Wednesday, April 8, 2009

Πέτρος Κωστόπουλος: το βλαχοκυριλέ βάψιμο (και η αντίστοιχη εμφύτευση)



Και ολοκληρώνουμε την περιήγησή μας στον κόσμο βαψομαλλιάδων, εμφυτευματάκηδων και περουκοφόρων (αν και αυτή η περιπέτεια δεν τελειώνει ποτέ) με ένα περιποιημένο αφιέρωμα στον Πέτρο Κωστόπουλο (Ολοκληρώνουμε, γιατί δεχτήκαμε μια τιμητική επαγγελματική πρόταση. Αντί να γράφουμε, σαν μαλάκες, τζάμπα, ο εκλεκτός δημοσιογράφος Νίκος Χατζηνικολάου είχε την καλοσύνη και μας πρότεινε να κάνουμε editing στα κείμενά του στη Real News, τα οποία, κατά κοινή ομολογία, δεν διαβάζονται. Από την επόμενη εβδομάδα, λοιπόν, θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μεγαλύτερη ζωντάνια στα πληκτικά άρθρα του Νίκου. Τώρα που το σκέφτομαι, Νίκο, επειδή το να κάνει κανείς editing σε τόσο κακογραμμένα και ανιαρά κείμενα είναι κομματάκι δύσκολο και εκνευριστικό, σκέφτομαι μήπως αντί για editor αναλάβω ghostwriter. Όχι Νίκο· αυτό δεν έχει σχέση με τίποτε συγγραφείς που γίνονται φαντάσματα κλπ. Σημαίνει κάτι άλλο. Ρώτα, καλύτερα, τη Μαριάννα Πυργιώτη να σου εξηγήσει το ακριβές περιεχόμενο του όρου…).


Ο μικρός Πέτρος ήταν ένα τυπικό παιδί της ελληνικής επαρχίας. Γεννημένος σε μια ταπεινή οικογένεια του μόχθου στην περιοχή του Βόλου, η οποία δύσκολα τα έφερνε βόλτα. Ο πατέρας επαγγελματίας του βολάν (σε γκρι χρώμα τότε), η μητέρα κατά βάσιν οικιακά. Δύσκολα έβγαινε το μεροκάματο και αυτό στοίχιζε στον μικρό Πέτρο, του οποίου η ψυχή εφλέγετο για τα μεγάλα, τα πολυτελή και τα υψηλά… Η λαϊκή του καταγωγή τον στοίχειωνε. «Εγώ είμαι για μεγάλα πράγματα» έλεγε και ξανάλεγε από μέσα του ο ακαλαίσθητος και χονδροειδής στους τρόπους έφηβος, επιχειρώντας να γίνει δεκτός στον «καλό κόσμο» της θεσσαλικής πόλεως για αρχή – και μετά βλέπουμε… Εντελώς άξεστος και ακαλλιέργητος, τριγύριζε με μακριά μαλλιά (είχε τότε τρίχα μπόλικη και θυσανωτή) στενό τζιν και μαύρο σκαρπίνι με λευκή αθλητική κάλτσα δώθε–κείθε, βαρώντας μυίγες της θεσσαλικής πόλεως.


Ασχολήθηκε και με το γουότερ πόλο (για να το γράψουμε στην ελληνοαγγλική / ελληνοχωριάτικη version που καταλαβαίνει καλύτερα ο Πέτρος…) με στόχο τη σχετική φιγούρα στα κορίτσια. Ο αγροίκος χαρακτήρας του ταίριαζε με τη βαθύτερη σκληρότητα (κάτω από το νερό) του συγκεκριμένου αθλήματος. Η εφηβεία του συνέπεσε με τη δημιουργία και γιγάντωση του κύματος της «Αλλαγής» και ο Πέτρος βρήκε επιτέλους αυτό που εξέφραζε τις μύχιες επιθυμίες του, την πραγματική του ιδιοσυστασία, αλλά και το όχημα για να του προσδώσει μια κάποια οντότητα, αφού βίωνε την επαρχιώτικη καταγωγή του ως άχθος και επιθυμούσε να ξεχωρίσει. Το ΠΑΣΟΚ των καταφρονεμένων που γυάλιζε, όμως, το μάτι τους για εξουσία ταίριαζε γάντι στους πόθους του φιλόδοξου και συμπλεγματικού Πέτρου...


