντώνη, πάντως, αποτελεί και το σήμα κατατεθέν του. Θυμόμαστε ότι η έγκριτη εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ είχε αναφέρει, σε ανύποπτο χρόνο, ότι ο Αντώνης, κατά τη διάρκεια κρουαζιέρας [ή κρουαζέρας (sic), όπως συνηθίζει να την αποκαλεί], ατενίζοντας από μακριά την αλβανική γη, εβλήθη από πατριωτικό οίστρο και… εβούτηξε από το σκάφος, με πάθος, στα παγωμένα ελληνικά νερά, αλαλάζοντας: «εμπρός, να πάρουμε πίσω τη Βόρειο Ήπειρο!». Τελικώς, τον περισυνέλλεξαν και τον συνέφεραν με τσάι, ζεστή κουβέρτα και κονιάκ… Ο Αντώνης έχει μερικά μικρά χαρακτηριστικά που του χαρίζουν μια αισθητική ιδιαιτερότητα. Εκτός από την βαρετή «δικηγορίστικη» ενδυμασία και την ελαφρά «κατάβρεξη» την ώρα που μιλά, έχει την όχι και τόσο κομψή συνήθεια να ξύνει το αυτί του τοποθετώντας στο εσωτερικό του το μικρό του δάκτυλο κάνοντας έντονες κινήσεις, τις οποίες συνοδεύει με facial έκφραση ανείπωτης ικανοποιήσεως... Επίσης, βάφει επιμελώς, σε κομοδινί απόχρωση, το ελάχιστο μαλλί του… Όλοι μακαρίζουμε την ηπειρώτικη γη που έβγαλε ένα τόσο μεγάλο κεφάλι…
 

Saturday, March 21, 2009

Τόλης Βοσκόπουλος: Το ερωτικό (μέχρι αηδίας) βάψιμο



(Το παρόν κείμενο αφιερούται στον εκλεκτό δημοσιογράφο Νίκο Χατζηνικολάου, ο οποίος, μολονότι υποσχέθηκε ότι θα εκδίδει κάθε εβδομάδα εφημερίδα χωρίς προσφορές και, Κυριακή μπαίνει-Κυριακή βγαίνει, τηρεί την υπόσχεσή του απαρεγκλίτως, την εβδομάδα ετούτη κάνει μιαν εξαίρεση και μας χαρίζει κασετίνα Τόλη Βοσκόπουλου. Νίκο σ’ ευχαριστούμε…)

 
Τόλιος είναι το πραγματικό του όνομα. Τόλιος Βοσκόπουλος. Ο Τόλιος έγινε Τόλης, γιατί στο ευαίσθητο παιδί με την καλλιτεχνία στο αίμα του κάτι δεν ακουγόταν καλά στο ιταλογενές (όπως νόμιζε) όνομα. Και το άλλαξε. Έτσι δημιουργήθηκε το όνομα-trademark «Τόλης», στο άκουσμα του οποίου ριγούμε άπαντες. Γιατί ο Τόλης είχε και έχει ιδιαίτερο σουξέ σε όλα τα φύλα, ενώ αποτελεί καλλιτεχνικό τοτέμ και της gay ελληνικής κοινότητας – ειδικά των αγοριών με μουστάκια… Η μεγάλη πορεία που έμελλε να σφραγίσει τα καλλιτεχνικά, αλλά και, ευρύτερα, τα πολιτιστικά πράγματα στη χώρα του μουσακά ξεκίνησε από την ιερή θεσσαλική γη, από μια γωνιά του Βόλου, απ’ όπου ο Τόλης έλκει την καταγωγή του. Τον κέρδισε, όμως, η πειραϊκή γη, καθότι το ταλέντο του ασφυκτιούσε στα στενά όρια της ελληνικής επαρχίας. Έτσι, το βήμα που έμελλε να αλλάξει τη ζωή του Τόλη έγινε και ο πολυτάλαντος νέος με την κελαριστή φωνή βρέθηκε στην Κοκκινιά, σε μια οικογένεια με πατέρα, μάνα και 11 (!) αδερφάδες… Με τα γράμματα σαν να μην τα πήγαινε και πολύ καλά (Τί σημασία, όμως, έχουν τα γράμματα, όταν είσαι φορέας ενός τέτοιου εκτυφλωτικού τραγουδιστικού ταλέντου;). Οι επίσημες εγκύκλιες σπουδές φαίνεται ότι δεν ήσαν για τον Τόλη. Ούτε μια στιγμή, όμως, μην μας περάσει απ’ το μυαλό ότι αυτό συνέβη λόγω ανικανότητας, νοητικής αδυναμίας, ή διανοητικής οκνηρίας. Όχι. Το ακριβώς αντίθετο. Ήταν τόσο χαμηλού επιπέδου και αυτονόητα για τον Τόλη τα σχολικά μαθήματα, που του προκαλούσε ανία η ενασχόληση με αυτά. Εξ ού και η αδιαφορία και αποτυχία στις επιδόσεις. Το έχει δηλώσει, άλλωστε, και ο ίδιος: «Ο μόνος λόγος που δεν μπορούσα το σχολείο ήταν ότι το μυαλό μου ήτανε πολύ μπροστά και δεν μπορούσα να συνεννοηθώ με τα παιδιά της ηλικίας μου. Τα έβλεπα σαν μωρά… Τα πιο πολλά γράμματα και την πείρα στη ζωή μου τα βρήκα στο πεζοδρόμιο». Έκανε και οιονεί πανεπιστημιακές σπουδές ο Τόλης, αποφοιτώντας από το πανεπιστήμιο της ζωής.


