Thursday, January 7, 2016

Ο θάνατος ενός Ιδεολόγου



Τ’ ακούσαμε αυτές τις μέρες στις ειδήσεις, το διαβάσαμε στις εφημερίδες: πέθανε κι ο μπαρμπα-τάδε· ο καλός ο άνθρωπος, ο αγωνιστής της Αριστεράς, μα πάνω απ’ όλα ο Ιδεολόγος. Κάποιοι, πίσω από την εξωραϊσμένη ανακοίνωση, θα εντόπιζαν μιαν ακόμα υπενθύμιση της ιδεολογικής μούχλας –στις ποικίλες αριστεροδεξιές εκδοχές της– που καταταλαιπώρησε επί δεκαετίες τη χώρα-μυγόχεσμα· μιαν ακόμη (αναπόφευκτη) αγιοποίηση κάποιου, στη χώρα-γκέτο, με παράσημο την ερειπιώδη ιδεολογία του. «Μα ήταν ιδεολογικά συνεπής ο άνθρωπος ετούτος, ένας Ιδεολόγος με το ιώτα κεφαλαίο!» θα αντέτεινε ένας ιδεολογικός του συνοδοιπόρος. «Στους όρχεις μας!» θα μπορούσε να απαντήσει κανείς, αν ήταν αγενής, αλλά ευτυχώς στη χώρα τούτη είμαστε οι περισσότεροι ευγενείς, κι έχουμε μάθει να τιμούμε τη συνέπεια και να σεβόμαστε τον θάνατο.


Ορμώμενος από τον παγωμένο (και αντιδραστικό) Βορρά ξεκίνησε τον ιδεολογικό αγώνα ο Ιδεολόγος ετούτος, τον αγώνα τον καλό που τον έμπασε στην όμορφη περιπέτεια της Αριστεράς, του Δόγματος και της ιδεολογικής διαπάλης. Πληρώνοντας, όμως, και το σχετικό τίμημα. Αφού δεν γεύτηκε τις γήινες απολαύσεις παρά μονάχα δικαιώσεις ιδεολογικής υπεροχής. Αφού πέρασε χρόνο πολύ στα «ξερονήσια», αναλωνόμενος, μαζί με τόσους άλλους «συντρόφους», σ’ ένα ασταμάτητο κουβεντολόι σε αναζήτηση της Επανάστασης (και άλλων παρόμοιων φληναφημάτων), μόνο και μόνο για να ταΐσει πλουσιοπάροχα τον ναρκισσισμό του μένοντας ιδεολογικά συνεπής. Χωρίς αυτός και οι συνοδοιπόροι του να δίνουν δεκάρα για την καταστροφή που επέφερε στις οικογένειές τους η εγωιστική, ναρκισσιστική στάση τους, η χιλιοτραγουδισμένη «συνέπειά» τους.


Εκείνο που προείχε για τον Ιδεολόγο ήταν να μείνει πεισματικά συνεπής. Δηλαδή να κρατήσει κορδωμένο τον εγωισμό του. Διατηρώντας άσβεστο το καντηλάκι του ιδεολογήματος στο οποίο πίστευε ευλαβώς. Λες και μπορούσε ο κάθε παρανοϊκός χωροφύλακας, ο κάθε μπαστουνόβλαχος ενωμοτάρχης, μέσα στη δική του βλαχοδεξιά ιδεολογική χαύνωση, με μιαν υπογραφή που σου ζητούσε να βάλεις απάνου σ’ ένα κωλόχαρτο δήλωσης να σου απαλλοτριώσει την «αλήθεια» που ’χες μέσα σου – όποιας αξίας κι αν ήταν αυτή. Λες και άξιζε να ταλαιπωρούνται οι οικείοι σου, να φτύνουν αίμα, μεταφορικά και κυριολεκτικά, για να μείνεις εσύ συνεπής στην ιδεοπληξία σου.