Ξεκωλώθηκε, λοιπόν, στην αφισοκόλληση εκεί, στους κακοτράχαλους δρόμους και δρομίσκους του Βόλου, αντιμετωπίζοντας τον «Μεγάλο» σαν Θεό. «Έτσι θέλω να γίνω κι εγώ, σαν τον Ανδρέα» έλεγε και ξανάλεγε, φαντασιωνόμενος μεγαλεία, παράτες και λιλιά. Παρακολουθούσε τις μεγάλες συγκεντρώσεις της εποχής στην ασπρόμαυρη τηλεόραση Telefunken της οικογένειας και φαντασιωνόταν τον εαυτό του στη θέση του ομιλητή να τον επευφημούν οι μάζες...


Επίσης, πίεζε φορτικά τη μητέρα του να «αποκαθηλώσει» τον πίνακα του «γέρου με το τσιμπούκι» από το σαλονάκι και να τον αντικαταστήσει με κορνιζαρισμένη αφίσα του Ανδρέα με το τσιμπούκι…

 
Έντονος ο πόθος της αναγνώρισης για τον νεαρό Πέτρο, έντονο βέβαια και το σύμπλεγμα κατωτερότητας που τον κατέτρυχε. Το ατόφιο λαϊκό ρεύμα που έφερε το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία μίλαγε στην καρδιά του Πέτρου. Ήταν η εκδίκηση των μαζών που ήταν στην απέξω και τώρα θα έπαιρναν την εκδίκησή τους. Πήξαμε στα λαχανί και παρδαλά ιδρωμένα πουκάμισα, τα γένια και τα μουστάκια. Άρχισε η μεγάλη εποχή της ελληνικής ακμής, όπου μπορούσες να βρεις να στρογγυλοκάθονται στις υπουργικές καρέκλες έναν Τζουμάκα, έναν Βερυβάκη, έναν Βασίλη Κεδίκογλου, έναν Βαγγέλη Γιαννόπουλο...



Η σπουδαιότερη χώρα του κόσμου, η χώρα του ούζου, το ελαιολάδου και του μουσακά, έμπαινε σε ένα τούνελ ακμής και υψηλού γούστου, από το οποίο δεν θα έβγαινε ποτέ…


Τα ένσημα που κόλλησε ο Πετράκης στις αφισοκολλήσεις τον έφεραν στις Βρυξέλες, έχοντας περάσει, εν τω μεταξύ, από το Παρίσι, όπου είχε πάει να κάνει μεγάλη ζωή, να δει εκ του σύνεγγυς τη λάμψη που έβλεπε στις τηλεοράσεις και τα περιοδικά της εποχής (και, επί τη ευκαιρία, να πάρει και κανένα πτυχίο στην πολιτική οικονομία). Διέπρεψε ως παχυλόμισθος της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας, όπου ο πασοκικός μηχανισμός τον είχε τοποθετήσει για να καθοδηγήσει και αυτός το ευρωπαϊκό όραμα... Μια τυχαία συνάντησή του με τον sui generis εκδότη ΆρηΤερζόπουλο και ένα μεταξύ τους στοίχημα τον έφερε στην Αθήνα να εκδίδει το περιοδικό ΚΛΙΚ. Αρχικά ενδιαφέρον ως πείραμα, σε μια χώρα που είχε περιοδικά όπως το Φαντάζιο και το Ρομάντζο… Η υπόθεση ξεκίνησε καλά, αλλά με τον ακαλλιέργητο Πέτρο στο τιμόνι η κατάληξη ήταν προδιαγεγραμμένη. Το κλίμα έγινε γρήγορα βαρύ εντός του περιοδικού (και του μετέπειτα δημιουργηθέντος ομοτίτλου ραδιοφωνικού σταθμού), αφού δύσκολα σοβαρός και με σπονδυλική στήλη άνθρωπος μπορούσε να ανεχθεί για πολύ τις κόνξες και τις ναπολεόντειες συμπεριφορές του εραστή-εκδότη της συμφοράς. Εξ ου τα νεύρα και οι ουκ ολίγες αποχωρήσεις… Από το new journalism και τον Μax Headroom, γρήγορα το περιοδικό έγινε ο καθρέφτης των βαθύτερων χαρακτηριστικών του διευθυντού του, αλλά και αντανάκλαση μιας κοινωνίας σε κρίση, με τον εγωτισμό, τον παχυδερμισμό και τη λιγουρίαση σε πρώτο πλάνο...


