Saturday, June 9, 2012

Η Λιάνα δάρθηκε κι η Ρένα βράχηκε: η σημειολογία ενός κοσμοϊστορικού συμβάντος



Cesset superstitio,
sacrificiorum aboleatur insania
Codex Theodosianus

Με αφορμή ένα ακόμη κολοσσιαίο θέμα που απησχόλησε το μονίμως παραπαίον, ωσάν ζαλισμένο κοτόπουλο, ελληνικό κοινό, δόθηκε, για μια εισέτι φορά, η ευκαιρία να ακουστούν πολλά και – όπως πάντα – σημαντικά. «Καταδικάζουμε τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», «το αβγό του φιδιού» που «επωάζεται» (ή – εναλλακτικά – «εκκολάπτεται») και άλλα τινά – θα πεθαίναμε από την πλήξη των κλισέ της δημοσιογραφικής και πολιτικής κοινοτοπίας, αν δεν επρόκειτο για λόγια σταράτα, λόγια μεστά, από στόματα που, έκπαλαι, μόνον λόγια σημαντικά έχουν να πουν.


Έκανε δε εντύπωση (που λέει ο λόγος…) η πάνδημη ομοθυμία αλλά και η αδιαπραγμάτευτη κατηγορηματικότητα (χωρίς υστερόγραφα και αστερίσκους) διά των οποίων «καταδικάστηκε» δημοσίως το σημαντικό επεισοδιακό τηλε-γεγονός, που είχε ως πρωταγωνιστές τρεις επίλεκτες προσωπικότητες της ελληνικής φαρσοκωμωδίας: έναν νευρωσικό ημιμαθή γεωπόνο και νεόκοπο πολιτευτή που «ζει και αναπνέει» για Ελλάδα· την (μονίμως πνιγμένη από το δίκιο) Ηγερία του σφυροδρεπανισμού της Εκάλης (παρεμπιπτόντως, με την πιο hilarious εκπομπή σε ολόκληρο το ελληνικό ραδιόφωνο) που, πάντα στο πλευρό των αδυνάτων, κάνει πολιτική κραδαίνοντας φρατζόλες και γάλα (αλλά και τσιγαράκι)·  και βεβαίως την νεοεμφανισθείσα ενζενί, την ξανθοβαμμένη Κόμισσα του Αιγάλεω – το pin-up σε τοίχους λαϊκών δωματίων, υλικό για ανακουφιστικές εφηβικές εκτονώσεις.


Σόκαραν (το ελληνικό νεκροταφείο) τα (άτεχνα) κτυπήματα και η εκτόξευση ενός ποτηριού με νερό – και μάλιστα μέσα στο σεπτό στούνdιο ενός διαύλου-εγγυητή της σφαιρικής και ποιοτικής ενημέρωσης (σε μια υγιή χώρα, όπου όλα δουλεύουν στο ρελαντί). Σόκαραν, όπως δεν σοκάρει το καθημερινό μοστράρισμα του πληθωρισμού κενολογιών, κοινοτοπιών και ακατάσχετων μπουρδολογιών από τις ομιλούσες κεφαλές του εθνικού μας κουκλοθέατρου, τις οποίες οι περισσότεροι παρακολουθούμε εκστασιασμένοι. Σόκαραν, όταν ολόκληρη η δημόσια ζωή, εδώ και χρόνια, έχει μετατραπεί σε ένα (καθαγιασμένο από εμάς) trash πτυελοδοχείο, οπότε και η σωματική βία «καρτουνοποιείται» ή, σε κάθε περίπτωση, θα έπρεπε να σοκάρει εξίσου με τον ακατάπαυστο λεκτικό βιασμό και τραμπουκισμό της κάθε «θεσμικής» πολιτικοποιημένης μαινάδας (και υποστηρίκτριας της «βίας ως μαμής της ιστορίας»). Πόσο πιο ολοκληρωμένο θα ήταν, πάντως, το θέαμα εάν, με υπερρεαλιστικό τρόπο, η γροθιά και το νερό έβγαιναν από την οθόνη και έβρισκαν στο κεφάλι και τους τηλεθεατές-ψηφοφόρους, οι οποίοι δονούνται και αγάλονται με την καθημερινή παράσταση που τους προσφέρει τζάμπα το ελληνικό Old Vic του κάθε Jerry Springer-Παπαδάκη. Η τηλεοπτική συμπλοκή δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια ακόμη θυσία που προσφέρεται υπέρ των πεινασμένων για θέαμα κατόχων της «ψευδούς πίστης» ψηφοφόρων-τηλεθεατών· με ιεροφάντη-θυσιαστή τον ανιδιοτελή λειτουργό (και πρώην περιπτερά) κον Παπαδάκην, σε πλήρη αντιστοίχηση με την εν γένει ποιότητα της όλης τελετής…