Οι πρεζάκηδες της ιδεολογίας, όμως, οι εικονολάτρες της πολιτικής, το έβλεπαν αλλιώς. Όπως, άλλωστε, εν πολλοίς, και σήμερα. Τα πιο σαρακωμένα μυαλά δεν είναι αυτά των ροζ χαζοχαρούμενων απολίτικων, όπως φαίνεται να πιστεύουν οι «πολιτικοποιημένοι», αλλά των ιδεολογικοκρουσμένων, των ιδεοληπτικών, των αυτοθαυμαζόμενων μέσα στα πρετ-α-πορτέ ιδεολογικά κοστούμια τους· των ετοιμόρροπων που πρέπει να κρατηθούν πάση θυσία από την χειρολαβή του Δόγματος· των σακάτηδων που αδυνατούν να σταθούν όρθιοι χωρίς τη στήριξη της ιδεολογικής βακτηρίας. Τους οποίους, μάλιστα, προσπαθούν οι υψιπετείς «δεοντολόγοι» να τους αναγάγουν και ως πρότυπο δράσης και στάσης ζωής. Παρακάμπτοντας τη μιζέρια, τη στενότητα και την αρτηριοσκλήρωσή τους. Πολλοί από ετούτους τους ιδεολόγους, μάλιστα, παρουσιάζονται και ως «μορφωμένοι», ως «διανοούμενοι», χωρίς, τις περισσότερες φορές, να είναι τίποτε περισσότερο από οιονεί idiot savant, μηρυκάζοντας με πάσα λεπτομέρεια αναφομοίωτα διαβάσματα (που εντυπωσιάζουν τους αδαείς), υποχρεωτική ύλη στο ιδεολογικό κατηχητικό. Με την ιδεολογία να τους υποστασιοποιεί, αφού χωρίς αυτή νιώθουν –και είναι– ανύπαρκτοι. Πρόσφατα, δε, στην ελληνοβαλκάνιο ξωκλήσι, εκεί, στην κορυφή του πουθενά, εκτός από τους κλασικούς (παράφωνους) αριστερούς και δεξιούς ψάλτες, μονίμως αυτοϊκανοποιημένους στον ιδεολογικά τακτοποιημένο κόσμο τους, έχουν εμφανιστεί και οι φιλελεύθεροι ψαλτάδες, οι μοδέρνοι της ιδεολογικής κατήχησης, οι κοσμοπολιτισμένοι, οι νέοι εκφραστές της πολιτικής Ορθοδοξίας και κάτοχοι της απόλυτης Αλήθειας, που θέλουν να εκθρονίσουν τους βετεράνους της ιδεολογικής ψαλτικής προκειμένου να τοποθετήσουν τη δικιά τους (συνήθως χονδρή και πλαδαρή) έδρα στα ψαλτικά στασίδια.


Ο μπαρμπα-τάδε ο Ιδεολόγος φαίνεται ότι ήταν άθρωπος αισθαντικός – τουλάχιστον καταπώς μαρτυρούν οι μετά θάνατον αγιογράφοι. Κι αγαπούσε (ως τυπικός αριστερός), κατά δήλωσίν του, τους πάντες (με τη γνωστή αριστερή απλοχεριά) – μα πάνω απ’ όλα την Αριστερά. Και φυσικά τον τιμούν άπαντες, όπως τόσους και τόσους ομοίους του. Όσοι τιμούν πάντα τους κομματικά και ιδεολογικά ενταγμένους, τους μαζάνθρωπους, τα προβατάνθρωπους της ετοιματζίδικης σκέψης, τους εθισμένους να τους τραβολογάνε από το λουρί της ιδεολογίας, τους ετερόφωτους – τους πολύχρωμους διακοσμητικούς gnomes που βρίσκονται διάσπαρτοι στους κήπους των ιδεολογιών και των κομμάτων. Αυτούς που κολυμπούν στη θάλασσα της ιδεολογικής αυτοεπιβεβαίωσης. Αυτούς που μπορούν να σου τινάξουν το νευρικό σύστημα στον αέρα με τις μονομερείς και αυτάρεσκες ιδεολογικές φλυαρίες τους. Αυτούς για τους οποίους τα πάντα στη ζωή (και φυσικά στη συζήτηση) είναι πολιτικά / ιδεολογικά. Αυτούς των οποίων το μενού δεν διαθέτει χώρο για λίγη έστω αναζωογονητική ελαφρότητα. Αυτούς που καμουφλάρουν το τερατώδες Εγώ τους πίσω από την ιδεολογική σταθερότητα και την επιτηδευμένη σεμνότητα, αξιώνοντας το αποκλειστικό προνόμιο κατοχής της μόνης Αλήθειας. Αγώνες, αίμα, Επανάσταση, Αριστερά, Εμφύλιος, Δημοκρατία, Λαμπράκηδες, ΕΠΟΝ, φυλακές, ξερονήσια – διηγήσεις αποκρουστικές, κατάστικτες από ίχνη μούχλας και κιτρινίλας, απότοκες (και δηλωτικές) ενός κόσμου καθυστέρησης που δεν θες να ξέρεις ότι υπήρχε (και υπάρχει), ικανές να γεννήσουν τα πιο βαθιά χασμουρητά· αλλά και τη διάθεση για βαθιά, σαδιστικά κωλοδαχτυλιάσματα στους μπαρμπάδες που χοροστάτησαν στις αγωνιστικές ακολουθίες και εν συνεχεία σου τις διηγούνται με υπερχειλίζουσα αυταρέσκεια.