Πιπεράτα σεξουαλικά θέματα, ΙΝ και OUT, χυδαιολογίες, εξυπνακισμοί – το παιδί από τον Βόλο βάλθηκε να δείξει στον κόσμο της Αθήνας (τον οποίον κατά βάση φθονούσε) τρόπο ζωής. Έτσι, σταδιακά, το περιοδικό αυτό απετέλεσε το όχημα του μεγαλύτερου εκχυδαϊσμού που γνώρισε η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Εξέφρασε όλη την γλυκιά αποχαύνωση και οπισθοδρόμηση των κοινωνικών ομάδων που έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (και το αντίστροφο).


Μπουζούκια, γαρύφαλλα, λεκτικός τραμπουκισμός, καθώς πρέπει σκυλούδες, γυμνάστριες, ποδόσφαιρο, φιγουρατζίδικα αυτοκίνητα, κώλοι και βυζιά. Από τα «ψαγμένα»θέματα και την αισθητική αναζήτηση κατέληξε στο worship του κώλου της Γωγούς Μαστροκώστα και των βυζιών της Βάνας Μπάρμπα


Το περιοδικό, βέβαια, στάθηκε και έγινε σημείο αναφοράς, χάρη στη στήριξη του εκδότη του, Άρη Τερζόπουλου (τη σύζυγο του οποίου Λάουρα πολύ «εθαύμαζε» ο νεόκοπος «λαϊφσταϊλίστας» απ’ τον Βόλο…). Τα μυαλά, όμως, του Πετράκη πήραν αέρα μπόλικο και θέλησε να γίνει ο ίδιος εκδότης. Διέλυσε, λοιπόν, ουσιαστικά το παλιό μαγαζί για να ανοίξει δικό του. Στα εκδοτικά, ο ποιοτικός κατήφορος δεν άργησε να έρθει με τα Down Town και τα Nitro, αντανακλώντας, βέβαια, και τα βαθύτερα και αληθινά χαρακτηριστικά της ψυχοδομής και του γούστου του ακόρεστου για απολαύσεις και μεγαλεία Πέτρου...


Στα αμιγώς επιχειρηματικά δεν θα μπούμε. Είναι ανιαρά και δεν ενδιαφέρουν το κοινό. Εκείνο που μετρά είναι ότι, δελεάζοντας, με την «κωλάδικη» λάμψη των Μέσων της πλάκας που κατέχει, κάποιους οικονομικά ισχυρούς, κατάφερε ένα μέρος της επιχειρηματικής ελίτ της χώρας (και αυτό λέει πολλά τόσο για τη χώρα όσο και για τις «ελίτ» της) να του εξασφαλίσει κεφάλαια και χρηματοδοτήσεις για να περνάει ο ίδιος ζωή και κότα... Ο βαθύτερος στόχος είχε επιτευχθεί. Το βλαχαδερό από το Βόλο, με τον λόγο που μοιάζει με λόξιγκα και με τη βαριά, εκνευριστική θεσσαλική προφορά (που τα «ο» τα μετατρέπει σε «ου» τρώγοντας ταυτοχρόνως τα φωνήεντα και την οποία, χρόνια τώρα, δεν κατόρθωσε να αποβάλει - μια προφορά που μόνο γραφικότητα και θυμηδία αποπνέει), πέτυχε. Τα είχε καταφέρει (α λα ελληνικά…). Από τις άσπρες συνθετικές κάλτσες με τα φτηνά σκαρπίνια πέρασε στα Rossetti, από τα μηχανόβια Perfecto στα Cavalli, από τα "μάλμπουρο" που τα στερέωνε στο διπλωμένο μανίκι του (φτηνού) μακό, στα πούρα, από τα clubs στα μπουζουξίδικα… Οι εκδρομές πια δεν αφορούσαν τα γραφικά χωριά του Πηλίου, αλλά τα Aspen στα Colorado (και, φυσικά, την αναπόφευκτη Μύκονο...).


