Sunday, December 19, 2010

Τι είδε ο Κονγκολέζος

Ο φιλέλλην ποιητής Philippe Balou μιλά για την Ελλάδα


 [άρθρο δημοσιευμένο κατ’ αποκλειστικότητα στην αγγλόφωνη εφημερίδα της κονγκολέζικης κοινότητας στην Ελλάδα, Congolese Athens News (all rights reserved). Αναδημοσιεύεται με την έγγραφη άδεια του εκδότη. Μετάφραση από την αγγλική: Νίκος Χατζηνικολάου]

Μπραζαβίλ, Κονγκό (ανταπόκριση)
Σκέψεις για ενδεχόμενη μετεγκατάσταση σε άλλη χώρα και η προοπτική μιας νέας, ποιοτικότερης ζωής στο εξωτερικό, με δυνατές ευκαιρίες, μας έφερε για λίγες ημέρες, προς διερεύνηση, στην γοητευτική Μπραζαβίλ, πρωτεύουσα της μακρινής – μα φίλης – Δημοκρατίας του Κονγκό. Η λογική της συγκεκριμένης επιλογής ήταν να απομακρυνθούμε μεν από την ανυπόφορη πλέον Ελλάδα, χωρίς όμως να χάσουμε στοιχεία (περιβαλλοντικά, πολιτισμικά και άλλα) άρρηκτα δεμένα με την ανεπανάληπτη ελληνική εμπειρία. Θεωρήσαμε ότι η εξωτική αυτή χώρα της Αφρικής μπορεί, κάλλιστα, να μας τα προσφέρει. Και, πράγματι, η συγκεκριμένη επιλογή μάς δικαίωσε. Ευχάριστη η έκπληξη, αφού διαπιστώσαμε ικανές ομοιότητες μεταξύ των δύο χωρών (και λαών). Πουθενά σαν την Ελλάδα βέβαια – το σωστό να λέγεται...


Συμπαραστάτης και οδηγός μας στην ολιγοήμερη περιήγηση στη γοητευτική αυτή χώρα της Αφρικής, ο διακεκριμένος κονγκολέζος ποιητής (και γνώστης της ελληνικής πραγματικότητας) Philippe Balou. Ο Philippe έκανε αξιόλογες σπουδές στη χώρα μας. Αφού περάτωσε με επιτυχία σπουδές στο ΤΕΙ Κοζάνης, συνέχισε, εντυπωσιακά και δυναμικά, με μεταπτυχιακό δίπλωμα στo ΤΕΙ Πειραιά. Με τέτοια εφόδια, με τέτοιες προδιαγραφές, ήταν μάλλον απίθανο να αποτύχει. «Ήλθα στην Ελλάδα για σπουδές, φίλε, γιατί ζήταγα για την εκπαίδευσή μου κάτι το πολύ δυνατό και ελληνικό. Δεν ήθελα ένα κοινό πτυχίο. Τελικά, όμως, τα ελληνικά πτυχία δεν αναγνωρίζονται εδώ, στην αγορά εργασίας του Κονγκό. Δε βαριέσαι. Έτσι κι αλλιώς, για την ποιητική δουλειά που κάνω εγώ, τελικά δεν μου χρειάστηκαν πτυχία. Στο κάτω-κάτω κέρδισα γερή συγκρότηση που με ωφέλησε πολύ», δηλώνει με ανακούφιση, ανάβοντας το πούρο του (και κρατώντας απάνω το περίτεχνο χάρτινο δαχτυλίδι) ο μελαμψός άνδρας.


«Πώς αποφάσισες να έλθεις στη χώρα μας Φίλιππα;», τον ρωτώ χωρίς περιστροφές. «Να σου πω, φίλε μου. Είχα επηρεαστεί πολύ από έναν σπουδαίο μουσικό μας – τον Pierre Mathas. Δυνατός φιλέλληνας! Είχε πάρει ο ίδιος πολλά στοιχεία – αισθητικά και άλλα – από τη χώρα σας και μου πέρασε έντονα αυτή την αγάπη. Λάτρευε την Ελλάδα. Πίστευε ότι η χώρα σας μοιάζει πολύ με την δική μας πατρίδα», απαντά ο γιγαντιαίων διαστάσεων κονγκολέζος. «Τελικά, μου άρεσε πολύ η ζωή στη χώρα σας. Πέρασα αξέχαστα. Ήταν σαν να μην έφυγα στιγμή από τη δικιά μου πατρίδα. Πολλές οι ομοιότητες»,συμπληρώνει με ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του ένα χαμόγελο αναπόλησης. «Ωραία η ζωή στην Ελλάδα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς . Διασκεδάσεις, σουβλάκια, γυναίκες… Έχετε ζωντανές γυναίκες, πολύ θερμές και κομψές – έτσι είναι και οι κονγκολέζες», μου λέει γελώντας πονηρά.

 

«Είχα ‘κανονίσει’ πολλές από δαύτες στην Ελλάδα, μόνο που δεν ήθελαν να βγαίνουμε μαζί έξω, επίσημα. Ντρεπόντουσαν γιατί ήμουν από το Κονγκό. Ό,τι κάναμε, το κάναμε κρυφά στο σπίτι μου. Πρώτα τους διάβαζα ποιήματά μου (συνοδεύοντας την απαγγελία και με λίγο ταμ-ταμ) και μετά κάναμε τα δικά μας», μου εκμυστηρεύεται, κλείνοντάς μου πονηρά το μάτι. «Και το νου τους όλο στον γάμο τον έχουν και τα καλλυντικά, τις αποτριχώσεις και τα κομμωτήρια. Αλλά είναι καλά κορίτσια. Τις αγάπησα πολύ τις ελληνίδες. Όχι και πολύ όμορφες, αλλά πάντως θερμές και μάλιστα πολύ τριχωτές. Όλο ρούχα αγοράζουν, ενώ παστώνονται με κρέμες και πούδρες. Ντύνονται όλες με τον ίδιο τρόπο και με πολλά μπιχλιμπίδια. Μου αρέσει το ντύσιμό τους πολύ. Ζηλεύουν, βέβαια, υπερβολικά η μια την άλλη. Πολύ ανταγωνιστικές. Αλλά έτσι είναι και οι δικές μας», προσθέτει ο αφρικανός ποιητής-επιστήμων.


«Το ίδιο κι εσείς οι έλληνες. Είστε καλά παιδιά και σπουδαία φίλοι. Ειλικρινείς και αξιόπιστοι. Ντόμπροι. Πεντακάθαροι και όμορφα παιδιά. Καλλιεργημένοι και φινετσάτοι. Ντύνεστε, επίσης, κι εσείς πολύ ωραία. Οφείλω να το πω. Αλλά μου αρέσει που είστε και έξω καρδιά. Αραχτοί. Όλο συζητήσεις για ποδόσφαιρο, γυναίκες και αυτοκίνητα κάνετε. Μου πάει πολύ ο τρόπος σας. Αξέχαστες εποχές στην Ελλάδα. Εδώ στο Κονγκό δεν πολυσυζητάμε για τέτοια θέματα, βέβαια, και αυτό μου λείπει. Ο κόσμος, βλέπετε, έχει τα προβλήματά του», εξομολογείται ο κονγκολέζος συνομιλητής.