Μουσικόφιλη η οικογένεια του Τόλη. Ο πατέρας του ψάλτης (εκτός από λαχαναγορίτης στα Λεμονάδικα) και η μητέρα του τραγουδίστρια (στην κουζίνα, κατά την ενάσκηση των οικιακών καθηκόντων). Οι γονείς ενέτειναν τον πόθο του Τόλη για το τραγούδι. Ο Τόλης έχει δηλώσει ότι δεν χρειάστηκε να μεγαλώσει για να επιλέξει το επάγγελμα που τον έκανε γνωστό και αγαπητό σε όλους μας. Όπως έχει ο ίδιος εκμυστηρευτεί «Δεν το σκέφτηκα. Έγινε μόλις γεννήθηκα. Αντί να κλάψω, όπως όλα τα μωρά που έρχονται στον κόσμο, εγώ τραγούδησα κατευθείαν». Αυτός ήταν ο Τόλιος… Ο πατέρας του τον ήθελε μανάβη, να αναλάβει την οικογενειακή μαναβική επιχείρηση. «Μπαμπά, δεν μπορώ να γίνω μανάβης! Θέλω να γίνω θεατρίνος!», του είπε. Τελικά έγινε ηθοποιός – κάποιου είδους, τέλος πάντων. Αρχικά διέπρεψε ως κομπάρσος. Στον ΚΟΕΚ ( Κινηματογραφικό Οργανισμό Ελλήνων Κομπάρσων) έβρισκε, όποιος ήθελε, τον νεαρό Τόλη, μέχρις ότου τον γνωρίσαμε ως πρωταγωνιστή στο «Αδέλφια μου Αλήτες Πουλιά» και σε άλλες ταινίες που του επέτρεψαν να ξεδιπλώσει το υποκριτικό αλλά και τραγουδιστικό του ταλέντο. Ως τραγουδιστή, όμως, αποθεώσαμε τον Τόλη, ο οποίος μπούκαρε στα του τραγουδιού με πλούσια θεωρητική σκευή. Οφείλουμε τη «επίσημη» μουσική παιδεία του καλλιτέχνη στο Εθνικό Ωδείο, του Μανώλη Καλομοίρη. Απ’ ό,τι είδαμε, εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος, σ’ εκείνο εκεί το ωδείο πρέπει να έγινε βαρβάτη δουλειά.


«Γλυκά πονούσε το μαχαίρι» του έρωτα που έσφαζε την ευαίσθητη, γιομάτη πάθος, καρδιά του Τόλη. Κλάμα, αναφιλητά, πόνος και δάκρυα τα στιχουργικά συστατικά της βοσκοπούλειας τέχνης – όλα με αφορμή τον έρωτα και τις συνεπαγόμενες απογοητεύσεις, ακυρώσεις και διαψεύσεις. Ο Τόλης, όμως, ήξερε στο τέλος πάντα να ξεπερνά τους κινδύνους που ελλοχεύουν στο δρόμο του έρωτα, μέσα πάντοτε από τον ίδιο τον έρωτα. Το σφυροκόπημα του έρωτα, που γίνεται συχνά μέσα από τα καλλιτεχνήματα του Τόλη, είναι ψευδεπίγραφο – μια dissimulatio. Στην πραγματικότητα της ζωής του καλλιτέχνη, μόλις εξέπνεε ο ένας έρωτας, ακολουθούσε, στο τάκα-τάκα, ο επόμενος. Πάντα μπλεγμένος στους δαιδάλους του έρωτος ο ερωτομανής Τόλης.


Ο τροβαδούρος της καψούρας λατρεύτηκε, ως άνδρας, από τις γυναίκες. Οι ελληνίδες, άλλωστε, πάντοτε έρεπαν προς το «κλαψομούνικο» στυλ που εξέφραζε ο καλλιτέχνης, καθώς και τη μόνιμη και βαθειά εξάρτηση από το θήλυ… Έβλεπαν μπροστά τους, ως δυνητικότητα, την ευκολία του «χαλκά»… Μόνιμα ερωτευμένος, λοιπόν, αλλά και μόνιμα προδομένος ο Τόλης. Προσέφερε μεγάλη ποσότητα και ποιότητα έρωτος στις γυναίκες, αλλά εκείνες, στο τέλος, πάντοτε τον πλήγωναν. Η ανασφάλεια αλλά και η αφέλειά του τον κάνουν δούλο της γυναικείας ύπαρξης, από την οποία εμφανίζει εξάρτηση πρεζονίου. «Έχω μια αρραβωνιάρα» τραγουδά, έμπλεως πάθους, ο Τόλης, αλλά στη ζωή του οι αρραβωνιάρες ήσαν πολλές: Δούκισσα, Στέλλα Στρατηγού, Μαρινέλλα, Ζωή Λάσκαρη, Τζούλια Παπαδημητρίου είναι μερικές μόνο από όσες κατάφεραν να κλέψουν την καρδιά του ελαφρολαϊκού βάρδου (δεν ήταν δα και δύσκολο, εδώ που τα λέμε). Η τελευταία, όμως, σχέση που τον συγκλόνισε και τον οδήγησε σε γάμο ήταν η ηθοποιός (που υποδύεται εσχάτως και την βουλευτή του ΠΑΣΟΚ) Άντζελα Γκερέκου, η οποία είχε έλθει, πριν από χρόνια, από την επαρχία να τον δει να τραγουδά συνοδευόμενη από τη μητέρα της και τη… Μαρία Αλιφέρη (!!!).