Και οι Τάκηδες και Λάκηδες από το Βόλο, αντικαταστάθηκαν με Γιάννες και (όπως τους λέει και ο Πρόεδρος Λεβέντης) Κοκκαλαίους (τη σύζυγο του οποίου, Ελένη, o Πέτρος επίσης πολύ «εθαύμαζε»). Μαζί με τον βασιλικό ποτίστηκε και η γλάστρα – κι ο Πέτρος ήταν γλάστρα ογκώδης, χοντροκομμένη, αλλά και ανθεκτική... Αφού «φτιάχτηκε» κάπως οικονομικά και κοινωνικά, αποφάσισε και να νοικοκυρευτεί, σε μια επίδειξη αφόρητου κομφορμισμού, αναντίστοιχου, βέβαια, με τα όσα τάιζε του αφελείς αναγνώστες του, που αντιμετώπιζαν αυτόν σαν τοτέμ και τις απόψεις του σαν ευαγγέλιο. Η σύζυγός του δεν θα μπορούσε να προέλθει παρά από τον χώρο των μοντέλων. Η Τζένη Μπαλατσινού, ένα καλό και ήσυχο ξανθό κορίτσι, μοντέλο τότε, επρόκειτο να είναι ο άνθρωπος που θα ανεχόταν στωικά, εφεξής, τον εκρηκτικό χαρακτήρα του, τις εξάρσεις και τα νεύρα του...


Ο άριστος σε όλα (όπως του αρέσει να αυτολανσάρεται) δημοσιογράφος-εκδότης απ’ τον Βόλο, δοκίμασε την τύχη του και στην TV, την οποίαν, κατά τα άλλα, σνόμπαρε. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από το STAR, όπου παρίστανε τον David Letterman, δοκίμασε την τύχη του στον Alpha. Πόσο γέλωτα μέχρι δακρύων δεν ρίξαμε βλέποντας τον εκδότη του… κώλου (κυριολεκτικά και μεταφορικά), σαν άλλον Donald Tramp, να παρουσιάζει την ελληνική version του Apprentice, παίρνοντας τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά και μετατρέποντας σε κωμικό τον - υποτίθεται - σοβαρό ρόλο του... Ένας νεόπλουτος βλαχάκος με pinstripe ήταν, οπωσδήποτε, θέαμα ξεκαρδιστικό… Η ελληνική version του Apprentice απέτυχε, όμως, παταγωδώς και κατέβασε ρολά στο τάκα-τάκα, πλήττοντας τον εγωισμό του Βολιώτη παρουσιαστή με το πούρο και την βαριά προφορά…


Την είδε, βέβαια, και gourmet ο Πέτρος, ενώ όλο το αθηναϊκό άστυ γελά με τις δήθεν πρωτοποριακές συνταγές ενός κατά φαντασίαν σεφ, αλλά στην πραγματικότητα απλού, ερασιτέχνη μάγειρου. Αυτός ο άντρας με τα όλα του, το «απόλυτο αρσενικό», ο ανταγωνιστής του Στέφανου Ορφανίδη με την ανάγκη της αυτοδιαφημιστικής επιβεβαίωσης, είχε πάντα ένα πρόβλημα – ένα πρόβλημα που του χαράκωνε την ευαίσθητη και φιλόδοξη ψυχή του: τα μαλλιά του... Πολλοί τον θυμούνται να θρηνεί για τα τρίχες που χάνονταν, για να προστεθεί, λίγα τέρμινα αργότερα, και το απεχθές γκριζάρισμα. Ο Πέτρος, όμως, δεν ήταν άνδρας για ημίμετρα. Με μια αποφασιστική κίνηση, σαν ένας μικρός βολιώτης σίφουνας Άζαξ, επέλεξε λύση δραστική: εμφύτευση καραμπινάτη και μπογιάτισμα σε κομοδινί απόχρωση...