«Θέλω να ξέρεις ότι η φτώχια που περνάτε τώρα, δεν θα σας πτοήσει, όπως δεν πτόησε κι εμάς. Θα συνεχίσετε την καλή ζωή, τα ξενύχτια, τη μόδα. Είναι στο κύτταρό σας. Το ίδιο έγινε και με εμάς. Έχουμε κι εμείς μόδα, όπως βλέπεις, και καλή ζωή. Σαν κι εσάς. Η ανέχεια δεν μας καταβάλλει», μου λέει με πειστικότητα.

 

 

 


«Και οι πολιτικοί σας μου αρέσουν. Ο Πρωθυπουργός σας δείχνει πολύ καλός άνθρωπος. Κοντά στον πολίτη. Μου αρέσει, επίσης, που μιλάει απλά· που μπορώ και τον καταλαβαίνω κι εγώ όταν μιλάει. Μου αρέσει που χρησιμοποιεί λίγες λέξεις. Είναι καλό αυτό, γιατί δείχνει ότι μιλάει σαν τον απλό λαό· δεν τον σνομπάρει. Τον καταλαβαίνω πολύ καλά, λέξη δεν χάνω», προσθέτει. «Και αυτός ο Σαμαράς που βγήκε αρχηγός στο άλλο κόμμα, πολύ καλό παιδί. Έχει καλή κίνηση στο σώμα και γερό λόγο. Θα πάει μπροστά. Τον τιμώ πολύ. Αλλά και η Μπακογιάννη είναι πολύ καλή. Έντιμη και ικανή. Κρίμα που δεν βγήκε. Κι αυτή την τιμώ… Και οι αριστεροί ηγέτες, εκείνη η κοντή κυρία και το νεαρό παιδί με το πεταχτό μαλλί, είναι πρώτης τάξεως. Τα λένε καλά. Και εκείνος ο χοντρός, με τα βαμμένα μαλλιά, ο Καρατζαφέρης. Είναι πολύ αστείος και τα λέει και αυτός καλά. Δεν μου αρέσει μόνο που δεν μας θέλει στην Ελλάδα. Γιατί; Αδέλφια είμαστε», λέει ο γεροδεμένος ποιητής με ένα υποφώσκον παράπονο στο λόγο του. «Εκείνος, όμως, που είναι η αδυναμία μου είναι ο Δημήτρης Αβραμόπουλος. Αυτός μάλιστα! Έξυπνος, πολύ έξυπνος. Brilliant! Και ντύνεται ωραία, όπως ντυνόμαστε και εμείς, οι ανώτερες τάξεις του Κονγκό. Απ’ αυτόν έμαθα να ντύνομαι τόσο καλά», μου λέει, δείχνοντάς μου, με υπερηφάνεια, το κομψό καναρινί κοστούμι και την ομοιόχρωμη γραβάτα...

 

«Πιο πολύ, όμως, μου άρεσαν οι δημοσιογράφοι σας. Αυτοί κι αν μετράνε! Κυρίως οι δημοσιογράφοι της τηλεόρασης. Στην Ελλάδα έβλεπα πολύ τηλεόραση εγώ. Όλη μέρα τηλεόραση», εξομολογείται ο συμπαθέστατος κονγκολέζος. «Δεν διάβαζες τίποτα ελληνικό, Φίλιππα;», τον ρωτώ. «Πώς. Πολλά!», μου απαντά. «Εγώ, όπως ξέρεις, είναι έντονα πολιτικοποιημένος. Έτσι προτιμούσα της εφημερίδες. Κι όταν έλειπα από την Ελλάδα και ήμουν για διακοπές εδώ, στο Κονγκό, μου τις κράταγαν έλληνες φίλοι για να μη χάσω ούτε ένα τεύχος», συμπληρώνει. «Οι εφημερίδες σας είναι καταπληκτικές. Τις διαβάζω και εδώ, μέσα από το internet. Η αγαπημένη μου ήταν, με διαφορά, η Real News. Την ξέρεις; Δεν είναι πολύ καλή; Να κοιτάξουν μόνο να την βάλουν και στο internet να την διαβάζουμε και εδώ. Τέτοιες εφημερίδες δεν υπάρχουν πουθενά στον κόσμο…», μου αποκαλύπτει με έκδηλη ικανοποίηση.

 

Επανέρχεται, όμως, στο μεγάλο πάθος του, την τηλεόραση. «Η αγαπημένη μου εκπομπή ήταν πάντα του Λαζόπουλου. Ρε τον άτιμο. Πόσο γέλιο έριχνα. Συνεχίζεται ακόμα; Πολύ χιούμορ… Αστεία φάτσα. Βλάχικη. Και σπάνιο ταλέντο. Εμείς δεν έχουμε ακόμα τέτοια εκπομπή. Θα την θέλαμε όμως. Θα την αγκάλιαζε το κονγκολέζικο κοινό. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό που σου λέω.

 

Αλλά πολύ μου άρεσαν, επίσης, και οι ειδήσεις. Όλα τα δελτία, αλλά ειδικά του Alter. Με τον Χατζηνικολάου και τους άλλους. Και τον άλλον με τα πεταχτά αφτιά, τον έβλεπα. Αυτόν μάλιστα τον είχα δει και σε ένα περίεργο μέρος, αλλά δεν θέλω να σου πω περισσότερα. Δεν κάνει. Εγώ δεν συνήθιζα να πηγαίνω εκεί, τυχαία πήγα μια μέρα, αλλά το έμαθα. Μη ρωτάς περισσότερες λεπτομέρειες…» μου λέει, χωρίς, όμως, να εξηγεί τα υπονοούμενα. «Εμείς έχουμε ένα μόνο κανάλι. Εσείς πολλά. Αλλά άμα καταλαβαίνεις ελληνικά, βλέπεις ότι τελικά δεν υπάρχει μεγάλη διαφορά. Μόνο που εδώ οι παρουσιαστές είναι μαύροι ενώ στη χώρα σας λευκοί. Αλλιώς μοιάζουμε πολύ. Να το ξέρεις. Είστε οι κονγκολέζοι της Ευρώπης! Είστε σαν κι εμάς!» μου λέει με υπερηφάνεια.


