«Αποτελεί νόμο της ανθρώπινης φύσης ότι αυτοί που μας τρώνε το χρόνο με ακατάπαυστες πολυλογίες είναι αυτοί που δεν έχουν τίποτε ουσιαστικό να πουν…»
Roger Scruton, On Hunting
«Μη μιλάς, μη μιλάς, μη μιλάς…»
Κώστας Καφάσης, Η Ώρα της Φωτιάς
Ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός που μιλάει ακατάπαυστα, περιαυτολογεί και μαστιγώνει τα αυτιά μας με ακατάσχετες κενολογίες; Ποιος είναι ετούτος ο εκνευριστικός διακοψίας που δεν αφήνει άνθρωπο να σταυρώσει λέξη; Ποιος είναι ο αυτάρεσκος αυτός εγωκεντρικός μπουφόνος που έχει πάντα δίκιο; Είναι ο Μίμης Ανδρουλάκης και είναι καλά (;)…
Roger Scruton, On Hunting
«Μη μιλάς, μη μιλάς, μη μιλάς…»
Κώστας Καφάσης, Η Ώρα της Φωτιάς
Ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός που μιλάει ακατάπαυστα, περιαυτολογεί και μαστιγώνει τα αυτιά μας με ακατάσχετες κενολογίες; Ποιος είναι ετούτος ο εκνευριστικός διακοψίας που δεν αφήνει άνθρωπο να σταυρώσει λέξη; Ποιος είναι ο αυτάρεσκος αυτός εγωκεντρικός μπουφόνος που έχει πάντα δίκιο; Είναι ο Μίμης Ανδρουλάκης και είναι καλά (;)…
Ελλείμματα και διαταραχές
Ο Μίμης Ανδρουλάκης αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση. Σε ό,τι αφορά το καύκαλο της παρουσίας του, την εμφανή και δημόσια διάσταση της προσωπικότητάς του, εύκολα μπορεί να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα: πολυλογάς, ξερόλας, κομπορρήμων, υπερφίαλος, διδακτικός, αυταρχικός, σπουδαιοφανής, πείσμων, πομπώδης. «Το πρόσωπο είναι σπαθί», αποφαίνεται ο σοφός (που λέει ο λόγος…) λαός. Αν εξετάσουμε, λοιπόν, μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, τη φυσιογνωμία του Μίμη, θα διαπιστώσουμε ότι παραπέμπει ευθέως στην επαρχιώτικη κουτοπονηρία – το σήμα κατατεθέν της ανυπέρβλητης ελληνικής υπαίθρου. Αυτά ως προς την «επιδερμίδα» του μεγάλου (αν και μικρού το δέμας) ανδρός. Όλα τα παραπάνω εμφανή χαρακτηριστικά τον τοποθετούν, δικαιολογημένα, στον Όλυμπο των μεγάλων αντιπαθητικών, ενώ οδηγούν τη δημόσια περσόνα του σε επίπεδα απύθμενης γραφικότητας. Ωστόσο, εάν κάνει κανείς τον κόπο να σκάψει λίγο πιο κάτω από την «κρούστα», θα οδηγηθεί σε αποκαλυπτικότερα συμπεράσματα. Ο Μίμης αποτελεί μάλλον μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ελλειμματικής προσωπικότητας. Κατατρύχεται, από κεφαλής μέχρι φτερνών (δεν είναι δα και μεγάλη η απόσταση…) από σύνδρομο υπεραναπλήρωσης. Κάτι του λείπει, το οποίο και προσπαθεί να υπεραναπληρώσει μέσω της ξερολίασης και της επιβολής. Ο Θεός στάθηκε, δυστυχώς, φειδωλός –απίστευτα φειδωλός– απέναντι σε τούτον δω τον άνθρωπο. Αποδείχθηκε, όμως, ταυτόχρονα δίκαιος και σπλαχνικός. Διότι ό,τι του εστέρησε σε φυσικά χαρίσματα του το εχάρισε (και μάλιστα απλόχερα) σε φιλοδοξία και διάθεση επιβολής. Μπόλικο, λοιπόν, το έλλειμμα του Μίμη. Η αφόρητα εκνευριστική αυτοαναφορικότητά του, η τάση για αυτοδιαφήμιση, η συμπεριφορά παγωνιού και παραγνωρισμένης ιδιοφυΐας μόνο στο ψυχικό του έλλειμμα μπορούν να αποδοθούν. Να είναι, άραγε, το μη ευειδές του ανδρός; Να είναι, μήπως, το εξαιρετικά χαμηλό του ύψος; Να είναι, γενικώς, το ανικανοποίητο του βίου του; Ποιος να ξέρει τι κατοικεί στα ερέβη της ανδρουλάκειας ψυχής. Πάντως, ένα είναι βέβαιο. Πίσω από το μικρό αυτό σαρκίο, κρύβεται ένα υπερμέγεθες Εγώ.