Μόλις την είδε τού ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. «Ξανθή αγαπημένη Παναγιά» τραγουδούσε ο Τόλης, αλλά, φευ, η Άντζελα ήταν καστανή. Μιλάμε για έναν έρωτα βαθύ, χωρίς πάτο. Έναν έρωτα καθολικό, έναν έρωτα οριστικό. «Άμα χάσω την Άντζελα δεν ξέρω τι θα κάνω», δηλώνει ο ερωτευμένος και αφελής (αυτά τα δύο πάνε πάντα μαζί) καλλιτέχνης για το… «αυτοκολητάκι του» (Αυτοκολλητάκι μου να το θυμάσαι/το καρδιοχτυπάκι μου για πάντα θα 'σαι/και πια το ξέρω, εμείς οι δυο/χώρια δε ζούμε ούτε λεπτό…), ξεχνώντας ότι τέτοια πράγματα δεν λέμε ποτέ εις επήκοον των γυναικών. «Πίνω ζωή τώρα. Η Άντζελα με ποτίζει ζωή!», δηλώνει ευθαρσώς ο καλλιτέχνης. Και ζήλεια, θα συμπληρώναμε εμείς, αφού ο Τόλης ζηλεύει παθολογικά τη σύζυγό του – στέλεχος στο οποίο έχει ιδιαίτερη αδυναμία ο Γιώργος Παπανδρέου. Αλλά οι ερωτικές εξομολογήσεις παίρνουν, ενίοτε, και τη μορφή grand guignol: «Όταν θα χάσω την Άντζελα, θα πρέπει να πεθάνω κι εγώ! Αμέσως! Δεν υπάρχει ζωή μετά την Άντζελα!», εκμυστηρεύεται ο ευφάνταστος τροβαδούρος του έρωτα (έρως και θάνατος – το φροϋδικό δίπολο πάνω στο οποίο στοχάστηκε ο μέγας Τόλης, πηγαίνοντας τη σκέψη του Freud αρκετά βήματα παραπέρα). Αλλά και η Άντζελα, παρότι τον έχει αμελήσει (λόγω πολιτικής και μόνο και όχι λόγω γήρατος – να το ξεκαθαρίσουμε αυτό) σεμνύνεται να δηλώνει: «Ο Τόλης είναι δώρο ζωής!». Η Άντζελα φαίνεται να λατρεύει τον σύζυγό της, τον ερωτικό Τόλη. Απόδειξη; Ότι ενώ την σατιρίζουν ανηλεώς, εκτός και, κυρίως, εντός ΠΑΣΟΚ για τον σύζυγo που επέλεξε (η «κυρία Βοσκοπούλου», την αποκαλούν ειρωνικά στο εσωτερικό του Κινήματος), εκείνη μένει πιστή στη συζυγική παστάδα. Σοσιαλιστής, άλλωστε, και ο Τόλης (στη θεωρία πάντα, όπως και η σύζυγός του) και, το πάλαι ποτέ, από τους αγαπημένους διασκεδαστές του «Μεγάλου» με τα ζιβάγκο.


Τα τραγούδια του είναι τόσο ερωτικά, τόσο γλυκερά, σε βαθμό αηδίας. Η υπεργλυκαιμία είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ακούγοντας Τόλη. Έρρινη εκφορά, λυγμική έκφραση. Λυγμός και οργασμός μαζί. Αλλά και η ομιλία του εντάσσεται πλήρως στο πνεύμα των τραγουδιών του. Ομιλία σε στυλ Μίμη Πλέσσα, γλυκερή, αγαπησιάρικη, αφόρητη (όλοι φίλοι είμαστε, όλοι αγαπημένοι). Φετίχ του, στην έκφραση, η προτίμηση στις ερωτικές, γλυκερές, ποιητικίζουσες (σε στυλ ποίησης ημερολογίου) περικοκλάδες, καθώς και τα αισθαντικά υποκοριστικά (μανούλα, μανίτσα, αγαπούλα, μπαμπάκας, παλληκαράκι, θεούλης, καρδούλα κλπ.). Κομψός εξωτερικά ο Τόλης. Στα πρώτα βήματά του με αέρινα υποκάμισα, με μακρείς γιακάδες, ανοιχτά, να φαίνεται το στέρνο το πεποικιλμένο με χρυσό, χοντρό σταυρό. Αλυσίδες, καδένες, και το απαραίτητο δακτυλίδι στον παράμεσο (όχι βεβαίως κληροδοτημένο από την οικογένεια σε στυλ ευγενών, αλλά αγορασμένο, πρώτη γενιά, από τα μπουζοκοχρήματα) – δείγματα της ατόφιας λαϊκότητας του ανδρός. Αργότερα (όταν πήρε και κάμποσα κιλά), το γύρισε στα κοστούμια, βάφοντας, ταυτόχρονα, στις αποχρώσεις του καφέ, τα θυσανωτά μαλλιά του.