Η συζήτηση έρχεται, αναπόφευκτα, στην ελληνική κρίση. Πρώτο θέμα συζήτησης ακόμη και στο μακρινό Κονγκό. «Τώρα μαθαίνω για την κρίση και σας λυπάμαι. Δεν αξίζει τέτοια τύχη στον λαό σας. Δεν κάνετε για γκαρσόνια. Είστε περήφανος λαός και με μεγάλες δυνατότητες. Βλέπω κάποιους ξένους (που δεν καταλαβαίνουν τι σημαίνει Ελλάδα) να σας επιτίθενται άδικα – εγγλέζοι, γερμανοί – και μου έρχεται να τους δαγκάσω (sic)! Η κατάσταση που δημιούργησε η κρίση στη χώρα σας είναι με το καλάμι (σ.σ.: Εδώ δεν βγαίνει νόημα. Προδήλως, ο μεταφραστής Νίκος Χατζηνικολάου υπέπεσε σε σφάλμα. Η λέξη που χρησιμοποιήθηκε στο αγγλικό πρωτότυπο ήταν «calamitous», η οποία λανθασμένα μεταφράστηκε «με το καλάμι» αντί για «ολέθρια», όπως και είναι η ορθή απόδοση). Δεν θέλω να φοβάστε, όμως. Θα τη βρείτε την άκρη. Όπως τη βρήκαμε κι εμείς. Κάνω, μάλιστα, ενέργειες ώστε η κυβέρνησή μας να σας συνδράμει με κάποια οικονομική βοήθεια. Δεν ξεχνάω ποτέ την Ελλάδα. Μας έχετε ανάγκη τώρα. Οι πολιτικοί σάς έχουν πιει το αίμα. Χρειάζεστε δημοκρατία. Όπως εδώ. Ο λαός να ψηφίζει τους κυβερνήτες του» δηλώνει, δίκην πολιτικού μανιφέστου, ο χειμαρρώδης κονγκολέζος. «Μα εμείς τους ψηφίζουμε, Φίλιππα», του απαντώ. «Πώς και δεν το ξέρεις; Αφού λες ότι έβλεπες και ειδήσεις στο Alter», συμπληρώνω. «Εσείς τους βγάζετε;;;», αναρωτιέται ο Philippe με έκπληξη, ξύνοντας με αμηχανία το τεράστιο κονγκολέζικο κεφάλι του. «Τότε γιατί συνεχώς διαμαρτύρεστε;» μου λέει, μπερδεμένος από τις αντιφάσεις αυτού του πληγωμένου μα υπερήφανου λαού.


Περασμένη η ώρα, στο αεροδρόμιο πλέον, και έφτασε η στιγμή του αποχαιρετισμού. «Λατρεμένη χώρα η Ελλάδα», μου λέει ο Philippe κοιτώντας μελαγχολικά στο κενό και τραβώντας μια γενναία ρουφηξιά από το (δαχτυλιδάτο) πούρο του, ενώ στο πουκάμισό του διακρίνονται έντονα ίχνη ιδρώτα (δημιουργώντας και μια απροσδιόριστα γλυκιά, βαριά μυρωδιά...). Μου τείνει το στιβαρό, κονγκολέζικο χέρι του, πεποικιλμένο με βαρύτιμο χρυσούν ωρολόγιον, για μια τελευταία, θερμή χειραψία λέγοντας:


«Χαιρετίσματα στην Ελλάδα – την πατρίδα μου! Και τους Έλληνες – τους φίλους μου. Την έχω – αλήθεια σου λέω – σαν δεύτερη πατρίδα μου τη χώρα σας. Την αγαπώ – πώς αλλιώς να στο πω! Μοιάζουμε πολύ οι δύο λαοί. Έλληνες και κονγκολέζοι είμαστε σαν αδέλφια! Θέλω να το πιστέψεις αυτό που σου λέω!», μου λέει εμφατικά. «Το πιστεύω, Φίλιππα. Το πιστεύω» ψιθυρίζω, παίρνοντας, κατάκοπος, τον γλυκό δρόμο του γυρισμού.

 

Friday, December 10, 2010

Γιάννης Φουράκης (1937-2010): in memoriam



Εις τα αιωνίους μονάς και ο Γιάννης Φουράκης… Κρίμα, γιατί ο σεβάσμιος γέροντας με τα ζιβάγκο και τον ακατάληπτο (για τους αμύητους) λόγο και είχε πολλά ακόμα να δώσει. Μπορεί τα τελευταία χρόνια τα πονήματά του να επωλούντο με το κιλό (πέντε κρίκοι ένα τάλιρο), μπορεί το (μισελληνικό) Σύστημα να τον ανάγκασε, αντί να κυβερνά την Ελλάδα μέσω της Ομάδας Ε (με υπουργούς τους κ.κ. Πάλμο, Κακογεωργίου, Κεραμυδά και Γκιόλβα με το «υπερόπλο» του), να κερδίζει τον επιούσιο ως αυτοκινητιστής, ωστόσο επηρέασε γενιές και γενιές φιλοπεριέργων και ελληνοψύχων.

Αρίστος Κακογεωργίου
 

Ανέστης Κεραμυδάς
 

Γιώργος Γκιόλβας
 

Γιώργος Πάλμος

Μέσω του ΠΑΣΟΚ έδωσε αρχικά τη μάχη του για την αναγέννηση του ελληνικών ιδεωδών, αλλά το κόμμα αυτό τον πότισε μονάχα απογοήτευση.Έκτοτε, ο μπαρμπα-Γιάννης υπήρξε ένας μοναχικός καβαλάρης που κυκλοφορούσε ελεύθερος, έστω και αν κάποιοι πίστευαν ότι καλλίτερα θα ήταν, για λόγους υγείας, να βρίσκεται έγκλειστος. Μοναδική του παρέα οι ιδέες του, καθώς και τα Assos Φίλτρο σιγαρέτα του, τα οποία και κατηνάλωνε σε τεράστιες ποσότητες. Αδυναμία του και τα τηγανητά κεφτεδάκια, αλλά και οι (ελληνικότατοι) ντολμάδες με αμπελόφυλλο (και πολύ λεμόνι). Ταίριαξε, στα τελευταία του, με τον πρωτομάστορα του αποκαλυπτικού ρεπορτάζ και της αλήθειας Κώστα Χαρδαβέλλα (με την "ιπτάμενη σαγιονάρα" στην Μπαμπίνη και άλλα τινά στους Ρεπόρτερς) και έκτοτε ήταν ένας οιονεί πνευματικός ταγός όλου αυτού του κινήματος των "Πυλών του Ανεξήγητου".

 

Είθε, στη νέα διάσταση που πλέον θα ευρίσκεται, ν’ απαλλαγεί (επιτέλους) από τον απηνή διωγμό και τα υπόγεια κτυπήματα Εβραίων και Σιωνιστών που, στον μάταιο τούτο κόσμο, δεν τον άφηναν σε χλωρό κλαρί να βρει την πολυπόθητη ανακούφιση και να μπορέσει να εργασθεί τελεσφόρως υπέρ των δικαίων του Ελληνισμού. Είναι πλέον ή βέβαιον ότι εκεί που πηγαίνει, περνώντας τις πύλες, θα βρει όλες τις απαντήσεις στις ερωτήσεις που τον απησχόλουν, οι οποίες, στον φθαρτό δικό μας κόσμο και μόνον, φαίνονταν αναπάντητες. Αιωνία σου η μνήμη μπαρμπα-Γιάννη Φουράκη!

