Sunday, February 20, 2011

Μιλτιάδης Έβερτ (1939-2011): Ήταν ένας Μεγάλος…



Με τον αδόκητο (;) θάνατο του Μιλτιάδη Έβερτ, άλλος ένας σημαντικός Έλληνας, άλλος ένας Μεγάλος, άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο, «αφήνοντας και την Ελλάδα φτωχότερη» (όπως λέγουν και οι επαγγελματίες νεκρολόγοι). Θα λέγαμε, ότι με την πρόσφατη αυτή αποδήμηση περισσότερα έχασε η Ελλάς παρά ο ίδιος ο αποδημήσας – όσο γλυκιά κι αν είναι η ζωή για κάθε άνθρωπο, και ειδικά για τον μακαρίτη τον Μιλτιάδη, έναν Ηδονιστή, έναν άνθρωπο που απελάμβανε τη ζωή (στην υλική της διάσταση) μέχρι το μεδούλι, έναν Γαργαντούα των αισθήσεων.

 

Ο Μιλτιάδης είχε πολλά να προσφέρει στην Ελλάδα. Δεν μπόρεσε όμως τελικά, να δώσει κάθε ικμάδα των δυνάμεών του γι’ αυτή την πατρίδα. Δεν του επετράπη. Είναι γνωστόν ότι το ανυπέρβλητο ελληνικό φως, το – σύμφωνα με τους γνωστούς «Ελυτισμούς-Αλεπουδελισμούς» –  ποιοτικότερο και λαμπερότερο  φως σε ολόκληρο τον πλανήτη, έχει το εξής πρόβλημα: καίτοι ανυπέρβλητο, αδυνατεί να φωτίσει σωστά τα μεγάλα αναστήματα, με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζονται όπως τους πρέπει, να μην αναγνωρίζεται δηλαδή ολόκληρη η γκάμα των δυνατοτήτων τους. Έτσι – δυστυχώς για τον ίδιο τον Μιλτιάδη, αλλά κυρίως δυστυχώς για εμάς – συμφέροντα ισχυρότερα αυτού, εμπόδισαν τον Μεγάλο αυτόν άνδρα να φτάσει μέχρι τη θέση του Πρωθυπουργού και Κυβερνήτη. Όχι ότι ο Μιλτιάδης δεν έκανε την καριέρα του – ίσα-ίσα. Ο σοφός ελληνικός λαός τον ανέδειξε  και Βουλευτή και Υπουργό και Δήμαρχο και Πρόεδρο της ΝΔ. Δεν του έδωσε, όμως, την δυνατότητα να κυβερνήσει το Έθνος. Όλοι όσοι ξέρουν πρόσωπα και πράγματα, έχουν να λένε ότι η Ελλάς απώλεσε μια τεράστια ευκαιρία. Ο ρους αυτού του ιδιαίτερου Έθνους θα ήταν πιθανότατα πολύ διαφορετικός με τα στιβαρά χέρια του Μιλτιάδη επάνω στο τιμόνι...


Σε γενικές γραμμές, οι λεγόμενοι «ταγοί» («πνευματικοί άνθρωποι», πολιτικοί, δημοσιογράφοι και τα ρέστα) έκαναν το καθήκον τους, αναγνωρίζοντας, μετά θάνατον, το μεγαλείο του Μιλτιάδη. Κάποιοι, όμως, ευτυχώς ελάχιστοι, δεν είδαν στον Μιλτιάδη αυτό που είδε όλος ο υπόλοιπος κόσμος, δηλαδή την ικανότητα, την ευφυΐα, την αυταπάρνηση, το μεγαλείο. Τον αξιολόγησαν ως μέτριο, ως αστοιχείωτο, ως κουμπούρα, ως ασήμαντο. Κοιτώντας τον Μιλτιάδη, αντί να δουν έναν διαπρεπή πολιτικό, έβλεπαν έναν ασήμαντο πολιτικάντη. Είναι, άλλωστε, γνωστό, ότι η Ελλάς είναι η χώρα του φθόνου και της μνησικακίας, η χώρα που δεν ανέχεται τα μεγάλα αναστήματα. Έτσι, αυτοί οι ελάχιστοι επικεντρώθηκαν στα μικρά και αγνόησαν τα μεγάλα. Χλεύασαν ό,τι τους τύφλωνε με την λάμψη του, ό,τι δεν καταλάβαιναν, ό,τι τους ξεπερνούσε.