Το φαγητό δεν τον δελέαζε τόσο. Δεν έλεγε, όμως, όχι στο πιοτό και γενικά σε οτιδήποτε ανεβαστικό… Στα ανεβαστικά κατατάσσει και τη θρησκεία, αφού είναι θρησκόληπτος. Χόμπυ του να καθαρίζει φασολάκια. «Με ξεκουράζει απίστευτα» δηλώνει, σκάζοντας ένας χαμόγελο που υπονοεί πολλά. Ίσως γιατί του θυμίζουν τα φασολάκια που πούλαγε ο γλυκύς του πατέρας, στο οικογενειακό μανάβικο στα Λεμονάδικα. Περίεργο πράγμα οι συνειρμοί της παιδικής ηλικίας. Εδώ και χρόνια, ο δυστυχής Τόλης έχει πάρει την κατιούσα· τον χωρίς επιστροφή δρόμο της παρακμής. Όπου πάει κλείνει μαγαζιά. Πείσμων, όμως, όπως είναι και υπερήφανος, πάντα δουλεύει νέα κόλπα καλλιτεχνικής έκφρασης. Έτσι πρόσφατα, σε αυτό το πνεύμα, έχει εντάξει, στην παρουσία του στις πίστες, μικρές, οξείες, άναρθρες κραυγές (σε στυλ Μαορί), συνοδευόμενες από απότομες, κοφτές κινήσεις «καράτε»! «Εκείνη, εκείνη, εκείνη, που ήρθε και μου γέμισε την άδεια τη ζωή μου…και όνειρό μου πάντα θα μείνει, εκείνη, εκείνη, εκείνη…». Η γυναίκα, λοιπόν, για τον Τόλη υπήρξε (και παραμένει) η κινητήριος δύναμη, η έμπνευσή του – το ψωμί και το νερό του (ή το «νερό της φωτιάς», που αγαπά με πάθος ο Τόλης). Ο ερωτικός μας τραγουδιστής με το κόκκινο, το χρώμα του έρωτος και του πάθους, βάφει, δεκαετίες τώρα, την καρδιά του. Με το καφέ, το χρώμα της απόγνωσης, βάφει, εδώ και χρόνια, τα μαλλιά του.

Tuesday, March 10, 2009

Dr Charlotte Bach: η περούκα που έκρυβε πολλά…



Και μετά από μια γενναία δόση ελληνικής σαχλαμάρας που πήραμε τις τελευταίες μέρες, αλλάζουμε ρεπερτόριο, περνώντας στα σοβαρά… Έτος Δαρβίνου φέτος και επιλέγουμε να συνεισφέρουμε στον σχετικό εορτασμό με ένα πορτρέτο αφιερωμένο σε ένα πρόσωπο εντελώς άγνωστο στο ευρύ κοινό, αδίκως και αναιτίως· στην Δόκτορα Charlotte Bach – την επιστήμονα που παρουσιάστηκε ως ανατροπεύς της δαρβινικής διδασκαλίας περί εξελίξεως των ειδών, προτάσσοντας μια δική της, επιστημονικά πιο ακριβή (κατά δήλωσίν της) εξελικτική θεωρία. Θα εκφράζαμε έναν κίβδηλο ισχυρισμό, εάν υποστηρίζαμε ότι το Πανεπιστήμιο της Βουδαπέστης αποτελεί ένα από τα πιο prestigious πανεπιστήμια στον πλανήτη. Εύλογη, λοιπόν, η επιθυμία της Dr Charlotte Bach να μετοικίσει από τη Βουδαπέστη στο Λονδίνο και από τις άξεστες, χονδροειδείς συμπεριφορές της κεντρικής Ευρώπης στον πολιτισμό και την εκλέπτυνση της Γηραιάς Αλβιώνος (είναι, τηρουμένων των αναλογιών, σαν ένας ορεσίβιος ηπειρώτης να μετοικεί στα Παρίσια…). Το ογκώδες, εύσαρκο κορμί της (πολλοί την παρομοίαζαν με μαμούθ) εγκαταστάθηκε σε ένα κομψό, μικρό διαμέρισμα στο λονδρέζικο Highgate, το οποίο απετέλεσε το φρούριο από το οποίο θα εκτόξευε σαν φλεγόμενα βέλη τα ιδιόμορφα και ρηξικέλευθα επιστημονικά της πορίσματα. Πολλοί την θεωρούσαν λεσβία. Αιτία η μπάσα φωνή, το ογκώδες ανδροπρεπές σκαρί, οι άτσαλες κινήσεις. Παρ’ όλα ταύτα, ουδέποτε της έλειψε η κομψότητα και η κοκεταρία.