Monday, December 6, 2010

Χάρης Πασβαντίδης: το Πράσινο και το Μαύρο…



Στη γενέτειρά του, «τας Σέρρας», χρωστά πολλά ο ποντιακής καταγωγής Χάρης Πασβαντίδης. Η λάμψη κι η υγεία που αποπνέει το πασβαντίδειο πρόσωπο, αλλά και αυτό το σχεδόν αψεγάδιαστα σμιλεμένο κορμί, οφείλουν πολλά στον καθαρό αέρα αυτού του πολιτιστικού λίκνου της βορείου Ελλάδος· αλλά και στο παχύ, πρόβειο σερραίικο γάλα, καθώς και τις χορταστικές ποσότητες ντόπιας γιαούρτης που κατανάλωνε ως παιδί ο λιχούδης Χάρης.


Από τας Σέρρας λοιπόν – το άντρο του Καραμανλισμού με το έντονο ψύχος, τη στενοκεφαλίαση και τα πλήθη αμνοεριφίων – ο πληβείος πόντιος βρέθηκε στας Αθήνας. Και διέπρεψε! Φυσική εξέλιξη, άλλωστε, αφού στην Ελλάδα, την χώρα όπου η αξιοκρατία δουλεύει ρολόι, μια τέτοια αξία δύσκολο να χαθεί... Ο τίμιος αγωνιστής Χάρης, όμως, αν και αποχαιρέτισε ενωρίς την ορεινή πατρίδα του, ποτέ δεν απώλεσε την ταυτότητα του ορεσίβιου. Πολλώ δε μάλλον που, σύμφωνα με πληροφορίες, ουδέποτε έμαθε να κολυμπά, ενώ μια φορά που το επιχείρησε, ένα ζεστό αυγουστιάτικο απομεσήμερο, παρ’ ολίγον να πνιγεί! Από ένα απλοϊκό, λοιπόν, ασήμαντο – και μάλλον κουτό – παιδί της επαρχίας (με άριστη, όμως υγεία, για τους λόγους που αναφέραμε), ο Χάρης έφτασε, μέσα σε ελάχιστα χρόνια και μετά από υποτυπώδεις σπουδές, να τον μάθει όλη (σχεδόν) η Ελλάδα. Δεν είναι και λίγο…


«Πόντιος είμαι, ό,τι θέλω κάνω» έλεγε η αξιοπρόσεκτη ελληνική ταινία-βιντεοκασέτα των ’80s (με Τσάκωνα και Λεζέ)· στο πνεύμα αυτό κινήθηκε και ο πόντιος Χάρης. Έκανε ό,τι θέλησε. Και πέτυχε! Έγινε γνωστός ανά το πανελλήνιο μέσα από την μαχητική δημοσιογραφική του παρουσία από τα μαγαζιά του Γιώργου Κουρή, του επιτήδειου βεσπάκια εκδότη (και... παραγωγού περγαμόντου). «Μα ήταν δημοσιογραφία αυτό το τσίρκο;», θα ρωτούσε κανείς. «Μπορούν να θεωρηθούν ως “μέσα ενημερώσεως” αυτά τα κωλοχανεία του Κουρή;», θα ρωτούσε κάποιος άλλος. Εξαρτάται από το πώς το βλέπει κανείς... Μήπως, άλλωστε, αποτελεί δημοσιογραφία αυτό που κάνουν τα περισσότερα δυσκοίλια, αστοιχείωτα και γεροντοκορίστικα «καθώς πρέπει» Μέσα της χώρας μας;


Ο Χάρης, πάντως, δεν διακόνησε την φλούφλικη/φλώρικη «αντικειμενική» δημοσιογραφία των πολλών. Ήταν ένας πολεμιστής υπέρ των σοσιαλιστικών ιδεωδών και της «εθνικής αντίστασης»! «Και το κάτουρό του είναι πράσινο…», θα σχολιάσει πρώην συνάδελφός του από τις ένδοξες εποχές του «βρώμικου ’89», υπογραμμίζοντας την ιδεολογική συνέπεια του Χάρη. Την δύσκολη, βέβαια, μάχη δεν την έδινε μόνος. Μαζί του, στα χαρακώματα του αγώνα «για δημοκρατία και προκοπή», μια εκλεκτή παρέα φιλότιμων (τριτ)αγωνιστών της δημοσιογραφίας εκείνης της αλησμόνητης εποχής: Γκιώνης, Γαργαλάκος, Βέλλιος, Μουζάκης, Σφαέλος, Γερονικολός, Σπύρος Μεταξάς, Κυριάκος «Σκυλάνθρωπος» Διακογιάννης (συνήθως με κομψό πτι καρώ σακάκι και μέσα από το υποκάμισο ένα εντυπωσιακό, μεταξωτό … φουλάρι!) και άλλα ιερά τέρατα της 4ης εξουσίας (ειδική μνεία στον πράγματι εξαίρετο Μάνο Καρμίρη, προπομπό του μεταμεσονύκτιου talk radio, με την εκπομπή «Από Αμόρσα σε Μονό», η οποία παραμένει μέχρι σήμερα η καλλίτερη εκπομπή στην ιστορία της ιδιωτικής ραδιοφωνίας).


Στο ψυχαγωγικό πρόγραμμα, φιλότιμοι συμπαραστάτες οι Βασίλης Μπουγιουκλάκης (Μια σκελίδα σκόρδο/Κάμερα Αλήθεια), Όμηρος Αθηναίος (Όποιος Προλάβει Πρώτος) και ο τεράστιος Ζήσης Τσιριγκούλης (με τα ταλέντα του), με κορωνίδα του infotainment τον παντοτινό κομπέρ Ευάγγελο Γιαννόπουλο (με το παλαιό ωρολόγιο φορεμένο πάντοτε πάνω από την μανσέτα του υποκαμίσου – σε στυλ Gianni Agnelli…).


Ωραίες, αξέχαστες εποχές· μαχητικές και δημοκρατικές. Ο Χάρης μας ενημέρωνε φιλότιμα με μπούσουλα τις εφημερίδες (κυρίως την Αυριανή), τις οποίες μάλιστα ξεφύλλιζε με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, αφού δηλ. πρώτα, για να γυρίζει τις σελίδες, σάλιωνε και το δάκτυλο…


Θέρμη πολλή στην έκφραση – επάλλετο η φωνή, ίδρωνε η μασχάλη… Σοφός λόγος (καστροϊκής μορφής και διάρκειας) σε ραδιόφωνο και τηλεόραση – ένα πραγματικό νέκταρ δημοκρατίας ανέβλυζε καθημερινά από αυτό το υπέροχο ποντιακό στόμα· λόγος που μοσχομύριζε σοσιαλισμό – καλύπτοντας την κατά τα άλλα δυσάρεστη αποφορά στόματος, μασχάλης και ποδιών, χαρακτηριστικό αρωματικό κοκτέιλ του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ατσαλώθηκε ο Χάρης. Το ασυμβίβαστο κοινό του ΠΑΣΟΚ της εποχής, οι «μη προνομιούχοι» με τα λαχανί πουκάμισα, τις σαγιονάρες και το τζατζίκι, είχαν τον Χάρη σαν θεό τους. Ουδόλως ηνωχλούντο από την δυσάρεστη οσμή των πασβαντίδειων παρεμβάσεων, δεδομένου ότι (όπως θα έγραφε και ο Ροΐδης) «είχον αμβλείαν την όσφρησιν»…


 Ο Πασβαντίδης, μετά το πέρας της καριέρας του στην ιδιόρρυθμη «δημοσιογραφία» της πράσινης ντουντούκας, και αφού ασχολήθηκε ένα φεγγάρι και με τον ποδοσφαιρικό παραγοντισμό (!), έκανε καριέρα σταθερά στο δημόσιο, μέσα στα κομματικά ενυδρεία. Κομματικός αργόμισθος, παρατρεχάμενος και σφουγγοκωλάριος υπήρξε ο Χάρης. Δεν το επισημαίνουμε για τον μειώσουμε. Αντιθέτως, θέλουμε να τονίσουμε πόσα έχασε ο ιδιωτικός τομέας από την αφλογιστία του Χάρη και την απορρόφησή του από το αντιπαραγωγικό δημόσιο. Πόσα περισσότερα θα είχε να προσφέρει, μπαίνοντας στον ανταγωνιστικό ιδιωτικό τομέα, ο Πασβαντίδης με τις τόσες ικανότητες...