Τον κατηγόρησαν ότι υπέπιπτε σε πλήθος σολοικισμών και βαρβαρισμών. Πράγματι, ο Μιλτιάδης έκανε και τα λαθάκια του. Μίλαγε για «πληροφοριακή» (αντί για πληροφορική) και για «ακραία περιοχή» (αντί για ακριτική)· έλεγε «των τρεχόντων εξελίξεων», «των πληγέντων περιοχών», «η πρόοδο της χώρας», «η έξοδο της χώρας από την κρίση», «θα υπάρξει πλήρη ταύτιση», «με υγιούς πόρους»· έκανε λόγο για «συνθετικό όνομα για τα Σκόπια» (αντί για σύνθετο)· δήλωνε ότι «στα Ίμια έπρεπε να αναστείλουμε τη σημαία», ότι «μπαίνει το πρώτο πετράδι για την ειρήνη» ή ότι «θα έχω βάλει ένα πετράδι προς αυτή την κατεύθυνση»· έλεγε «ο ιθύνος νους», «η άσκηση βέτου», «ο γιος της θυρωρούς», «η αχίλλειος φτέρνα». Ενώ, τις σπάνιες φορές που εκνευριζόταν όταν του ασκούσαν έντονη κριτική, απαντούσε «και το ύψωμα των φόνων όχι σε μένα!» ή «προσέξτε πώς απευθύνεστε στον αξιωματικό της αρχηγικής αντιπολίτευσης, γιατί η απάντησή μου θα είναι σκληρή!». Και όλες αυτές οι επιτιμήσεις με σκοπό να τον μειώσουν, να τον εξουθενώσουν, να τον ακυρώσουν. Λες και η μεγάλη Πολιτική είναι θέμα γραμματικής και συντακτικού.

 

Εντάξει. Η μόρφωση ουδέποτε υπήρξε το δυνατό χαρτί του Μιλτιάδη. Είχε να ανοίξει βιβλίο από το πανεπιστήμιο, όπου και εκεί δεν τα πήγαινε καθόλου καλά, αφού μόλις και μετά βίας κατόρθωσε να πάρει το πτυχίο του από την Ανωτάτη Εμπορική. Έκτοτε, όσοι είχαν την τύχη να τον γνωρίζουν προσωπικά, αναγνωρίζουν ότι η σχέση του Μιλτιάδη με το βιβλίο ήταν περίπου όση η σχέση του Νίκου Χατζηνικολάου με το λεπτό χιούμορ. Μόνο κάτι λευκώματα ξεφύλλιζε πότε-πότε (εδώ έβαζε το χεράκι της και η σύζυγός του), ενώ επαίρετο ότι ήξερε απ’ έξω κι ανακατωτά όλες τις ιστορίες του… «Λούκυ Λουκ»! Ο Μιλτιάδης, βεβαίως, με την εντιμότητα που τον διέκρινε, ουδέποτε έκρυψε την ακαλλιεργησία του. Αντιθέτως, αυτοσαρκαζόταν με τον παροιμιώδη χιουμοριστικό του τρόπο. Ο ίδιος δήλωνε ότι, ως μαθητής, στο μάθημα της Έκθεσης έπαιρνε πάντοτε 20, προσθέτοντας όμως ότι το 20 αυτό αφορούσε το άθροισμα της βαθμολογίας του σε… τέσσερις εκθέσεις! Επιπλέον, κάποτε, με αφορμή την εισαγωγή του μονοτονικού, δεν δίστασε να δηλώσει: «Εγώ είμαι περήφανος για την κατάργηση των τόνων, γιατί ποτέ δεν έμαθα να τους χρησιμοποιώ».