Ωστόσο, ως οπτικοακουστικό γεγονός και δεδομένων των συνθηκών, το δάρσιμο της Λιάνας και το βρέξιμο της Ρένας δεν στερούνται κάποιας σημασίας, κυρίως εξ επόψεως «σημειολογίας» (όπως αναφέρουν, σταθερά και επαναλαμβανόμενα, με κάθε υπαρκτή ή ανύπαρκτη αφορμή, οι καραγκούνες της καθ’ ημάς σχολιογραφίας). Στο κάτω-κάτω, ας μην είμεθα και σνομπ: αυτό είναι το table d'hôte που προσφέρεται στο εθνικό μας ταβερνείο…


Οι δύο κυρίες δεν έκρυβαν εκπλήξεις. Στο γνωστό, γεμάτο μπρίο, στυλ που τις καθιέρωσε (την μία πρόσφατα, την άλλη εδώ και δεκαετίες) ως πρωταγωνίστριες του πολιτικοδημοσιογραφικού θεάματος (πραγματικά κομπρεσέρ για τα μηνίγγια μας), στάθηκαν στο ύψος των απαιτήσεων του ρόλου. Μια αξιοπρόσεκτη λεπτομέρεια, ότι η κυρία Κανέλλη, επάνω στην αγανάκτησή της, εκτύπησε δυναμικά, σαν άνδρας πραγματικός, τον «εν χρω κεκαρμένο» δράστη, όχι με οποιοδήποτε έντυπο, αλλά με το τιμημένο όργανο της φωνής του Λαού, τον Ριζοσπάστη (Ρίζος εναντίον Χρυσής Αυγής – πραγματική τιτανομαχία). Πάντα ιδεολογικά συνεπής η (άλλοτε διαφημίζουσα τον αρακά του Μπάρμπα Στάθη) Λιάνα, ακόμη και στις δύσκολες ώρες… Άλλωστε, όπως δήλωσε και λίγο αργότερα στο γνωστό έγκυρο ραδιόφωνο που την στεγάζει, με ιερή αγανάκτηση και την γνωστή θεατρικότητα στη φωνή, «οι μπουνιές δεν σταματάνε τους κομμουνιστές μωρέ!».


Ο νευρωσικός γρονθοκόπος Ηλίας πάνω απ’ όλα απέδειξε την πίστη του στις αρχές του φεμινισμού· γιατί αντιμετώπισε τη Γυναίκα δυναμικά και επί ίσοις όροις και όχι ωσάν υποδεέστερο στοιχείο του ζωικού βασιλείου. Ωστόσο, ενώ η ρίψη του ποτηρίου με το δροσερό νερό προς Ρένα μεριά κρίνεται όχι μόνο ως απολύτως ενδεδειγμένη αλλά και στυλιστικώς αρτία, στην συμπεριφορά του προς την κομμουνίστρια συνάδελφό του Λιάνα, την Πασιονάρια του τραμπουκίζειν, διακρίναμε στοιχεία αναποφασιστικότητας. Η στάση του, η εν γένει γλώσσα του σώματός του, κατεδείκνυε καταφανή διστακτικότητα – μια εμφανέστατη αμφιρρέπεια. Ο κορμός ίστατο μακριά εν σχέσει προς τον κορμό της γρονθοκοπηθείσης. Επίσης, τα κτυπήματα επ’ ουδενί μπορούν να θεωρηθούν ως στιβαρά, ενώ χώλαιναν στυλιστικώς: η κωμική κινητική του γεωπόνου προσιδίαζε περισσότερο σε κινήσεις τσάμικου (όπως είναι φανερό ακόμη και από μια επιπόλαια παρακολούθηση της μίνι-συμπλοκής) και ουχί αποφασισμένου για νοκ-άουτ πρωτοπυγμάχου και μάλιστα με βαρβάτο Ελληνικό DNA


Ακούστηκε, βέβαια, ότι δεν επεδίωξε – ίσως με ένα εντυπωσιακό άπερκατ αντί για το παιδιάστικο κροσέ που είδαμε στις οθόνες μας – να ξαπλώσει επί του εδάφους την κυρία Κανέλλη, μη θέλοντας να ζημιώσει οικονομικά την πινεζοβαψομαλλιάδικη ιδιοκτησία του σταθμού που τον φιλοξενούσε, ειδικά σε τέτοιους χαλεπούς καιρούς. Γιατί είναι βέβαιο, ότι με τέτοιο μέγεθος και τέτοιο βάρος περιφερείας, η οπισθοβαρής Λιάνα, εάν παρ’ ελπίδα λύγιζε, με την πτώση της θα προκαλούσε στο ξύλινο δάπεδο τρύπα μεγαλύτερη από αυτή που δύναται να προκαλέσει βόμβα Ναπάλμ.

