Sunday, January 1, 2017

Η Πρωτοχρονιά του Νίκου Δήμου



Βαρύθυμος σηκώθηκε και τούτη την Πρωτοχρονιά ο Νίκος Δήμου. Συνάμα, δε, κι οξύχολος. Τίποτε πάλι δεν του πήγαινε καλά, που να πάρει ο διάολος. Μα απολύτως τίποτα! Όχι, δεν ήταν μόνο ότι, λόγω της οικονομικής κρίσης, είχε βάλει στο blog του διαφημίσεις της Google, τις οποίες, ως φαίνεται, πατούσε τόσο ο ίδιος όσο και η σύζυγός του καταφέρνοντας απανωτά «κλικ», σίγουρα εκ λάθους, με αποτέλεσμα η εταιρία να του μπλοκάρει τη δυνατότητα τοποθέτησης ρεκλάμας λόγω παραβίασης των κανόνων χρηστής χρήσης. Ήταν και το ότι ο πλανήτης είχε πέσει στις δαγκάνες των δυνάμεων του λαϊκισμού· ο ορθός λόγος έμοιαζε να υποχωρεί· ο φιλελευθερισμός, και μάλιστα ο α λα γκρέκα που πρέσβευε ο συμπαθής δημοσιολόγος, αποτύγχανε να γοητεύσει τις πλατιές λαϊκές μάζες. Άσε που αναρωτιόταν: Δεν θα μπορούσε να παίξει εκείνος τον ρόλο του οργανικού διανοούμενου / προπαγανδιστή του αστικού νεοαυριανισμού αντί για τον Ράμφο, και να κάνει αυτός τον βαστάζο του Πορτοκλάστε, αφού, τον καιρό εκείνο τον παλιό που ο Στέλιος υμνούσε παπάδες και Γεροντικά κει πάνω στην Πεντέλη, προτού αλλαξοπιστήσει και αποφασίσει να υπηρετήσει με τον παλιό φανατισμό το νέο δόγμα, ο δημοσιογράφος Δήμου εκθείαζε εγκαίρως τον λιμπεραλισμό; Ίσως, πάλι, να είχε πληρώσει την απόφασή του να εκφράζει αταλάντευτα τις μεγάλες αλήθειες, όπως τότε, με την αποκάλυψή του για την απάτη με το Άγιο Φως (σε ένα κρεσέντο ειλικρίνειας μα και επιθυμίας για δια-Φωτισμό, που δυστυχώς παρεξηγήθηκε ως πατεντάτη απολιτικότητα, παιδικότητα, και διάθεση να κάνει, ως συνήθως, τον έξυπνο σε ολέθριο timing), η οποία και του στοίχισε, νωρίς-νωρίς, την κλωτσηδόν εκπαραθύρωσή του από το Ποτάμι και την απώλεια του επίζηλου τίτλου του πολιτευτή. Επιπλέον, το να ισχυριστείς ότι τα πονήματα του δεν βρίσκονταν και στην πρώτη γραμμή της ζήτησης θα ισοδυναμούσε με ένα πελώριο understatement...


Το χειρότερο; Δεν είχε προς ποιον να τα ψάλλει, χρονιάρα μέρα· πού να μεταφέρει την πολύτιμη γνώση του· ποιον να νουθετήσει. Μόνος του είχε μείνει, κι αυτές τις γιορτές, ο γκρεκοφιλελεύθερος. Αφού όλοι απομακρύνονταν από κοντά του φοβούμενοι, τάχατες, πληκτικούς διδακτισμούς και ανιαρούς μονολόγους με έντονο το χρώμα της πνιγηρής εγωπάθειας,της ενοχλητικής περιαυτολογίας, της απωθητικής μονομανίας, της ανυπόφορης κοινοτοπίας, ενώ, στην πραγματικότητα, δεν άντεχαν την Αλήθεια. Προς στιγμήν του ήρθε μια ιδέα, ιδέα ορθολογική πέρα για πέρα απ’ όποια σκοπιά κι αν την έβλεπε κανείς: να καλέσει τον Γιάννη τον Μαρίνο να κάνουν μαζί  Πρωτοχρονιά· τον παλαίμαχο δημοσιογράφο, ο οποίος, μετά και τον θάνατο της μητέρας του, περνούσε κι εκείνος τις γιορτές μόνος. Αμέσως, όμως, μετέβαλε γνώμη. Ποιος ανέχεται τον ξερόλα και γρινιάρη Μαρίνο, που όλο θέλει να μιλάει, έχει πάντα δίκιο, ενώ νιώθει μονίμως αδικημένος, ωστόσο και (αυτο)δικαιωμένος; Δύο παρόμοιοι χαρακτήρες, άλλωστε, δύσκολα κάνουνε χωριό γύρω απ’ το ίδιο τραπέζι, κι έτσι η συνύπαρξη θα καθίστατο δυσχερής. «Μπα, άσε, καλύτερα μόνος, παρέα με τον εαυτό μου, τον καλύτερό μου φίλο που δεν με απογοητεύει ποτέ...» σκέφτηκε, με σύνεση και ορθολογισμό.