 

Τραυματικό – όσο και άδικο – χτύπημα στον Μιλτιάδη, έδωσε ο δάσκαλός του στο σχολείο, ο sui generis Ρένος Αποστολίδης, ο οποίος θα δηλώσει για τον παλαιό μαθητή του: «Ξέρω πόσο κακός είναι γιατί τον είχα μαθητή. Κάκιστος μαθητής, ο χειρότερος που είχα στη ζωή μου. Έγραφε την Ιαπωνία η “Απονία”, το άνευ “άνεφ”, έκανε 70 με 80 βαριά λάθη στη σελίδα. Παιδί 15 χρόνων, στην Έ Οκταταξίου, και δεν ήξερε να χρησιμοποιήσει το λεξικό ή να βρει μια λέξη στην εγκυκλοπαίδεια, έπεφτε 200 σελίδες μπροστά, 300 σελίδες πίσω, γιατί δεν ήξερε το αλφάβητο! Κατόπιν, όταν αυτά μαθεύτηκαν,  – τα’ λεγα εγώ – γελούσαν όλοι, άλλωστε δεν είχε τη συμπάθεια ή μάλλον είχε την αντιπάθεια όλων των συμμαθητών και συμμαθητριών του. Δεν τον καλούσαν σε κανένα πάρτυ τους, γιατί ήταν λιγδερός και χαφιές. Του απαγόρευσα να με ζυγώνει και να μου μιλάει από απόσταση μικρότερη των 6 μέτρων, γιατί ερχόταν και μου χαφιέδιζε τους συμμαθητές του. Και του το είπα μπροστά σε όλους. Και προσπαθούσε να με κολακεύει, “τι ωραία που διδάξατε σήμερα”. “Φύγε, ρε, από δω”, του λέω, “και μάθε να διαβάζεις”».

 

Μολονότι πολλοί κατηγόρησαν (οπωσδήποτε αβάσιμα) τον Μιλτιάδη ως εγωπαθή και αχάριστο, εκείνος ήξερε να αναγνωρίζει τις αξίες και να τις τιμά – και μάλιστα με τον ενδεδειγμένο κάθε φορά τρόπο. Εντελώς ενδεικτικά, όταν απεβίωσε ο Θανάσης «Θανασάκης» Κανελλόπουλος, ο Μιλτιάδης, ως πρόεδρος της ΝΔ, θα τον τιμήσει με απαράμιλλη λεπτότητα, δηλώνοντας: «Ο ογκόλιθος που άφησε αυτός ο μικρός στο μέγεθος Κανελλόπουλος είναι πολύ μεγάλος!».

 

Και οι γκάφες δεν έλειψαν, δυστυχώς, από το ρεπερτόριο του Μιλτιάδη. Όταν, όμως, είσαι τόσο αυθόρμητος, δεν μπορεί – θα υποπέσεις και σε κάποια ατοπήματα. Δεν μιλάμε μόνο για το «Καρδίτσα!-Καρδίτσα!» που (αδίκως) τον στιγμάτισε, αλλά και για άλλες ατυχείς στιγμές. Έτσι, εντελώς ενδεικτικά, όταν ο Γ. Γεννηματάς βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση στην εντατική, ο Μιλτιάδης εδήλωσε: «Του εύχομαι κάθε ευτυχία!». Ενώ, όταν δολοφονήθηκε στο Τελ Αβίβ ο ισραηλινός πρωθυπουργός Γιτζάκ Ράμπιν, ο Μιλτιάδης θα δηλώσει: «Τα θερμά μου συλλυπητήρια για τον θάνατο του κυρίου (sic) Σιμόν Πέρες»…


Αλλά και για τις τοποθετήσεις του πάνω στα ζητήματα ηθικής χλευάστηκε ο Μιλτιάδης. Η ηθική, όμως, αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής του. Έτσι, δεν δίσταζε να διακηρύσσει: «πρέπει να αποτραπεί η παρούσα ανηθικότητα», «βασικός μας πυλώνας θα είναι η ηθική στην πολιτική», «οι υπουργοί και ο Πρωθυπουργός της κυβέρνησής μου θα είναι παράδειγμα πολιτικής ηθικής», «θα φτιάξουμε ειδικό όργανο ηθικού ελέγχου». Σε τηλεοπτική του συνέντευξη, θα αποπάρει τον τηλεπαρουσιαστή Νίκο Χατζηνικολάου, λέγοντάς του: «Μην κάνετε τέτοιες γελοίες ερωτήσεις! Θέλω ηθικές ερωτήσεις!». Ενώ η κεντρική ιδέα του οράματός του για την χώρα θα συνοψιστεί σε μία και μόνη (αλλά τόσο μεγάλη) φράση: «Πρέπει να δημιουργήσουμε μια χώρα με απέραντη ηθική!».