Η Dr Charlotte περιδιάβαινε τους υγρούς δρόμους του Λονδίνου ως καθηγήτρια-ερευνήτρια ψυχολόγος. Ψυχολογία, άλλωστε, δήλωνε ότι εδίδασκε στη Βουδαπέστη. Είχε δεχθεί απηνή διωγμό από τους κομμουνιστές και εξεδιώχθη από την πατρίδα της το 1948. Στις συνθήκες ελευθερίας και ανεκτικότητας της βρετανικής πρωτεύουσας σχεδίαζε να βρει το κατάλληλο περιβάλλον για να ξεδιπλώσει τις ανατρεπτικές επιστημονικές θεωρίες της. Βασικό αντικείμενο των επιστημονικών της ενασχολήσεων η μελέτη των σεξουαλικών παρεκκλίσεων και ειδικότερα του λεγόμενου «transsexuality». Οι μελέτες της θεωρούσε ότι ανασκεύαζαν, τρόπον τινά, τις δαρβινικές θεωρήσεις περί εξελίξεων των ειδών. Στην εργασία της Homo Mutans, Homo Luminens, υποστήριξε ότι η σεξουαλική παρέκκλιση αποτελούσε την κινητήριο δύναμη της εξέλιξης. Οι άνθρωποι, τόνιζε, σε διαφορετικό βαθμό ο καθείς, αναπτύσσουν μια φαινομενικά παράδοξη, αλλά καθ’ όλα φυσιολογική, τάση να μετατρέπονται στο… αντίθετο φύλο. Εκεί ακριβώς συνίστατο η εξελικτική διαδικασία και όχι στα δαρβίνεια φληναφήματα, υποστήριζε. Έτσι, η Charlotte αυτοπαρουσιάσθηκε ως θεμελιωτής μιας νέας επιστήμης: της Ανθρώπινης Ηθολογίας


Οι επιστημονικές της αντιλήψεις προκάλεσαν το ενδιαφέρον μελών της βρετανικής ελίτ, εξ ού και εκλήθη για διαλέξεις στο Darwin College του πανεπιστημίου του Cambridge. Το επίπεδο, όμως, των προσκεκλημένων ακροατών απέλπιζε την θεόρατη επιστήμονα. Ούτε ένας, έλεγε, δεν μπορούσε να αντιληφθεί σε βάθος τις πολύπλοκες και ανατρεπτικές θεωρίες της. Και όχι άδικα, εδώ που τα λέμε. Καθότι η Δόκτωρ εκ Βουδαπέστης υποστήριζε, λίγο-πολύ, ότι όλοι οι άνδρες έχουν την τάση να μετατρέπονται σε γυναίκες και τούμπαλιν. Και σε προσωπικό επίπεδο – εκτός από το επιστημονικό – η Dr Charlotte υπήρξε ιδιόρρυθμη. Μοναχική ύπαρξη, επιθυμούσε τη μόνωση που θα της επέτρεπε να διεισδύσει στα ερεβώδη βάθη της ανθρώπινης ψυχής. Κατανάλωνε με πάθος τον οίνο και τάραζε τα καναπεδάκια. Όποτε ήταν καλεσμένη σε soiree, αφού τσίμπαγε μερικά καναπεδάκια, αποτραβιόταν με διακριτικότητα σε μια γωνία για να τα κατασπαράξει. Έγραφε τα κείμενά της πάντα με κεφαλαία στη γραφομηχανή, κουράζοντας τους εκάστοτε αναγνώστες της, και πάντα σε χαρτί χρώματος πορτοκαλί. Παροιμιώδης η άρνησή της να επισκεφθεί ιατρούς και νοσοκομεία, επιλέγοντας την οδό της αυτο-ιάσεως. Μπορούσε, πίστευε, μονάχη της να επιλύει κάθε πρόβλημα – ακόμη και ιατρικό...


Πολλοί τη θεώρησαν, στην εποχή της, ως ανάστημα αντίστοιχο του Einstein και του Freud. Στην Αγγλία, την εποχή εκείνη, είχε δημιουργήσει ένα κάποιο ρεύμα. Το ευρύ κοινό, όμως, καθώς και οι στενοκέφαλοι «συμβατικοί» επιστήμονες, δεν μπορούσαν να εννοήσουν – πολλώ δε μάλλον να εκτιμήσουν – το βάθος της σκέψης της. Έτσι, εκείνη συνομιλούσε κυρίως με έναν μικρό σχετικά πυρήνα ευφάνταστων ενδιαφερομένων, οι οποίοι έπιναν νερό στο όνομά της. Οργάνωνε εβδομαδιαίες διαλέξεις κάθε Πέμπτη σε σπίτι φίλου της, στο Hampstead, χρεώνοντας είσοδο 50 πένες. Οι μετέχοντες διερωτώντο προς τι η ταπεινή αυτή χρέωση, δεδομένου ότι η Charlotte εθεωρείτο αριστοκρατικής καταγωγής και υπεράνω χρημάτων... Κάπως έτσι κυλούσε για χρόνια η ζωή της…