Η δυσθυμία, ωστόσο, ίσως και η μοναξιά, τον οδήγησαν σε κατά ριπάς αναπολήσεις ματαιώσεων. Έφερε, για παράδειγμα, με ένταση στον νου του μιαν απογοήτευση που ακόμη δεν μπορούσε να ξεπεράσει. Τότε, την περίοδο ακμής των 4Τροχών, όταν ο εκδότης Κ.Κ. με τον μπερέ, στις απαρχές της διάζευξής του από το καλό γούστο και συνάντησής του με την Ελληνολαγνεία (κάποιοι ισχυρίζονται και με τη γραφικότητα), αφαίρεσε από την ενότητα με τις στήλες γνώμης κάθε σφρίγος και ενδιαφέρον, περιθωριοποιώντας τον Δήμου και πουσάροντας γραφίδες ατόφια Ελληνοκεντρικές, τουτέστιν Τριαντικές, Ζουραρικές, και ασφαλώς τις πολυαγαπημένες μας Σαραντοκαργαγικές. Με αποτέλεσμα το περιοδικό, έκτοτε, να μοσχοβολά ευωδιαστή μυτζήθρα και τίμιο Ελληνικό ιδρώτα αποτυπωμένο απάνω σε κοντομάνικα φροντιστηριακά υποκάμισα, αντί για την εσάνς κοσμοπολιτισμού, ζωντάνιας, συχνά και λυρισμού, που χάριζαν τα ελκυστικότατα κείμενα του Δήμου, τότε που μας προσέφερε ό,τι καλύτερο έχει παραγάγει έως σήμερα, αναδεικνυόμενος σε έναν ημεδαπό LJK Setright (τηρουμένων, πάντα, των αναλογιών).


Δεν θα μπορούσε, λ.χ., αρνούμενος τον διδακτισμό και την πολιτικολογία που από ένα σημείο και πέρα τον καθόρισαν, να εξελιχθεί σε έναν γραφιά των προδιαγραφών του εξαίρετου Τηλέμαχου Μαράτου ή του ανυπέρβλητου Πάρι Τακόπουλου; Ίσως και να μπορούσε, εάν βεβαίως διέθετε και λίγο παραπάνω χιούμορ, αφού οι προαναφερθέντες διακονούν, μεταξύ άλλων, το αναρχοσυντηρητικό χιούμορ – αυτή την πολύτιμη προσφορά της αγγλικής κουλτούρας στην ανθρωπότητα. Εντάξει, το χιούμορ, κατά βάσιν, το έχεις ή δεν το έχεις. Και για την έλλειψη χιούμορ δεν ευθύνεται ο μη κάτοχός του. Έστω κι αν (αυτο)προσδιορίζεται ως συνεχιστής του Ροΐδη. Στο κάτω-κάτω, ο συγκεκριμένος σχολιογράφος διέθετε τόσα άλλα προσόντα που αντιστάθμιζαν την (κάποια) χιουμοριστική έλλειψη. Πέραν αυτού, όμως, εξ επόψεως εμπορικής, ο άτεγκτος κανονάρχης καλά έκαμε και ακολούθησε τον δρόμο που ακολούθησε. Γιατί το κοινό στο οποίο και απευθύνθηκε, το σεπτό μέσο Ελληνικό κοινό, προς το εγγλέζικο χιούμορ σαν να τρέφει (μιαν απολύτως ευεξήγητη) αλλεργία. Κι ο δημοσιολόγος Νίκος Δήμου επιθύμησε (μιαν απολύτως ευεξήγητη) απεύθυνση στο πλατύ κοινό.