Τώρα πια όλα ήταν εντάξει. Ζήτησε και έλαβε από την επιστήμη πίστωση χρόνου. Το γήρας, η φθορά, μπορούσαν να περιμένουν λιγάκι, προτού ξανα-εμφανίσουν ευκρινώς τα σημάδια τους. Το ταπεινής καταγωγής αλλά φιλόδοξο και ακόρεστο παιδί από τη θεσσαλική γη είχε κάνει και πάλι το θαύμα του… Αυτό ήταν το πορτρέτο του Πέτρου Κωστόπουλου – του γκουρού της αισθητικής της πασοκικής νεοελλάδας… Και κλείνουμε την περιήγησή μας στον θαυμαστό κόσμο των βαμμένων μαλλιών με το συγκεκριμένο πορτρέτο, γιατί, μιλώντας για τον Πέτρο, μιλάμε, στην πραγματικότητα, για όλους εμάς – δηλαδή για τη συλλογική μας κατάντια… à bientôt!

Wednesday, April 1, 2009

José Mojica Marins: το μισανθρωπικό (και ολίγον παρανοϊκό) βάψιμο



Ο José Mojica Marins ή Zé do Caixão ή, απλώς, Coffin Joe αποτελεί μάλλον κάτι μοναδικό στην ιστορία του κινηματογράφου (ή κινηματόγραφου, όπως τον έλεγε και ο Κώστας Σημίτης…). Πρόκειται για έναν maestro της εναλλακτικής έκφρασης εκ Βραζιλίας, μια από τις σπάνιες φωνές ειλικρίνειας και διαφορετικότητας σε παγκόσμιο επίπεδο στο είδος εκείνο της έβδομης τέχνης που συνδυάζει τρόμο και σεξ – γενικότερα, στο exploitation.


Ο José κατάλαβε από πολύ ενωρίς τη ματαιότητα της συμβατικής έκφρασης. Τον κούραζε αφόρητα η συμβατική και ηθικολογική προσέγγιση σε κάθε μορφή τέχνης. Επέλεξε, λοιπόν, να ζήσει και να δημιουργήσει μοναχικά (σαν τον Outsider του Colin Wilson) – και το κατάφερε με αξιοσημείωτη καλλιτεχνική (αν και δεν θα λέγαμε και εμπορική) επιτυχία. Ο μακρύς και μοναχικός δρόμος της προσωπικής, εναλλακτικής έκφρασης ουδέποτε τον απέλπισε – αντίθετα τον όπλιζε με δύναμη και κουράγιο πρωτόγνωρο, αν και η εντελώς μοναχική, αντισυμβατική πορεία φαίνεται ότι τον πείραξε λιγάκι στα νεύρα…


Ο ανυπότακτος και ευφάνταστος σκηνοθέτης υπήρξε συνήθως ο ίδιος πρωταγωνιστής των εναλλακτικών κινηματογραφικών αριστουργημάτων του, εμφανιζόμενος επί της οθόνης ως το alter ego του, o Coffin Joe. O Joe, επαγγελματίας νεκροθάφτης, κυκλοφορούσε στον τόπο του ως ο τρελός του χωριού, το μίασμα, ο ιδιόρρυθμος και ενοχλητικός παρίας - ένας «λοξίας» του σκότους με μια παράδοξη οπτική. Πάντοτε ζώντας σε έναν καταθλιπτικό επαρχιακό μικρόκοσμο (να και πάλι το ζήτημα της επαρχίας, δηλ. του μικρού, κλειστού τόπου με τον στενοκέφαλο, οπισθοδρομικό κόσμο), αντιδρούσε φωνάζοντας «ο βασιλιάς είναι γυμνός»· κι εδώ που τα λέμε, όχι μόνο το φώναζε, αλλά μούγκριζε γεμάτος πάθος και οργή, κάνοντας και σχετικές γκριμάτσες αποστροφής (όσοι, ελάχιστοι, είχαν την τύχη να απολαύσουν τα μικρά κινηματογραφικά διαμάντια του ιδιόρρυθμου καλλιτέχνη, γνωρίζουν για τι μιλάμε…), γιατί ο πολύς κόσμος αδυνατούσε να συνταχθεί με τις απόψεις του και να αναγνωρίσει εκείνο που ο ίδιος θεωρούσε ως προφανές.