Στις 17 Ιουνίου του 1981, η πάντοτε περίεργη και εκνευριστική συνομοταξία που ονομάζεται γείτονες πρόσεξε ότι η Charlotte δεν είχε φροντίσει, για μέρες, να πάρει τις φιάλες με το γάλα που ο γαλατάς είχε εναποθέσει στο πλατύσκαλο της οικίας. Εκλήθη τάχιστα η αστυνομία. Ο νεαρός αστυφύλαξ που κατέφθασε χτυπούσε το κουδούνι με επαγγελματική ευσυνειδησία – αλλά ματαίως. Μόνο η σιωπή ερχόταν ως απάντηση στο μανιασμένο κτύπημα του κώδωνος… Ο τολμητίας αστυφύλαξ, τότε, δεν εδίστασε ούτε στιγμή να παραβιάσει ένα παραθύρι και να εισβάλει στην επιστημονική οικία, αντικρίζοντας το αποτρόπαιο θέαμα: η ογκωδέστατη επιστήμων ευρίσκετο πεσμένη επί της κλίνης. Η πόρτα άνοιξε από μέσα και το πτώμα της επιστήμονος μεταφέρθηκε στο νεκροτομείο. Κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για τη νεκρώσιμη ακολουθία και την ταφή στον ευμεγέθη τάφο της, μεγάλη έκπληξη ανέμενε τους υπαλλήλους του νεκροτομείου. Καθώς εγύμνωναν την μακαρίτισσα Charlotte και ενώ κατέβαζαν τη φούστα της, ένα τεράστιο «παλαμάρι» ξεπρόβαλε από το εσώρουχο της θανούσης. Η Dr Bach είχε ανδρικά (και πολύ τριχωτά) γεννητικά όργανα. Και τα στήθη, όμως, ήσαν πλαστικά, πρόσθετα… Κάτω από την φουντωτή – σε στυλ λάχανο – γυναικεία περούκα κρυβόταν το περήφανο ανδρικό σώμα ενός αριστοκράτη – του βαρόνου Carl Hajdu. Η Charlotte Bach δεν ήταν, λοιπόν, γυναίκα. Όπως απεδείχθη, όμως, αργότερα, ούτε και επιστήμων ήταν…


Ο Carl Hajdu είχε γεννηθεί στη Βουδαπέστη το 1920. Είχε αναπτύξει σταδιακά τάση προς τις γυναικείες μεταμφιέσεις. Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και συγγραφέα Francis Wheen, ο Carl αγόραζε μετά μανίας γυναικεία ενδύματα και αγαπούσε ιδιαίτερα τα καλσόν. Η φενάκη δεν αφορούσε, λοιπόν, μόνο το τριχωτό της κεφαλής, αλλά και ολάκερη την ταυτότητα του/της «επιστήμονος». Η περούκα της Charlotte, λοιπόν, έκρυβε, αναμφίβολα, πολλά… Θα τολμούσαμε να ισχυριστούμε ότι οι Λονδρέζοι θα έπρεπε να το είχαν καταλάβει ενωρίτερα. Θα ήταν ποτέ δυνατόν μια γυναίκα να διαθέτει τόσες γνώσεις και να διατυπώνει τόσο σύνθετες και δουλεμένες θεωρίες; Ήταν από την αρχή φανερό ότι οι συγκεκριμένες πρωτοποριακές ηθολογικές θεωρίες δεν μπορούσαν παρά να είναι προϊόν ενός ανδρικού μυαλού…

Carl και Charlotte 2 σε 1 (φωτομοντάζ ψυχολογικής ανακουφίσεως από τον ίδιο τον Carl, ενώνοντας δύο δικές του ξεχωριστές φωτογραφίες - μία ως γυναίκα και μία ως άνδρας...). (Οι φωτογραφίες προέρχονται από το βιβλίο του Francis Wheen, Who Was Dr Charlotte Bach?, Short Books, 2002)

Wednesday, March 4, 2009

Λευτέρης Ζαγoρίτης: το πολιτικάντικο βάψιμο



Ο «φίλος μας ο Λευτεράκης» γεννήθηκε μια ζεστή (και αποφράδα;) ημέρα του 1956 (άλλοι υποστηρίζουν του 1952 και ότι κρύβει χρόνια...) σε μια άκρη της υπέροχης ελληνικής επαρχίας, στα Γιάννενα – την περιοχή που γεννά ανθρώπους με μεγάλα, πλακουτσωτά στο επάνω μέρος κεφάλια («κεφάλι του κουλουρά»). Οι άγγελοι έστησαν χορό με τη γέννηση του μικρού Λευτέρη, καθώς ήταν μάλλον θέλημα Θεού ο μικρός επαρχιώτης, μόλις ανδρωθεί, να επιτελέσει ρόλο σημαντικό, ρόλο καθοριστικό, στην ευλογημένη τούτη χώρα, στην οποία η ανθρωπότητα χρωστά τα πάντα και από την οποίαν αντλούν την προέλευσή τους όλα τα μεγάλα αναστήματα, ακόμη και ο Θεός (είναι παγκοίνως, άλλωστε, γνωστό ότι και ο Θεός ήταν – και παραμένει – Έλλην!)…


