Sunday, October 16, 2016

Ο ορθολογισμένος



Ναι, θα πήγαινε στο ποδοσφαιρικό αγώνα της εθνικής μας ομάδας εναντίον της Κύπρου ο Κουρτέσης. Το είχε αποφασίσει. Όσο κι αν στο γήπεδο είχε χρόνια να πάει – κυρίως ένεκα του φόβου της βίας, από τους διαβόητους χούλιγκαν, μη και τονε πάρουνε τα σκάγια. Ετούτη τη φορά, όμως, ο συνετός νέος θα έκαμε μιαν εξαίρεση. Γιατί θα αγωνίζονταν δυο ξέχωρες μεν εθνικές ομάδες, που αποτελούσαν, όμως, τα δύο ποδοσφαιρικά σκέλια του ενός και αδιαίρετου Ελληνισμού. Κι έτσι, τουλάχιστον από άποψη βίας, τα πράματα λογικά θα πήγαιναν πρίμα.


Ίσως και να έβρεχε, όμως, όπως προέβλεπε η ΕΜΥ, κι αυτό, για έναν άνθρωπο τετράγωνης λογικής σαν τον Κουρτέση, θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόσκομμα. Για να αποφύγει τυχόν περιπέτειες, λοιπόν, έπρεπε να λάβει προφυλάξεις. Να οργανώσει από τα πριν τις κινήσεις του. Διά παν ενδεχόμενο. Τουτέστιν να προγραμματίσει. «Ο προγραμματισμός», υποστήριζε ο Ανδρέας Παπανδρέου στην ανάλυσή του για βιομηχανική κοινωνία και καπιταλισμό, όπως τη διαβάζουμε στην Ελευθερία του Ανθρώπου, «δεν είναι τίποτε περισσότερο από ορθολογική συμπεριφορά».


Προγραμματισμένα / ορθολογισμένα, λοιπόν, θα ενεργούσε κι ο Κουρτέσης. Όχι γιατί ακολουθούσε τα Παπανδρεϊκά συμπεράσματα, αφού ούτε τα ήξερε αλλά ούτε και ήθελε να τα μάθει, δεδομένου ότι, έτσι κι αλλιώς, ανήκε στην άλλη πλευρά [την «από ’δω πλευρά» (© Δημήτρης Ρίζος)]. Ούτε τόσο γιατί η μητέρα του τον δασκάλευε σχετικά («όποιος φυλάει τα ρούχα του έχει τα μισά»· «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν»· «κάλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε») με λόγια μεστά, κατ’ ευθείαν βγαλμένα μέσα απ’ τον πλούτο της λαϊκής μας σοφίας. Ούτε, ακόμη, λόγω της επιρροής που ασκούσε πάνω του, με τις πολύτιμες συμβουλές του, ο θείος του ο Χρυσόστομος, φυσικός το επάγγελμα και γι’ αυτό τετράγωνος στη σκέψη, επομένως άνθρωπος με πολύν ορθολογισμό μέσα του, μα συνάμα και κάτοχος γερής κλασσικής Ελληνικής παιδείας («Κάλλιον το προλαμβάνειν του θεραπεύειν παιδί μου»). Θα ενεργούσε προγραμματισμένα / ορθολογισμένα κυρίως γιατί προς τα κει τον έζμπρωχνε η συγκρότησή του. Μπίζνες είχε σπουδάσει, διάολε! Δεν γινόταν να μην είναι ορθολογισμένος – ένας νοικοκύρης της σκέψης. Γι’ αυτό, άλλωστε, και «στο γραφείο» πολλοί τον εζήλευαν: «Ρε τον πούστη τον Κουρτέση, πόσο ορθολογισμένος είναι!» έλεγαν με θαυμασμό που δύσκολα μπορούσε να κρυφτεί.

 

Κι όταν, λίγο μετά που αφίχθη στο γήπεδο, ξέσπασε βροχή –τι βροχή, πραγματική καταιγίδα!–, ο προγραμματισμένος / ορθολογισμένος Κουρτέσης έβγαλε από την τσέπη του μια μεγάλη πλαστική σακούλα (τη σακούλα εκείνη που, έχοντας προνοήσει, της είχε καταφέρει με το ψαλίδι, από το σπίτι ήδη, μια ευμεγέθη τρύπα στη βάση της ώστε να περνάει με άνεση το κεφάλι) και τηνε φόρεσε πάνω από τα ρούχα του χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. Σαν να μην έφτανε αυτό, έβγαλε από την άλλη τσέπη και μια μικρότερη σακούλα, που ’χε επίσης προνοήσει να φέρει μαζί του, και τηνε φόρεσε στο κεφάλι. Όντας, έτσι, προφυλαγμένος από την απειλή της βροχής, πλήρως θωρακισμένος, πανέτοιμος να παρακολουθήσει το παιγνίδι. Δεν είχε νόημα να το κρύψει – ένιωθε, για μιαν ακόμη φορά, υπερήφανος και δικαιωμένος για τη σύνεση που είχε επιδείξει. Για τον προγραμματισμό, δηλαδή τον ορθολογισμό, που είχε υιοθετήσει. Οι αλλόφρονες, λόγω εντάσεως της βροχοπτώσεως, θεατές που βρίσκονταν πλάι στον προνοητικό άνδρα, οι περισσότεροι γυμνοί από προστασία ή βαστώντας στα χέρια τους μιαν απλή ομπρέλα αδύναμη να τους προφυλάξει από μια τέτοια καταιγίδα, έμοιαζαν να έχουν χάσει τη μπάλα. Κοιτάζοντας έκπληκτοι τον φασκιωμένο με τις σακούλες, καλά προστατευμένο Κουρτέση. Ας πρόσεχαν. Ας είχαν προγραμματίσει. Ας ήσαντε κι αυτοί ορθολογισμένοι.