 

Ο Μιλτιάδης μπορεί να ήταν πέρα για πέρα ηθικός, ωστόσο αυτό σε τίποτε δεν τον εμπόδιζε να είναι και ηγετικά αυστηρός – όπου, βέβαια, οι συνθήκες το απαιτούσαν. Σε συνεδρίαση κάποιων κομματικών οργάνων, δεν εδίστασε να μιλήσει επιτιμητικά σε βουλευτές του κόμματός του, όταν έκρινε ότι η συμπεριφορά τους δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Όταν, λ.χ., ο Κώστας Πυλαρινός θα επιχειρήσει να λάβει τον λόγο, ο Μιλτιάδης θα του απαντήσει σε οργίλο (αλλά ηγετικό) ύφος: «Άσε κάτω το μικρόφωνο. Δεν θα μιλήσεις!». Στον ασπρομάλλη βουλευτή (και στενό φίλο του Γιώργου Τράγκα) Αθανάσιο Κρικέλη, ο οποίος θα προσπαθήσει με τη σειρά του να πάρει στα χέρια του το μικρόφωνο, θα απευθυνθεί με την ηγετική φράση: «Κάτσε κάτω Θανάση! Σιωπή! Κουβέντα! Κάτσε κάτω είπα!». Ενώ λίγο αργότερα, όταν ο (βαψομαλλιάς) Αριστείδης Καλατζάκος θα ζητήσει να αποχωρήσει δι’ ολίγον λόγω συγκεκριμένης (εξαιρετικά επείγουσας) ανάγκης του, ο Μιλτιάδης, με αποφασιστικότητα, θα του απαντήσει: «Κάθισε κάτω Αριστείδη! Αυτό που σου λέω εγώ! Δεν θα πας προς νερού σου σήμερα!».


Το χιούμορ, όμως, υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, ο άσσος στον μανίκι του Μιλτιάδη. Κι εκεί, όμως, βρήκαν κάποιοι να τον ψέξουν, κατηγορώντας, δήθεν, το χιούμορ του ως «κρύο». Αντιθέτως, θα λέγαμε εμείς, το Εβερτικό χιούμορ ήταν χιούμορ άμεσο, στην σπουδαία παράδοση του μεγάλου μας κωμικού, Χάρυ Κλυνν. Επιστράτευε Αζάνκα, θεσπέσια αυτοσαρκαστικά αστεία περί πάχους και σούμο («Θες να παλέψουμε;»), θαυμάσια καλαμπούρια και ωραιότατα γυμνασιακά λογοπαίγνια («Πού’ σαι Πλάτωνα να δεις τον Πλάτανο») – γενικά, ό,τι μπορεί να προκαλέσει το γέλιο στο απαιτητικό ελληνικό κοινό. Το πηγαίο ελληνικό χιούμορ του Μιλτιάδη, όμως, αδυνατούσαν να κατανοήσουν κάποιοι ξενέρωτοι ξένοι. Με αποτέλεσμα, ο τέως πρόεδρος του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου, Έγκον Κλεπς, όταν, σε επίσημη συνομιλία, συναντήθηκε με το σικάτο χιούμορ του Μιλτιάδη, να επιπλήξει τον άνδρα με αγενή, γερμανικό θα λέγαμε ανήθικο τρόπο: «Σας παρακαλώ κύριε! Εδώ μιλούμε σοβαρά!».


Ο Μιλτιάδης Έβερτ υπήρξε ένας σπουδαίος πολιτικός κι ένας μεγάλος Έλληνας. Ένας Έλληνας – για να χρησιμοποιήσουμε μια χαρακτηριστική του φράση – «γέννημα-θρέμμα από τα γεννοφάσκελά του»...