Ο Λευτέρης πέρασε δύσκολη εφηβεία μέχρι να ανδρωθεί. Όταν, όμως, ανδρώθηκε, του έδωσε και κατάλαβε, διαγράφοντας σπουδαία τροχιά στο πολιτικό στερέωμα. Αν και ιδιαιτέρως ευφυής και προικισμένος, αναγκάστηκε να κινηθεί και να αναλωθεί επί έτη στους δαιδάλους του συνδικαλισμού και της μικροπολιτικής, ως μη όφειλε, καθότι τέτοιες λαμπρές περιπτώσεις μόνον ως παράκλητοι δέον να γίνονται δεκτοί στον χώρο της πολιτικής. Ο επαρχιώτης Λευτέρης έκανε χάρη στο κόμμα του, τη χώρα και τον λαό ασχολούμενος με την μικροπολιτική λάντζα, μολονότι το ειδικό του βάρος ήταν για άλλα πράγματα. Το κόστος που πλήρωσε ήταν, αφού απεφοίτησε από τη Νομική οριακά και μετά μεγίστης δυσκολίας, να μην μπορέσει να υπερβεί το status του άσημου δικηγόρου· τα ζητήματα της πατρίδος, βλέπετε, απορροφούσαν κάθε ικμάδα της δυνάμεως του σημαίνοντος πολιτικού στελέχους. Ο Λευτέρης, όμως, δεν μας εσνόμπαρε. Ασχολήθηκε με τα μικρά, ταπεινά καθημερινά του τόπου τούτου, παρότι βεβαίως γεννημένος για πολύ μεγάλα πράγματα. Η κατάληψη της θέσεως του Γραμματέως της Κ.Ε. της ΝΔ, το 2006, υπήρξε ο κολοφώνας της πορείας του (προσώρας, βεβαίως, γιατί το μέλλον επιφυλάσσει πολύ σπουδαιότερα πράγματα – σχεδόν υπερκόσμια…), ενώ έχει εκλεγεί και βουλευτής. Ταπεινός ο Λευτέρης (όπως όλοι οι πραγματικά μεγάλοι...), δέχθηκε μια θέση πολύ κατώτερη των πραγματικών του δυνατοτήτων. Το έκανε όμως για την πατρίδα και τον λαό. Η αυτοθυσία και η ανιδιοτέλειά του τον έφεραν να ανακατεύεται μέρα νύχτα με φρικαλέα κομματικά στελέχη, με γλίτσες δημάρχους, με σούργελα που θέλουν να σώσουν τον τόπο, χωρίς, ούτε μια στιγμή, να διδαχθούν από το μεγαλείο του ανδρός, του ταπεινόφρονος Λευτέρη


Διατηρεί εχθρικές σχέσεις με τον Χρόνο. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι κρύβει την ηλικία του (στην προσωπική του ιστοσελίδα αποφεύγει, περίτεχνα, να αναφέρει το ΠΟΤΕ εγεννήθη), σαν τις ματαιόδοξες και ανασφαλείς γυναίκες· επίσης, από το γεγονός ότι βάφει, εδώ και χρόνια, κατάμαυρα τα μαλλιά του. Εδώ ομιλούμε για ένα άκρως αξιοπρόσεκτο βάψιμο, καθότι τελετουργείται μάλλον εις το λουτρό του πολιτευομένου, αφού δείχνει εμφανώς πρόχειρο. Οι ρίζες εμφανίζονται συχνά λευκές, ενώ φαίνεται να έχουμε ενώπιόν μας ένα περίεργο σχέδιο κόμης, καθώς εμφανίζονται μεγάλα κενά στο επάνω μέρος του κρανίου, τα οποία σκεπάζονται, επιδεξίως και εν είδει τέντας, με τις βαμμένες τρίχες. Επίσης κόβονται οι φαβορίτες κοντές, σε στυλ Πάνου Παναγιωτόπουλου, ώστε, δι’ αυτού του τεχνάσματος, να δημιουργείται η ψευδαίσθησις της παντελούς απουσίας λευκών τριχών…


Πολλές οι ιστορίες που συνοδεύουν την τιτάνια και γιομάτη αυταπάρνηση πορεία του Λευτέρη στα δημόσια πράγματα. Εμείς θα μείνουμε σε μία. Σε κομματική περιοδεία στο εξωτικό και μαγευτικό Άργος (αν δεν απατώμεθα), ο Λευτέρης, εξαντλημένος από τον κομματικό κάματο, εκάθησε να ξαποστάσει σε γραφικό καφενεδάκι της πλατείας (με τις πλαστικές καρέκλες και με τα όλα του…). Εσφούγγισε τον τίμιο ιδρώτα του και παρήγγειλε μια λεμονάδα. Εκεί, αποκαμωμένος όπως ήταν, γλάρωσε και τον πήρε γλυκά ο ύπνος... Τα παρακείμενα κομματικά στελέχη, με τη γνωστή δουλοπρέπεια και οσφυοκαμψία που τα διακρίνει, εδίστασαν να τον ξυπνήσουν και τον άφησαν για μερικά λεπτά να βρει τη γαλήνη στην αγκαλιά του Μορφέως. Σύμφωνα με αξιόπιστες μαρτυρίες, ξάφνου, ένα πτηνό, ήλθε και εφώλιασε για μερικά δευτερόλεπτα στο κεφάλι του Γραμματέως, ξυπνώντας τον. Το ταλαίπωρο πτηνό επέρασε, προφανώς, το μαλλί του Λευτέρη για φωλιά. Σύμφωνα δε με τις σχετικές μαρτυρίες, επρόκειτο μάλλον για μια καλιακούδα, σε πλήρη χρωματική αρμονία με την (βαμμένη) τρίχα του αποκαμωμένου μεσόκοπου Γραμματέως