Πέθανε, λοιπόν, ο «μπαρμπα-νεολαίος», όπως είχε ονομαστεί, με τη συνήθη γλοιώδη, εμετική γλυκεράδα της Αριστεράς, ο αγωνιστής Ιδεολόγος. Που, αν και σεμνός, όπως όλοι οι αριστεροί, είχε συγγράψει και αυτοβιογραφία· στην οποία έβαλε τίτλο το όνομά του, αλλά, όμως, με τη γνωστή αριστεροπαπαδίστικη ψευδοσεμνότητα, της έδωσε και τον υπότιτλο «Ένας από τους πολλούς της Αριστεράς». Ένας από τους πολλούς, που όμως θέλει να μας χαρίσει τη δική του οπτική για τα πράγματα με τον εαυτό του στο επίκεντρο (και στο εξώφυλλο). Πράγμα που δείχνει ότι ο σεμνοφανής ιδεολόγος, όπως τόσοι και τόσοι συνάδελφοί του, ήταν κι αυτός ένας καμουφλαρισμένος νάρκισσος. Που έκρινε επιβεβλημένο να μας διηγηθεί κι αυτός την προσωπική του μικροϊστορία. Που θεωρούσε, πίσω από το χιλιομπαλωμένο προπέτασμα της ισότητας, τον εαυτό του, λόγω ιδεολογίας, υπέρτερο. Που ήθελε να ’ναι, λόγω ιδεολογικής υπεροχής, ο αιώνιος δικαιωμένος (πάντα με αριστερίστικη σεμνοπρέπεια). Ή, για να επιχειρήσουμε να μιλήσουμε κάπως ψυχαναλυτικά, με την ψευδαισθητική, αποκαλυπτικού τύπου, ιδεολογία του να αποτελεί, ίσως, και μια ασύνειδη άρνηση του φθαρτού χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης του. Με την επένδυση σε μια τέλεια, αψεγάδιαστη Ιδέα, αντίδοτο στον φόβο του θανάτου.


Πέθανε, λοιπόν, ο «μπαρμπα-τάδε» (όπως τον θέλει το μίζερο, αριστερίστικο εκφραστικό ιδίωμα). Μετά από μια ζωή γεμάτη ιδεολογικούς αγώνες. Φορώντας το καρικωμένο πουλόβερ και το τριμμένο σακάκι του, αφού η ιδεολογία του, εξασφαλίζοντάς του την αδιαφιλονίκητη ηθική και πνευματική ανωτερότητα, επέβαλε την περιφρόνηση προς τα (θεωρούμενα ως ευτελή) προϊόντα του υλικού πολιτισμού, προορισμένα αποκλειστικά για τους «πεπλανημένους». Που μας αφήνει παρακαταθήκη, μαζί με τόσους άλλους συνοδοιπόρους του, την Ιδεολογία· όχι, όμως, ως πρότυπο, αλλά ως παράδειγμα προς αποφυγή. Γεννώντας μας, ενστικτωδώς, σχεδόν συμπάθεια για τους αριβίστες, τους κυνικούς, εκείνους που αντιμετωπίζουν την ιδεολογία χρηστικά, μόνο και μόνο για να σβερκώνουν την αφελή μάζα και να την εκμεταλλεύονται προς προσπορισμό χρήματος και αξιωμάτων. Γεννώντας μας, ταυτόχρονα (και παρά τη θέλησή του), την επιθυμία να φύγουμε τρέχοντας από τα κατσάβραχα της ιδεολογικής κλειστότητας και μιζέριας, επιλέγοντας να χοροπηδάμε, σαν ζωηρά κατσικάκια, στα καταπράσινα λιβάδια της ευελιξίας, της προσαρμοστικότητας, της πρακτικότητας – της (κατά το ανθρωπίνως δυνατόν) ελευθερίας.