Κάποιοι ισχυρίστηκαν ότι ο κ. Παπαδάκης (ο σοβαρότατος λειτουργός της ενημέρωσης που δήλωσε ότι κάποτε έβαφε και τα μαλλιά του) παρενέβη για τα μάτια του κόσμου και ουσιαστικά οπισθοχώρησε φοβούμενος μην «τις φάει». Δεν φαίνεται να ευσταθεί μια τέτοια αιτίαση. Ο προσεκτικότερος παρατηρητής θα διαπιστώσει ότι ο καλός τηλεπαρουσιαστής (και πρώην περιπτεράς) μπορεί φαινομενικώς να οπισθοχωρούσε κατά την εξέλιξη του επεισοδίου, προέταξε όμως το στομάχι του (που γουργούριζε από ικανοποίηση λόγω υψηλής τηλεθέασης), προκειμένου να απορροφήσει τα κτυπήματα του λούμπεν προβληματικού με το τικ. Και ορθώς, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα τεράστιο στομάχι με πολλά κιλά λίπους επάνω του, που οπωσδήποτε θα μπορούσε να αποτελέσει ικανό «μαξιλάρι» προστασίας της κυρίας Κανέλλη.


Έκπληξη όμως – θετική πάντα – απετέλεσε η περίπτωση του δημοκρατικού δημοσιογράφου (και πρώην ασφαλιστή) κ. Δελατόλα. Βλέποντας την σύγκρουση να εξελίσσεται, ο αξιόλογος λειτουργός της ενημέρωσης, με σημαντικές μορφωτικές περγαμηνές και δημοσιογραφικές επιτυχίες (στο μέτωπο της δημοσιογραφικής διεκπεραίωσης) μέσα στο δισάκι του, δεν δίστασε να κτυπήσει (κάπως αθορύβως βέβαια) το χέρι του στο τραπέζι γιομάτος εσωτερική οργή, παραμένοντας όμως καθήμενος. Αν υποτονθόρισε και κανένα «είσαι απαράδεκτος!» δεν θα μας εξέπληττε καθόλου. Ακολούθως, όταν οι γροθιές πύκνωσαν, με αργά αλλά αποφασιστικά βήματα, σε στυλ «μη με κρατάτε ρε!», κίνησε προς την πλευρά του δράστη. Δυστυχώς, όμως, το συμβάν είχε ήδη ολοκληρωθεί. Αργότερα, στην εκπομπή του εξ ίσου αξιόλογου συναδέλφου του κ. Χατζηνικολάου, ο Δελατόλας θα δηλώσει: «Νίκο, αυτόν τον κύριo εγώ τον έπιασα και τον έβγαλα έξω». Δεν διατηρούμε την παραμικρή αμφιβολία...


Ο καθηγητής Παυλόπουλος έχει σχολιαστεί ήδη αρκετά· αλλά, τολμούμε να πούμε, και άδικα. Κάποιοι διέκριναν φόβο – τρόμο πραγματικό. Θα πρότεινα, όμως, να αποδώσουμε τη rigor mortis του σεβαστού καθηγητή Προκόπη στην παροιμιώδη σεμνοπρέπεια που τον διακρίνει, την σπουδαία αυτή «αστική ευπρέπεια», η οποία δεν επέτρεψε να μετακινηθούν, ουδέ κατ’ ελάχιστον, ακόμη και αυτά τα (συνήθως υπερκινητικά) παχιά σαρκώδη χείλη του – τα λατρεμένα αυτά «τσιμποκόχειλα», που τόσα χρόνια δεν κουράζονται να ξεστομίζουν μεγάλες αλήθειες.


Κατά τ’ άλλα, η (κάπως άτεχνη) βιαιοπραγία δίνει αφορμή για αφόρητες κουκουεδίστικες ιερεμιάδες και ανυπόφορες προοδευτικόστροφες αριστεροφιλελεύθερες κλάψες, που δεν τις εύχεσαι ούτε στον χειρότερο εχθρό σου. Ως εκ τούτου και από την άποψη αυτή, ένα περιποιημένο λεκτικό «σπατουλάρισμα» προς τις δύο  «προοδευτικές» δεσποσύνες θα ήταν ίσως αρκετό – άντε, ενδεχομένως και μια απλή φάπα. Έτσι, πιθανώς, θα γλυτώναμε τόσο από την vulgarité της άτεχνης γρονθοκοπήσεως, όσο και από τους κλαυθμούς και οδυρμούς, θρήνους και κοπετούς των πάσης φύσεως αριστεροδεξιών ευσεβιστών.