Ο λοξίας νεκροθάφτης ούτε στιγμή δεν μπορούσε να ανεχτεί την εξοργιστική, καταθλιπτική μικρόνοια των επαρχιωτών. Η δεισιδαιμονία, η θρησκοληψία, ο συντηρητισμός που κατατρύχει τους υπανάπτυκτους ανθρώπους του κλειστών τόπων εκνευρίζει τον José. Ευρύτερα, όμως, οι βασικοί στόχοι του καλλιτέχνη με τα κάπως διαταραγμένα νεύρα είναι ο αστικός κόσμος (bourgeois και petty-bourgeois) με τις συμβάσεις, τα τικ, τις αναστολές και τις νευρώσεις του, καθώς και η εκκλησία που, όπως μας δείχνει ο βλάσφημος José, λειτουργεί πάντοτε ως ο δεσμοφύλακας των ενστίκτων, ως ο δήμιος της λογικής… Μια περσόνα κατά πολλούς ανήθικη (ή, ακριβέστερα, α-ηθική), που δεν ανέχεται την κοινωνική σύμβαση· η θρησκευτική αποβλάκωση και η τρυφηλότητα των εκμαυλισμένων εκπροσώπων της λαμπερής αστικής παρακμής αποτελούν κόκκινο πανί για τον αινιγματικό καλλιτέχνη, τις οποίες χτυπά σαν χταπόδια, με όποιον τρόπο μπορεί – έναν τρόπο λίγο πρωτόγονο και γκροτέσκο, είν’ η αλήθεια, χωρίς, λ.χ., την ειρωνεία και λεπτότητα ενός Bunuel ή ενός Chabrol.


Το ως άνω περιγραφέν μίσος, από ένα σημείο και πέρα, λαμβάνει διαστάσεις ευρύτερα μισανθρωπικές. Ο José ζει σε έναν κόσμο που βασιλεύει – πρέπει να βασιλεύει – μόνον ο ίδιος. Στην αντίληψή του δεν υπάρχει χώρος για άλλους βιρτουόζους… Όλοι, με εξαίρεση την ευγενή του ύπαρξη, είναι αδύναμοι και συμβατικοί – ως εκ τούτου αξιοκατάκριτοι και απορριπτέοι. Τους αδύναμους να καταλάβουν αλλά και να δράσουν σύμφωνα με τον αιώνιο νόμο των ενστίκτων, ο καλλιτέχνης δεν τους αντιμετωπίζει με κατανόηση – ούτε καν με συγκατάβαση. Βγάζει τον βούρδουλα και εφορμά (κυριολεκτικά), κοκκινίζοντας πλάτες... Η αποστροφή του προς τον (μέσο) άνθρωπο και την αδυναμία του (αντικατοπτρίζοντας, κατά μία έννοια, μια νιτσεϊκή οπτική) τον οδηγεί στη (νομιμοποιημένη στη συνείδησή του) επιλογή του φόνου – την απελευθερωτική δύναμη του οποίου εκθειάζει (καθώς και την ηδονή που προσφέρει, θυμίζοντας De Quincey και τη θεώρησή του περί φόνου ως μια από τις καλές τέχνες…).


Ο José είναι μονίμως θυμωμένος, με όλους και με όλα – ακόμη και με τον ίδιο του τον εαυτό. Στο μίσος έχει ανακαλύψει, ως άλλος Cioran, μια σχεδόν μεταφυσική δύναμη, που μπορεί και τον κρατά στη ζωή. Μισεί, όπως οι άλλοι αναπνέουν… Και εύχεται να τους δει όλους στην Κόλαση, με την οποίαν έχει μια αξιοπρόσεκτη καλλιτεχνική εμμονή, αναπαριστώντας την με ιδιαίτερη ενάργεια.