Η κομματική πολιτική τσίγκλαγε από ενωρίς τον Χάρη. Άλλωστε, και ως δημοσιογράφος πολιτική έκανε, αφού δημοσιογραφία δεν τον έλεγες αυτό το πράγμα… Μέσα από τις τάξεις του ΠΑΣΟΚ (που αλλού;..), ο μαχητικός πόντιος θέλησε να δώσει νέες μάχες για έναν δημοκρατικότερο κόσμο. Μάταια όλα αυτά τα χρόνια διεκδικούσε τον επίζηλο τίτλο του βουλευτή. Το κόμμα του εκ συστήματος απέρριπτε την ένταξη στα ψηφοδέλτια της Β’ Αθηνών (ή «Β’ Αθήνας» στην πασοκική…). Σχεδόν κάθε φορά που ο Χάρης εξεδήλωνε ενδιαφέρον για υποψηφιότητα, έβλεπε από την πράσινη κομματική νομενκλατούρα την κόκκινη κάρτα και τον δρόμο προς τα αποδυτήρια… Μόνη εξαίρεση οι εκλογές του 2004, οπότε και φίλησε κατουρημένες ποδιές για να μπει στο πασοκικό ψηφοδέλτιο, μπήκε αλλά απέτυχε να εκλεγεί. Εξελέγη και νομαρχιακός σύμβουλος (εκλογές Β΄Εθνικής), αλλά ο ρόλος του ήταν καθαρά διακοσμητικός. Έτσι, ο κολοφώνας της πολιτικής του σταδιοδρομίας πρέπει μάλλον να θεωρείται (μέχρι τούδε, βεβαίως) ο διορισμός του στην Προεδρία των… Λαϊκών Αγορών Αθηνών και Πειραιώς! Πόσο ταιριαστή κατάληξη για έναν πιονέρο της δημοσιογραφίας του τελάρου…


Ο – αρκετά σιτεμένος πια – Πασβαντίδης, αφού είδε και αποείδε ότι πράσινο κομματικό χρίσμα δεν βλέπει ούτε με το κιάλι (ακούγονταν, βλέπετε, πολλά στην πασοκική οικογένεια για το παρελθόν του, πέραν του ότι κρίθηκε ως παρωχημένος και γραφικός), αποφάσισε να δοκιμάσει την τύχη του ως ανεξάρτητος υποψήφιος δήμαρχος. Στην ταπεινή (και εύκολη) Αργυρούπολη επέλεξε να εκτεθεί ο Χάρης. Εκεί, λογικά, θα έκανε περίπατο. Αυτό μας έλεγαν διάφοροι παπαγάλοι της «ενημέρωσης». Και αυτό ήθελε ο Χάρης· την πολιτική νομιμοποίηση μέσα από μια άνετη εκλογή, για να ανοίξει τα πανιά του για άλλα, πιο μακρινά, ταξίδια.... Την Κυριακή των εκλογών, ένα ερώτημα βούιζε στο κεφάλι όλων ημών των φίλων της trash-cult δημοσιογραφίας και πολιτικής: Τι θα κάνει ο ρευματούχος Χάρης; Θα εκλεγεί δήμαρχος από την πρώτη Κυριακή; Την απάντηση, όμως, την είχε ήδη δώσει με προφητικό στίχο του, σε ανύποπτο χρόνο και με έναν παράδοξα πρωθύστερο τρόπο, ο μεγάλος μας ποιητής Μανόλης Αναγνωστάκης: «Μια μέρα μου σφύριξε κάποιος στ’ αφτί: “Πέθανε ο Χάρης”. “Σκοτώθηκε”». Όχι· προς Θεού! Ο Χάρης δεν μετέβη εις τας αιωνίους μονάς. Εδώ είναι, μαζί μας, σφύζοντας από υγεία. Σκοτώθηκε, όμως, εκλογικά, αφού τελικά όχι μόνον δεν εξελέγη δήμαρχος, αλλά ούτε στον δεύτερο γύρο δεν κατόρθωσε να εισέλθει. Ο Χάρης απέτυχε. Ηττήθηκε. Πάτωσε...


Ο ατυχής Χάρης δεν έχει καταφανώς αδικηθεί μόνον από το πολιτικό κατεστημένο· έχει υπάρξει και θύμα ευρύτερης δημαγωγικής και ρατσιστικής επίθεσης. Κάποιοι, με κακοήθεια, αντί να του ασκήσουν κριτική επί του δημοσιογραφικού και πολιτικού, ασχολούνται με… την φυσική του εμφάνιση! Του καταλογίζουν… ασχήμια προσώπου (ευτυχώς, όχι και σώματος· εξάλλου, με τέτοιο κορμί-λαμπάδα πώς να ασκηθεί κριτική στον ευθυτενή πόντιο…)! Τέτοιες κακοπροαίρετες και αθεμελίωτες κριτικές θα μας βρίσκουν πάντοτε, με θέρμη, στο πλευρό του αδικουμένου. «Δεν είναι άσχημος δηλ. ο Πασβαντίδης;», θα ρωτήσει κανείς. Σύμφωνοι. Ευειδή δεν τον λες. Αλλά μπορούμε να προσάψουμε σε έναν συνάνθρωπο κάτι για το οποίο δεν ευθύνεται ο ίδιος, αλλά η (τσιγγούνικη) μητέρα Φύση; Πάντως, όσο και αν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι διεκήρυτταν, με έκδηλα αντιδημοκρατικό ελιτισμό, «οία η μορφή, τοιάδε και η ψυχή», η Φύση επιβάλλει, με έναν μυστηριώδη μα δίκαιο τρόπο, την αρμονία. Έτσι, πίσω από το μούτρο του Χάρη, αυτή την ίσως άσχημη μουτσούνα, κρύβεται μια πολύ όμορφη ψυχή


Ο Χάρης Πασβαντίδης, το trademark του αυριανισμού, απέκτησε, λοιπόν, με τα χρόνια την ταυτότητα ενός διακεκριμένου και πολύπειρου δημοσιογράφου και πολιτικού. Και – να τονιστεί αυτό – πάντα αυτοδημιούργητος, αφού μόνο να προσφέρει ήξερε, σε κόμμα και πατρίδα, ενώ τίποτε και ποτέ δεν του χαρίστηκε. Εκεί, όμως, που θα θέλαμε να σταθούμε, είναι σε μιαν άλλη ιδιότητά του, ήκιστα γνωστή: αυτή του γοητευτικού άνδρα, του γητευτή του θήλεος, του κομψού nobleman, του δανδή – μια ιδιότητα που με σεμνότητα συνηθίζει να κρύβει ο διακριτικός πόντιος...