Σαν να μην έφταναν, πάντως, όλα τα προαναφερθέντα δυσάρεστα, μια ακόμη ενόχληση αύξαινε, μέρα που ’ταν, τη δυσθυμία του (θεωρούμενου ως) grumpy old man. Οι άνθρωποι  συνέχιζαν να εορτάζουν τον Άγιο Βασίλη! Ναι, όσο κι αν φάνταζε απίστευτο. Συνέχιζαν να πιστεύουν σε κάτι ανύπαρκτο! Ο απόστολος της Αλήθειας (της μίας και μοναδικής Αλήθειας, της Αλήθειας της σωστής), με όχημα τον ορθό λόγο και καύσιμο την κοινή λογική, επιθυμούσε να οδηγήσει τον κοσμάκη στο συναρπαστικό ταξίδι του ρασιοναλισμού. Με στόχο την αφύπνιση από τον λήθαργο της πλάνης, τη δραπέτευση από τις ψευδαισθήσεις των μύθων, την αποδέσμευση από τις αλυσίδες του ψέματος. Άλλως πως, να τον διαφωτίσει. Έτσι όπως μόνο ο Νίκος Δήμου ήξερε. Και ο λαός, με τη σειρά του, να τον χειροκροτήσει. Να του αναγνωρίσει γιατί όχι;– την πρωτοκαθεδρία. Τον ρόλο του καθοδηγητή που τολμά και ξεστομίζει αλήθειες· αλήθειες που δύσκολα ακούγονται.


Οι άνθρωποι, όμως, είχαν διαφορετική γνώμη. «Δεν θέλουμε τον μουρτζούφλη τον Νίκο Δήμου! Μακριά από αυτόν τον κουραστικό, ανυπόφορο άνθρωπο! Μακριά κι αλάργα! Τον Άγιο Βασίλη θέλουμε! Άσε μας βρε Νίκο Δήμου να χαρούμε μια στάλα! Παράτα μας μωρέ ξερόλα γκρινιάρη με τη μίζερη τετράγωνη λογική σου, να χαρείς!» φώναζαν στενοκέφαλα. Απαιτώντας από τον λογικοκρατούμενο σχολιογράφο να τους αφήσει στην ησυχία τους, χωρίς «ξινές συμβουλές» και «γεροντοκορίστικες παραινέσεις», όπως χαρακτήριζαν, σίγουρα με επιπολαιότητα, τις πολύτιμες νουθεσίες του. Και όλα αυτά παρότι μια σχετική δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, προβαλλόμενη πρωί και βράδυ μέσω της συχνότητας του Σκάι από κάποιον αναμαλλιασμένο δόχτορα Ελληνικής κοπής, έδειχνε άλλα αποτελέσματα, με τον λαό μας, σε ποσοστό περίπου 95% (!), να καλοδέχεται ορθολογισμένες προτάσεις κι αντιλήψεις! 


Ο Νίκος Δήμου, όμως, δεν χαμπάριαζε από μαϊμουδέ δημοσκοπήσεις. Γνώριζε, όπως πάντα, την Αλήθεια. Κι έτσι, ως εκφραστής (ίσως και δημιουργός;) του ορθού λόγου και της κοινής λογικής, δεν έτρεφε αυταπάτες. «Δεν ξέρουν οι Έλληνες ποιο είναι το σωστό! Δεν ξέρουν ποιο είναι το καλό τους!» ψιθύρισε χολωμένος, σε ένα ρεσιτάλ οξείας μα δίκαιης κριτικής, ο ορθολογικοτοποθετημένος. Ξαναστοχαζόμενος τη μεγάλη δυστυχία του να είσαι Έλληνας. Κι έτσι, πρωτοχρονιάτικα, αντί να εορτάσει όπως όλοι οι κανονικοί άνθρωποι, οι μη διαφωτισμένοι, να φάει να πιει και να γελάσει, έκαθισε σύννους (και μόνος) στο γραφείο του έχοντας δίπλα του μονάχα ένα ποτήρι νερό, συναισθανόμενος την ανάγκη να επιτελέσει το καθήκον του. Σ’ αυτό το πνεύμα, ο (κατηγορούμενος ως smart-arse) σχολιογράφος, αφού έβαλε στην άκρη μερικά διάσπαρτα χαρτιά με σχεδιάσματα και ιδέες για μελλοντικά άρθρα και βιβλία (Πανωτόκια Ελευθερίας, Ωδή στον Ορθολογισμό, Ένας Αιρετικός Διηγείται, Ορθός Λόγος και Ξερό ΨωμίΟυδείς Προφήτης στον Τόπο τουΗ Οδύσσεια ενός ΟρθολογικούΟ Μοναχικός Πολυπράγμων Ξαναχτυπά), έφερε μπροστά του τον υπολογιστή με σκοπό να γράψει ένα άρθρο-κόλαφο που θα ορθοτομούσε τον λόγο της αληθείας, ένα κείμενο γροθιά στο στομάχι εναντίον της εξοργιστικής αγιοβασιλιάτικης πλάνης, προκειμένου να το αναρτήσει στο blog του nikosdimou.liberalblog.gr. Και άρχισε να πληκτρολογεί με μανία: «Ο Άγιος Βασίλης ΔΕΝ υπάρχει. Του ΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΥ»…