«Να διαφυλαχθεί η Δημοκρατία! Ο διάλογος! – να προστατευθεί ο δημοκρατικός διάλογος!», ακούγεται πανταχόθεν, σε όλο το φάσμα της πολιτικής μας εκπροσώπησης, από τους πτωχοπρόδρομους της «σανδαλοφόρας» προοδευτικότητας έως τους «ορθολογιστές» φιλελευθεριστές-«λευτεριστές» (που είσαι Λευτέρη Παπαδόπουλε…) του γλυκού νερού (τα σουσουδίστικα nerds με την ιδεολογική σκευή ως πουλοβεράκι ριγμένο ανέμελα στους ώμους). Εννοώντας φυσικά ως δημοκρατικό διάλογο την άνευ εκπτώσεων προστασία της θλιβερής (μέσα στην κοινοτοπία της), επαναλαμβανόμενης μηντιακής παντομίμας στο λούνα παρκ της μαζικής μας δημοκρατίας. Το κοσμοϊστορικό γεγονός αναλύθηκε (ως εκ συστήματος στο ελληνικό καφενείο) ως προϊόν «σοβαρών» αιτίων και όχι ως αποτέλεσμα μιας συνήθους και μεγαλειώδους γελοιότητας – της σταθερής και αδιάπτωτης δηλ. αιτίας όλων σχεδόν των εξελίξεων στην ιστορική βαλκανική επαρχία της φέτας και της φασολάδας. Πολλώ δε μάλλον, που το εθνικόφρον κόμμα-δοχείο για τον κάθε Ηλία αλλά και τον κάθε μικροαστό αγανακτισμένο («νοικοκυραίικων» πάντα προδιαγραφών), ένα άσυλο ανιάτων διάστικτο από καταφανή ημιμάθεια, ιδεοληψία και γραφικότητα, αντιμετωπίζεται από τους Γκούφυδες της δημοσιολογίας ως κίνδυνος-θάνατος της άσπιλης μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και όχι ως γραφικό προϊόν της tragicomedia που βασιλεύει στο καχεκτικό και επαρχιώτικο ελληνικό κρατίδιο.


Φυσικά, η επισήμως διατυπούμενη «θεσμική» γραμμή για το θέμα του τηλε-επεισοδίου είναι αυτή της απόλυτης καταδίκης, χωρίς περιστροφές, αφού το γεγονός σοκάρει αποτελώντας την μοναχική τσουκνίδα στον κατά τ' άλλα εύφορο κήπο της ελληνικής πραγματικότητας. Πρόκειται για μια «πολιτισμένη» γνώμη-μονοκαλλιέργεια, ανεπτυγμένη στα θερμοκήπια της ανιαρής, politically correct και εξωνημένης πολιτικοπνευματικής και μηντιακής μας αρχηγεσίας. Σε μεγάλο μέρος του κοινού, όμως, η γνώμη αυτή δεν έχει πέραση. Όχι, όμως, (δυστυχώς) στη βάση μιας υγιούς, αντισυμβατικής απόρριψης της κυρίαρχης (και υποκριτικής) δημόσιας ηθικολογίας και καλλιέπειας, αλλά λόγω συμπλεγματισμού και μνησικακίας προς την προνομιούχο κάστα των πάσης φύσεως «αντιπροσώπων», που το ίδιο το κοινό ανέδειξε κάποτε πανηγυρικά (και ως ένα βαθμό συνεχίζει να αναδεικνύει, αφού τα μεν πρόσωπα αλλάζουν, οι δε προδιαγραφές παραμένουν σταθερές). Το κοινό βιαιοπραγεί, αδαπάνως και με τις πλάτες άλλων, έναντι αυτών που αναδεικνύει για να τον κρατάνε απ' το λουρί...



Οδεύουμε σταθερά προς τους δικούς μας Εμμαούς, αλλά πού να εμφανισθεί στο διάβα μας κανένας αναστηθείς (μπας και μας αναστήσει…). Οι μόνοι που εμφανίζονται ενώπιόν μας είναι, φευ, οι Ηλίες, οι Λιάνες και οι Ρένες αυτής της ζωής – άντε και κανένας (πρώην περιπτεράς) Παπαδάκης… Ας ευχηθούμε, πάντως, το κτύπημα της Λιάνας και το πότισμα της Ρένας (έστω και από ένα λούμπεν νευρωσικό στοιχείο) να ενεργήσουν κατά παρόμοιο τρόπο με τη παλιά καλή διαδικασία της δακτυλοθεσίας επί του πρωκτού πασχόντων, υστερικών συνανθρώπων μας, η οποία, καταπώς λέγεται, χαρίζει ανυπέρβλητη ανακούφιση και μεγίστη αγαλλίαση – έστω και προσκαίρως. Μπας και οι δύο καλλικέλαδες κάργιες του επαρχιώτικου προοδευτισμού, οι δύο εκνευριστικές γλωσσοκοπάνες, μπορέσουν επιτέλους, κατά το δυνατόν κι αυτές, να ηρεμήσουν και να γαληνέψουν… Αμήν.