Όπως δεν είναι ευρύτερα γνωστό, ο Χάρης, δεν κάνει θραύση μόνον στο δημοσιογραφικό και πολιτικό στερέωμα· κάνει θραύση και στις γυναίκες – και μάλιστα σε διακομματικό επίπεδο. Αποδεικνύει ότι το φυσικό κάλλος δεν είναι το μόνο διαβατήριο για να εισέλθεις και να κατσικωθείς σε μια γυναικεία καρδιά· διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο η σύνολη γοητεία. Κι από δαύτην έχει μπόλικη ο Χάρης. Από πού να ξεκινήσει κανείς… Γνώση και ρητορική ικανότητα, πασπαλισμένη με πολύτιμη εμπειρία. Λαμπερό, αγνό και ανυπόκριτο χαμόγελο – ένα χαμόγελο που μόνο ευφυΐα αποπνέει.


Γοητευτικό, αρρενωπό «cleavage» στο σαγόνι – που σε κάποιους θυμίζει και σχισμή κουμπαρά. Αλλά και στιβαρό κορμί, δυνατός σκελετός (είπαμε: καθαρός αέρας, γάλα, γιαούρτη) και περίφημο ανάστημα. Λες και το’ γραφε για τον Χάρη ο ποιητής μας (πολλή ποίηση έπεσε σήμερα, αλλά είναι το θέμα που εμπνέει) Γιάννης Βλαχογιάννης: «–Τ’ ανάστημά σου το τρανό και τις χοντρές κοκκάλες θαυμάζω…»


«Οι άνθρωποι σπάνια προσέχουν τα παλιά σου ρούχα, εάν φοράς ένα μεγάλο χαμόγελο» διασαφηνίζει το υπό Lee Mildon ρηθέν, αλλά δεν είναι αυτή η αιτία του πασβαντίδειου χαμόγελου. Γιατί ο Χάρης δεν έχει πια παλαιά ρούχα για να τα κρύψει, αφού πρόκοψε στη ζωή. Έμαθε, βέβαια, αργά τα κοστούμια και τις γραβάτες – οι σοσιαλιστικές καταβολές του δεν του επέτρεψαν από ενωρίς τέτοιες μπουρζουάδικες παρασπονδίες. Έτσι, μολονότι καταφανώς στερείται εξοικειώσεως με το σπορ της κλασσικής, ανδρικής ενδυμασίας, καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες. Ωστόσο, αν και έχει κάνει βήματα προόδου στον τομέα αυτόν (σε ελληνικά, βέβαια, αισθητικά standards…), ενίοτε παράγει τραγελαφικά αποτελέσματα. Φορεί, πολύ συχνά, λαμέ κοστούμια (ειδικά άνοιξη – καλοκαίρι), δυο νούμερα μεγαλύτερα από το κανονικό, ενώ μεγάλα αγοράζει συχνά δυστυχώς και τα κολάρα των υποκαμίσων του, οπότε ο λαιμός πλέει μέσα στο σοσιαλιστικό κολάρο. Επιπλέον, δείχνει συχνά να προτιμά τον παράδοξο συνδυασμό… μπουφάν και γραβάτας!


Ένα επιπρόσθετο στυλιστικό χαρακτηριστικό του Χάρη είναι αυτά τα λαϊκά υποδήματα της μόδας που προτιμά, τα στενά, μακρουλά με ελαφρύ τετραγωνισμό στο εμπρόσθιο μέρος σκαρπίνια (τα ίδια που συνηθίζει να φορεί, μανιωδώς, και ο άλλος γητευτής της δημοσιογραφίας και της ζωής, ο Μανώλης Κοττάκης).


Τα λαϊκά αυτά «παντοφλέ» υποδήματα (τα άλλως πως γνωστά ως «πεθαμενατζίδικα» ή «κωλομπαράδικα»), τα οποία κάνουν θραύση στα λαϊκά υποδηματοπωλεία Αθηνών και επαρχίας, ενισχύουν την allure λαϊκής κομψότητας, στα πελάγη της οποίας ο Πασβαντίδης πλέει (έστω κι αν, ως βουνίσιος, δεν ξέρει μπάνιο)…


Τέλος, ας μην παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι ο συμπαγής και λαοπρόβλητος δημοσιογράφος-πολιτικός (τα εισαγωγικά μπαίνουν κατά βούλησιν…) φθάνει την αισθητική σε ανυπέρβλητα ύψη με την περιποίηση που επιδαψιλεύει στα – κάπως λιπαρά, είν' η αλήθεια – μαλλιά του: εδώ και αρκετά χρόνια δεν αφήνει τρίχα άβαφη (με εξαίρεση τις φαβορίτες), τιμώντας μια έντονη, δυναμική και νεανική "κορακί" απόχρωση. Βαμμένα πράσινα μυαλά, βαμμένα μαύρα τα μαλλιά… Έτσι εξηγείται και ο τίτλος που δώσαμε στο λιτό αυτό αφιέρωμα, παραφράζοντας τον Stendhal (Le Rouge et le Noir). Και αυτός ο συγγραφέας – τολμούμε να πούμε – λειτούργησε πρωθύστερα, αναφερόμενος, με έναν παράδοξο τρόπο, στον Χάρη, δεδομένου ότι το θέμα του έργου του είναι η κοινωνική αναρρίχηση ενός φιλόδοξου πληβείου. Στον ήρωα του Stendhal (Julien Sorel), ρεαλιστικά, μόνον το μαύρο του κλήρου θα μπορούσε να εξασφαλίσει αναρρίχηση· στον Χάρη, αντιστοίχως, μόνο το πράσινο του αυριανικού σοσιαλισμού... 