Ορισμένοι φθονεροί και κακοπροαίρετοι εξαπολύουν μύδρους εναντίον του Λευτέρη. Τον κατηγορούν ότι μέσα στην τεράστια ανασφάλεια που του καταλογίζουν – ανασφάλεια που κατατρύχει όλους τους μέτριους και τους παρ’ αξίαν ανελθόντες – κρατά με νύχια και με δόντια την καρέκλα του Γραμματέως να μην του φύγει, «πριονίζοντας» τη θέση οιουδήποτε την εποφθαλμιά… Επίσης, του αποδίδουν ξύλινο λόγο, σπουδαιοφανή κοινότοπη ρητορεία, πομπώδη κενολογία, αφόρητη αρλουμπολογία – η πομφόλυξ βρίσκει απάγκιο στον στόμα του Λευτέρη, λέγουν. Είναι ν’ απορεί κανείς πως ο «Γραμματέας» μπορεί να εκτοξεύει τόσες και τέτοιες παχύρρευστες κοινοτοπίες, χωρίς ούτε στιγμή να εντρέπεται, προσθέτουν. Ο Λευτέρης, πράγματι, πολυλογεί και παλιλλογεί. «Είναι νόμος της ανθρώπινης φύσης ότι αυτοί που έχουν τα λιγότερα να πουν, μας τρώνε πολύ χρόνο με τις ομιλίες τους» έχει σχολιάσει, εύστοχα, ο φιλόσοφος Roger Scruton. Σωστό, αλλά τι σχέση έχει αυτό με τον Λευτέρη; Επίσης, κατηγορείται ως μισαλλόδοξος και φανατικός, όπως όλοι οι μέτριοι παρ’αξίαν κατέχοντες δημόσια θέση, καθώς και ως βασιλικότερος του βασιλέως και οσφυοκάμπτης ολκής, αφού το ανηλεές γλείψιμο προς τους εκάστοτε ισχυρούς – και, ειδικώς, προς τον σωτήρα του, Κώστα – έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο... Μέχρι κι ο χωριατάκος (και βαψομαλλιάς) Άρης Σπηλιωτόπουλος, με το ηδυπαθές βλέμμα, τα «χαρωπά» ενδύματα και τον ψηλό λαιμό (για να μην αναφερθούμε στην βαριά εκφορά του λόγου με το έντονο πατρινό ιδίωμα), τον πήρε στο ψιλό αναφερόμενος σε «γύφτους με νταούλια». Γύφτος ο ευπατρίδης Λευτέρης, βρε Άρη; Όσοι του καταλογίζουν ό,τι του καταλογίζουν φαίνεται ότι δεν γνωρίζουν πως όλα τα καταμαρτυρούμενα συνιστούν τρικ του επαγγέλματος. Ο Λευτέρης θέλει – και, αναμφίβολα, μπορεί – να είναι πρωτότυπος. Θα λέγαμε ότι έχει γεννηθεί για την πρωτοτυπία. Ο λόγος του, στην πραγματικότητα, είναι γάργαρος, σπάνιος και κελαριστός. Ας όψεται, όμως, η ανάγκη του επαγγέλματος…


Η διασκέδασή του Λευτέρη είναι απλή – σχεδόν χωριάτικη. Του αρέσει πολύ το κρέας και στα εστιατόρια πολυτελείας δυσφορεί, καθότι ο ορθός χειρισμός του μαχαιροπίρουνου τον δυσκολεύει αφάνταστα. Επίσης, στάζει συχνά στη γραβάτα – κάτι που εξοργίζει τη σύζυγό του, κυρία Ντιάνα. Φυσικός του χώρος τα ταβερνεία και ιδιαίτερη αδυναμία του οι χοιρινές μπριζόλες (ή «μπριτζόλες», όπως τις λέει) και τα παϊδάκια. Γι’ αυτό, άλλωστε, και έχει διαμορφώσει σβέρκο χονδρό (και πέτσα χονδρή, επίσης) – ό,τι πρέπει για φάπα…


Γενικά, ο Λευτέρης είναι ένα απλό (θα λέγαμε απλοϊκό), ετερόφωτο παιδί (πενήντα τόσο ετών…), χαρακτηριστικό προϊόν του γαλάζιου κομματικού σωλήνα, του οποίου ανάγκη είναι να θαυμάζει έναν πατέρα-αφέντη· είναι ένας κομματικός Αζόρ, που βγάζει τη γλώσσα έξω με τα σάλια να τρέχουν, εκλιπαρώντας ένα χάδι του ελεήμονος αφεντικού στο (βαμμένο) κεφάλι του. Δεν είναι κακό – είναι ανθρώπινο… Στο κάτω-κάτω, ο Λευτέρης είναι χρήσιμος όχι μόνο ως παλιάτσος του βασιλιά, αλλά και ως πολύτιμο υλικό για τον «ιστορικό του μέλλοντος». Γιατί, αποτελώντας το τυπικό δείγμα του έλληνος πολιτευομένου της εποχής, θα διαφωτίσει τις επερχόμενες γενεές για το τι σήμαινε πολιτικός στην Ελλάδα, στις αρχές του 21ου αιώνος…

(Ευχαριστούμε την εκπομπή "Σαββατοκύριακο στη ΝΕΤ" για την παρουσίαση και τα κολακευτικά σχόλια...)