«Κουράστηκα από τους ανθρώπους» υποτονθορύζει ο εικονοκλάστης καλλιτέχνης στο αριστούργημά του «Απόψε θα πάρω την ψυχή σου». Και, αρνούμενος τις αυταρχικές θρησκευτικές υποχρεώσεις, σε μια κίνηση γεμάτη συμβολισμούς, θα ζητήσει να φάει κρέας, αν και Μεγάλη Παρασκευή… Η σύζυγός του, μια συμβατική μικροαστή, σαν κι αυτές που βλέπουμε παντού γύρω μας, επιχειρεί να τον συνετίσει. «Ξέχασες ότι σήμερα είναι Μ. Παρασκευή;» τον ρωτά με ανυπόκριτη αγωνία. «Και τι με νοιάζει; Θα φάω ό,τι θέλω και κανένας δεν θα με σταματήσει. Θα φάω κρέας σήμερα, ακόμη κι αν είναι ανθρώπινο», ουρλιάζει ο αντιδραστικός εγωκεντρικός και η αδύναμη σύζυγος κατεβάζει, όλο θλίψη, το βλέμμα.


Η περιφρόνηση προς κάθε τι κοινωνικά (και ιδίως θρησκευτικά) αποδεκτό βρίσκει στον μαυροφορεμένο, με την ελαφρά ανισορροπία, σκηνοθέτη τον κατ’ εξοχήν εκφραστή της. Ο επιτάφιος περνά, σε κλίμα κατάνυξης, έξω από το λιτό σπιτικό του José. Και λοιπόν; Εκείνος καταβροχθίζει, χωρίς ενοχές, ένα μπουτάκι αρνίσιο! Αυτό το αρνίσιο μπούτι λειτουργεί όπως ο σταυρός στα χέρια του Van Helsing. Ο σταυρός απομακρύνει τον Δράκουλα, ενώ το αρνίσιο μπούτι απομακρύνει τον ιερέα-επικεφαλής της ιεράς πομπής και σύνολο το Άγιο Πνεύμα από το φτωχικό του νεκροθάφτη-επαναστάτη. Μιλάμε για μια τεράστια, ανατρεπτική, επαναστατική κίνηση. Στο πρόσωπο του José (και στο αρνίσιο μπούτι) η εκκλησία βρίσκει τον μάστορή της - ή, αλλιώς, κόλαφος στην εκκλησία από ένα αρνίσιο μπούτι…


Όχι μόνο στο επίπεδο της καλλιτεχνικής έκφρασης, αλλά και στο προσωπικό επίπεδο, ο βίος του José Mojica Marins είναι διάστικτος από εκκεντρικότητα… Φορεί πάντοτε μαύρα ρούχα, μαύρο ημίψηλο, μαύρη μπέρτα, βάφει κατάμαυρα μαλλιά και γένια, ενώ διατηρεί τεράστια, φυσικά, νύχια – νύχια τόσο μεγάλα ώστε έχουν κυρτώσει ακολουθώντας μια κυκλική πορεία.


Σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες, μέχρι στιγμής, πληροφορίες, ο παράδοξος αυτός άνθρωπος με τα σπασμένα νεύρα έχει αρπάξει ουκ ολίγους παπάδες και βολεμένους αστούς από τον λαιμό, λόγω και της διαταραγμένης προσωπικότητάς του, επιχειρώντας με αυτά τα χαρακτηριστικά μακρουλά του νύχια να τους… καρυδώσει. Δυστυχώς ή ευτυχώς (ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς), χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι κι αλλιώς, οι συνάνθρωποί μας αυτών των κατηγοριών αναπαράγονται σαν τα κουνέλια, με αποτέλεσμα κάθε απόπειρα εξοντώσεώς τους να καθίσταται, εν τέλει, μάταιη.

 
Η ιδιαίτερη (και γκροτέσκα) αναπαράσταση της Κολάσεως από τον μεγάλο μαέστρο του εναλλακτικού τρόμου και της μισανθρωπίας: http://www.youtube.com/watch?v=pAdAixzYq-k&feature=channel_page