Ο Μίμης Ανδρουλάκης αποτελεί μια ιδιόμορφη περίπτωση. Σε ό,τι αφορά το καύκαλο της παρουσίας του, την εμφανή και δημόσια διάσταση της προσωπικότητάς του, εύκολα μπορεί να καταλήξει κανείς σε ασφαλή συμπεράσματα: πολυλογάς, ξερόλας, κομπορρήμων, υπερφίαλος, διδακτικός, αυταρχικός, σπουδαιοφανής, πείσμων, πομπώδης. «Το πρόσωπο είναι σπαθί», αποφαίνεται ο σοφός (που λέει ο λόγος…) λαός. Αν εξετάσουμε, λοιπόν, μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, τη φυσιογνωμία του Μίμη, θα διαπιστώσουμε ότι παραπέμπει ευθέως στην επαρχιώτικη κουτοπονηρία – το σήμα κατατεθέν της ανυπέρβλητης ελληνικής υπαίθρου. Αυτά ως προς την «επιδερμίδα» του μεγάλου (αν και μικρού το δέμας) ανδρός. Όλα τα παραπάνω εμφανή χαρακτηριστικά τον τοποθετούν, δικαιολογημένα, στον Όλυμπο των μεγάλων αντιπαθητικών, ενώ οδηγούν τη δημόσια περσόνα του σε επίπεδα απύθμενης γραφικότητας. Ωστόσο, εάν κάνει κανείς τον κόπο να σκάψει λίγο πιο κάτω από την «κρούστα», θα οδηγηθεί σε αποκαλυπτικότερα συμπεράσματα. Ο Μίμης αποτελεί μάλλον μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις ελλειμματικής προσωπικότητας. Κατατρύχεται, από κεφαλής μέχρι φτερνών (δεν είναι δα και μεγάλη η απόσταση…) από σύνδρομο υπεραναπλήρωσης. Κάτι του λείπει, το οποίο και προσπαθεί να υπεραναπληρώσει μέσω της ξερολίασης και της επιβολής. Ο Θεός στάθηκε, δυστυχώς, φειδωλός –απίστευτα φειδωλός– απέναντι σε τούτον δω τον άνθρωπο. Αποδείχθηκε, όμως, ταυτόχρονα δίκαιος και σπλαχνικός. Διότι ό,τι του εστέρησε σε φυσικά χαρίσματα του το εχάρισε (και μάλιστα απλόχερα) σε φιλοδοξία και διάθεση επιβολής. Μπόλικο, λοιπόν, το έλλειμμα του Μίμη. Η αφόρητα εκνευριστική αυτοαναφορικότητά του, η τάση για αυτοδιαφήμιση, η συμπεριφορά παγωνιού και παραγνωρισμένης ιδιοφυΐας μόνο στο ψυχικό του έλλειμμα μπορούν να αποδοθούν. Να είναι, άραγε, το μη ευειδές του ανδρός; Να είναι, μήπως, το εξαιρετικά χαμηλό του ύψος; Να είναι, γενικώς, το ανικανοποίητο του βίου του; Ποιος να ξέρει τι κατοικεί στα ερέβη της ανδρουλάκειας ψυχής. Πάντως, ένα είναι βέβαιο. Πίσω από το μικρό αυτό σαρκίο, κρύβεται ένα υπερμέγεθες Εγώ.
Ο μικρός μπολσεβίκος γίνεται… «ελευθεριακός»!
Αρχικά ενταγμένος στην ΚΝΕ, ο κομσομόλος Μίμης θέλησε να παλέψει για έναν δικαιότερο κόσμο μέσα από τις τάξεις του «κόμματος του λαού» (που αλλού…) Ο μικρός (τουλάχιστον σωματικά) έλληνας μπολσεβίκος διακρίθηκε αργότερα ως το αγαπημένο παιδί του Χαρίλαου, του συμπαγούς αυτού ορεσίβιου ηγέτη του ιθαγενούς κομμουνισμού με τη βαριά, ακατάληπτη θεσσαλική προφορά. Είναι γνωστό ότι τον Χαρίλαο δύο πράγματα (εκτός του κομμουνισμού) τον έθελγαν: η επαφή με τον Μίμη, και το τσιμπούκι – το πολυαγαπημένο του τσιμπούκι που δεν έλειπε (σβηστό ή αναμμένο) ούτε στιγμή από τα χείλη του κομμουνιστή ηγέτη από την Ραχούλα Καρδίτσης.