Υποθέτουμε ότι θα καλοδεχτεί τον συγκεκριμένο τίτλο ο Χάρης, μιας και γνωρίζουμε καλά ότι την διεθνή λογοτεχνική και άλλη γραμματεία την παίζει στα δάχτυλα. Κάποιοι, βέβαια, ισχυρίζονται ότι ο Χάρης μόνον κάτι άλλο ξέρει να παίζει – και μάλιστα από μικρός (την πολιτική). Όπως και να’ χει το πράγμα, όμως, όλα βρίσκουν σιγά-σιγά την εξήγησή τους. Με τέτοιες αρετές, με τόσα επιτεύγματα, με τέτοιο στυλ, να γιατί οι πύλες της αναγνώρισης ήσαν – και παραμένουν – ορθάνοιχτες για τον χαριτόβρυτο Χάρη· ορθάνοιχτες, σαν τις παλάμες του κόσμου, όταν τις στρέφει προς τον ακάματο πόντιο αγωνιστή…

/σχετικά άρθρα/
Σπύρος Χατζάρας: το κρατικοδίαιτο σοσιαλιστικό βάψιμο

Saturday, November 13, 2010

Γιώργος Αμυράς: Εκλογές, καράφλα και καυτές σέλες

 

«Για να δούμε· τι θα πει ο Αμυράς»; «Θα δώσει γραμμή ο Αμυράς»; «Μα που το πάει ο Αμυράς»; Αυτές και άλλες, αντίστοιχου βάθους, διερωτήσεις φαίνεται ότι σφραγίζουν την επαναληπτική εκλογή στον δήμο Αθηναίων. Ανεπιγνώστως, πολιτικοί και πάσης φύσεως αναλυτές, με τις ερωτήσεις αυτές, δίνουν την δική τους απάντηση στον εάν η γελοιότης έχει πάτο. Φαίνεται πως όχι, μιας και ένας trendy χαζοχαρούμενος νεανίσκος με ποδήλατο και κάτι ολωσδιόλου περίεργες αμφιέσεις μπορεί όχι μόνο να κερδίζει ένα διόλου ευκαταφρόνητο εκλογικό ποσοστό, αλλά και να έχει τους διεκδικητές του θρόνου γονατισμένους στα (γυμνασμένα από το ποδήλατο) πόδια του…


Η φενάκη, το ποστίς, το χτένισμα «γέφυρα» κλπ. δεν αποτελούν την μόνη κουτοπονηριά που επινοεί ο φαλακρός για να ξεγελάσει τους άλλους και – κυρίως – τον εαυτό του. Μια ειδική μόδα-πατέντα της εποχής επιβάλλει το ολοκληρωτικό και επιθετικό κούρεμα, ώστε το κρανίο να μένει γυμνό από κάθε υποψία τρίχας. Παλαιότερον, στη χώρα μας, το κούρεμα αυτό (το επονομαζόμενο «γουλί») «επιδαψιλευόταν» κυρίως στους ατάκτους μαθητάς ή προέκυπτε ως αποτέλεσμα σοβαράς ασθενείας. Προσέτι, σχετιζόταν και με λόγους υγιεινής, καθώς η ψείρα κάποτε σε αυτή τη χώρα ήταν είδος εν αφθονία. Αντιθέτως, την σήμερον, ο άνθρωπος-«γλόμπος» είναι της μόδας. Ο «γλόμπος» είναι κουτοπόνηρος. Επιλέγει την οδό αυτή, διότι επιθυμεί να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση ότι όχι μόνον δεν τον ενοχλεί το γεγονός ότι οι τρίχες έχουν οριστικώς διαζευχθεί από το κεφάλι, αλλά ότι ο ίδιος έχει επιλέξει αυτή την κρανιακή εμφάνιση, άδειος από κάθε υποψία τρίχας.


Στην παραπάνω κατηγορία, του ανθρώπου-«γλόμπου» ανήκει και ο μέχρι προχθές διεκδικητής της δημαρχίας των Αθηνών και τηλεοπτικός διασκεδαστής, Γιώργος Αμυράς (παρά την επιτυχία του, όμως, θέλει πολλά καρβέλια ακόμα για να φτάσει τη λάμψη του αληθινού και παντοτινού (Διαμαντή) Αμυρά-Κώστα Καζάκου στο Βέρα στο Δεξί…). Ένα θεότρελο, χαρούμενο αγόρι, με παρακαταθήκη μια εκνευριστική και ανιαρή εκπομπή μονόπαντης τουριστικής ρεκλάμας (και όχι δημοσιογραφίας), με το ποδήλατό του πάντα ανάμεσα στα σκέλια και φορώντας κάτι περίεργες παρδαλές στενές μπλούζες, κάτι ιδιόμορφες κολλητές βερμούδες, και φυσικά τα αναπόφευκτα αυτά παράδοξα κράνη του ποδηλάτη, την είδε πολιτικός παράγων...


Το παιδί ίσως δεν φταίει. Γιατί αποτελεί το σύμπτωμα μιας εποχής. Αν δεν ήταν αυτός επικεφαλής της παράδοξης αυτής γκρούπας, σίγουρα θα βρισκόταν κάποιος άλλος από την ιδιόμορφη κατηγορία των λοξών αυτών παραστρατημένων νέων της εποχής. Γιατί είναι πια πολλοί· και... ζουν ανάμεσά μας (για να κάνουμε και μια σινεφίλ αναφορά στον μεγάλο John Carpenter). Οι ποδηλατάκηδες αυτοί είναι οι σύγχρονες ζηλωτές. Θρησκεία τους η οικολογία· θεός τους το ποδήλατο. Μόνο που αντί για τον κότσο της θεούσας, έχουμε την ξυρισμένη κεφάλα. Ο φανατισμός με τον οποίον προπαγανδίζουν την χρήση του ποδηλάτου μόνο με φανατισμό θρησκευτικής σέκτας μπορεί να συγκριθεί. Το ποδήλατο γι’ αυτούς είναι το άπαν – και το αεροδυναμικό cycling helmet το χριστιανικό τους σταυρουδάκι. Όταν, μάλιστα, εντοπίσουν άνθρωπο άνευ ποδηλάτου, φίδι που τον έφαγε… Θα αντιμετωπίσει το σκώμμα ή και τη νουθεσία των παρδαλοντυμένων φανατικών με τα ποδήλατα…


Στην περίπτωσή τους, έχουμε μια ακόμα εκδήλωση ενός παράδοξου φαινομένου της εποχής: την κυριαρχία της διαδικασίας επί του περιεχομένου. Το θέμα, όπως αυτοί πιστεύουν, δεν είναι να πάμε σχετικώς γρήγορα και με ασφάλεια στον προορισμό μας. Το θέμα είναι να πάμε αποκλειστικά με ποδήλατο. Κάθε άλλο μέσο κρίνεται ως αντικοινωνικό. Είτε επιλέξεις αυτοκίνητο, είτε μοτοσακό, είτε ακόμη και ιπτάμενο χαλί, ο φανατικός της ποδηλασίας θα σε στραβοκοιτάξει. Ενώ αν έχεις ποδήλατο... Και στην κόλαση ακόμη πάμε, αρκεί να πάμε με ποδήλατο. Εννοείται με ένα από αυτά τα πολύχρωμα, ελαφριά, «διαστημικά» ποδήλατα της μόδας και όχι τα βαριά, κλασσικά και ανεπιτήδευτα ποδήλατα της παλαιότερης εποχής, που απαιτούσαν από τον ποδηλάτη στιβαρότητα και αυταπάρνηση προκειμένου να ποδηλατήσει. Επιπλέον, εάν τους ακούσουμε και, υιοθετώντας την μανιακή ποδηλατοδρομία που συστήνουν, καταφέρουμε να αφήσουμε την τελευταία μας πνοή πάνω σε ένα ποδήλατο, είναι πλέον ή βέβαιον ότι από τη σύγχρονη αυτή ποδηλατάδικη σέκτα θα ανακηρυχθούμε άγιοι…


Όχι. Το ποδήλατο αποτελεί μια άκρως φαιδρή επιλογή για την Αθήνα, με τις ανηφόρες και το καυσαέριο. Φυσικά δεν αρνούμεθα την ομορφιά του ποδηλάτου. Είναι ένα ανάλαφρο, απλό στη χρήση του και ενίοτε κομψό μέσο μεταφοράς. Αρκεί να ξέρουμε να το χρησιμοποιήσουμε με τον δέοντα τρόπο, υπό τις δέουσες συνθήκες και κατά τον δέοντα χρόνο. Μπορεί, λ.χ., να αρνηθεί κανείς την ορθότητα της εικόνας ενός ποδηλάτη, ο οποίος βγαίνει για μια φθινοπωρινή βόλτα στην βρετανική εξοχή, με ένα κλασσικό κατάμαυρο Pashley ή Raleigh (αντί για αυτά τα φαιδρά «διαστημικά» ποδήλατα της μόδας), φορώντας το tweed κοστούμι του (αντί για αυτά τα περίεργα και flashy ποδηλατοενδυματικά παραφερνάλια) με μαζεμένα τα μπατζάκια (πιασμένα με ένα ειδικό κομψό μεταλλικό κλιπ), με ένα flat cap στο κεφάλι (αντί για αυτά τα κακόγουστα και απολύτως φαιδρά cycling helmets) και με μια εξάδα Guinness, ένα μπουκάλι gin, και ένα loaf of bread μέσα στον παραδοσιακό ποδηλατικό κάλαθο (αντί για περίεργα αναψυκτικά και ισοτονικά εντός σακιδίου πλάτης);


Οι ποδηλατάδες-πολιτικοί της Αθήνας διακρίνονται από μιαν απροσδιόριστης προέλευσης new age αύρα. Και είναι, χωρίς αμφιβολία, μοντέρνοι. Γι’ αυτό και έχουν ξεκωλωθεί στην χρήση blogs, iPods, iPhones, Facebook, Twitter και όλων αυτών των «προωθημένων» διακινητών της ασημαντολογίας. Γυμνάζουν, με νευρωσική επιμονή, γλουτούς, μηρούς, γάμπες, δικέφαλους τρικέφαλους – σφιχτό σαν πέτρα το κωλαράκι από την ατέλειωτη ποδηλατάδα. Ό,τι όργανο, όμως, περισσεύει από τον λαιμό κι απάνω, παραμένει συστηματικά αγύμναστο. Εξ ου και οι αφελείς μέχρι δακρύων «πολιτικές» αντιλήψεις των πιστών της ποδηλατοθρησκείας. Στο νεανικό μυαλό τους δημαρχιακή πολιτική σημαίνει «τα πέντε Π» (ποδήλατα, πεζοδρόμια, πάρκιν (sic), πράσινο, πολιτισμός) – αυτά είναι τα συστατικά του γεροφτιαγμένου πολιτικού μανιφέστου του ποδηλατοσυνδυασμού· όπως, για τον χριστιανό, η προσευχή, το προσκύνημα της εικόνας, η γονυκλισία, το σταυροκόπημα και το κερί.


Σ' ένα κρεσέντο παιδαριώδους βουλησιαρχίας, κοντοπαντελονάκηδες και βερμουδάκηδες Αμυράδες υποκαθιστούν την πολιτική με τις επίμονες και αφελέστατες νεανικές τους ψευδαισθήσεις. Αρκεί να θελήσεις κάτι και έγινε – είναι τόσο απλό. Και φουλ οικολογία. Εκτός από τους παιδίσκους με τις λύκρα βερμούδες και τα αεροδυναμικά κράνη, ουδείς από τους «παλαιούς» πολιτικούς έχει, κατά τη γνώμη τους, δεχθεί το ζείδωρον νάμα της υπερηχητικής ποδηλατοκινούμενης πολιτικής. Η χαρά, δε, και η ερωτική κάψα με την οποία μιλάνε, όταν αναφέρονται στη ποδηλατική επανάσταση (που είναι προ των πυλών – σαν την ιεχωβάδικη Χιλιετή Βασιλεία), σε ωθεί στο να διερωτάσαι μήπως και ποδηλατούν με τις ώρες έχοντας αφαιρέσει τις σέλες, καθήμενοι απάνω στο γυμνό σίδερο…


Οι Αμυράδες, με τοτέμ τη σέλα και το ποδήλατο, είναι τα πρεζόνια της μεταμοντέρνας δημόσιας ζωής. Γιατί το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι «να την ακούσουν» – οικολογικά και ποδηλατικά· μαζί με τους λοιπούς οικολόγους, υγιεινιστές, vegetarian και άλλες κατηγορίες νευρωσικών συνανθρώπων μας. Είναι, χωρίς να το ξέρουν, τα τσικό του Κωνσταντίνου Παπανικόλα (μόνο που ο γηραλέος βαψομαλλιάς οικο-λογούσε γιατί κονόμαγε…).


Το θράσος αυτών των πολιτικών bonsai που άξαφνα είδαν τον εαυτό τους σαν κυπαρίσσια ταΐζεται από μια κακομαθημένη και κωλοπαιδαράδικη αντίληψη ηθικής και διανοητικής υπεροχής. Αυτή δεν οφείλεται μόνο στην σαρακοφαγωμένη πολιτική ζωή που επιτρέπει σε κάθε φλούφλη ποδηλάτη με γυμνασμένα μπούτια να εμφανίζεται ως σύγχρονος El Cid, αλλά και στα Μέσα Ενημέρωσης της γλειψιματικής κοινοτοπίας. Τα φλου αρτιστίκ media (που σκαμπάζουν από πολιτική όσο ο Χατζηνικολάου από χιούμορ) έβαλαν αμέσως κάτω από τις μεταμοντέρνες φτερούγες τους τον πεφυσιωμένο ξυρισμένο Μελχιόρ και την παρέα του. Αλλά και τα πιο «πολιτικά» μέσα οσμίστηκαν νεανικό ψητό και αβάνταραν κι αυτά με τη σειρά τους την κακομαθημένη τρελοπαρέα των ανέμελων ποδηλατανθρώπων, γλείφοντας έτσι την ευαίσθητη κωλοτρυπίδα της υπερεκτιμημένης «νεολαίας». Η σεμνότης πάει περίπατο και η έπαρση στήνει χορό. Η τσογλαναράδικη αυθάδεια που διακρίνει δημοσίως τον κεκαρμένο σφιχτομπούτη υποψήφιο παραπέμπει σε κόκορα – έναν κόκορα χωρίς λοφίο...


Εν κατακλείδι, εάν η χαζοχαρούμενη απολιτικότητα και ο δυνατός, πιτσιλιστικός αυτός πολιτικός αυνανισμός των γραφικών με τα ποδήλατα προβάλλεται ως η λύση στο πρόβλημα της κομματικής νοητικής καθυστέρησης, δεν μένει παρά να ευχηθούμε «back to basics»· ως αδιάβροχο, για να μην πιτσιλιστούμε από τις ποδηλατάδικες και άλλες νεανικές εξυπνακίστικες σπερματεγχύσεις.