Αρχικά ενταγμένος στην ΚΝΕ, ο κομσομόλος Μίμης θέλησε να παλέψει για έναν δικαιότερο κόσμο μέσα από τις τάξεις του «κόμματος του λαού» (που αλλού…) Ο μικρός (τουλάχιστον σωματικά) έλληνας μπολσεβίκος διακρίθηκε αργότερα ως το αγαπημένο παιδί του Χαρίλαου, του συμπαγούς αυτού ορεσίβιου ηγέτη του ιθαγενούς κομμουνισμού με τη βαριά, ακατάληπτη θεσσαλική προφορά. Είναι γνωστό ότι τον Χαρίλαο δύο πράγματα (εκτός του κομμουνισμού) τον έθελγαν: η επαφή με τον Μίμη, και το τσιμπούκι – το πολυαγαπημένο του τσιμπούκι που δεν έλειπε (σβηστό ή αναμμένο) ούτε στιγμή από τα χείλη του κομμουνιστή ηγέτη από την Ραχούλα Καρδίτσης.
Από ινστρούχτορας, λοιπόν, του κόμματος με το σφυροδρέπανο αλλά και, αργότερα, του (ενιαίου) Συνασπισμού, ο σοφολογιότατος με το μουστάκι θα περάσει στη θέση του απολογητή του Σημιτισμού, για να καταλήξει κομπάρσος (με αντίτιμο μια βουλευτική έδρα) του κόμματος της πράσινης ανάπτυξης. Άλλος ένας (μικρός) ήρως της μεταπολίτευσης που μας κάθισε στο σβέρκο. Τα τελευταία, μάλιστα, χρόνια, φαίνεται ότι ανακάλυψε –κάπως όψιμα, ειν’ η αλήθεια– τη γοητεία της ελεύθερης αγοράς (έστω και στη στρεβλή, βαλκάνια, ελληνική μορφή της).Τώρα, αυτοπροσδιορίζεται ως… «ελευθεριακός σοσιαλιστής» (!) – και στην κορφή κανέλα. Σε όλες τις φάσεις των πολιτικών μεταμφιέσεών του, πάντως, ένα πράγμα ουδέποτε έλειψε από τον ανεμοδούρα αυτόν της πολιτικής: η έλλειψη σεμνότητας. Η σεμνότης, έλεγε ο Γιουβενάλης, σπανίως ταιριάζει με την ομορφιά· η περίπτωση του Μίμη μας δείχνει ότι σπανίως ταιριάζει και με την ασχήμια. Πάντως, με τούτα και μ’ εκείνα, ο Μίμης προόδευσε στη ζωή. Εάν, μάλιστα, αληθεύει η φήμη ότι, καίτοι ο πατέρας του ήταν τσαγκάρης, πρωτοφόρεσε κανονικό παπούτσι (νούμερο 36) στα είκοσί του χρόνια (και μάλιστα με κορδόνια, τα οποία αρχικά δεν ήξερε να δένει), η εξέλιξη του κρίνεται, πράγματι, ως μετεωρική.
Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά
Ο Μίμης τα ξέρει όλα και συμφέρει: φιλοσοφία, πολιτική, μαθηματικά, ποδόσφαιρο, οικονομία και δεν συμμαζεύεται. Όποια ερώτηση κι αν πέσει στο τραπέζι, ο μεγάλαυχος σπουδαρχίδης θα δώσει την απάντηση ασκαρδαμυκτί. Και τι δεν γνωρίζει ο αναγεννησιακός αυτός άνθρωπος (με τα πτι καρό σακάκια και την πιτυρίδα στους ώμους)... Ξέρει (κατά δήλωσή του) και από… γυναίκες! Παίζει δε, με ιδιαίτερο πάθος και φανατισμό, και κάτι άλλο στα δάχτυλα – κάτι που του χαρίζει σπασμούς απέραντης αυτοϊκανοποίησης: την ψυχανάλυση (κι εκεί ειδικός ο Μίμης…). Αλλά εξελίχθηκε, μετά τα πενήντα του, και σε… gourmet (!). Και εδώ μεγάλη πρόοδος, πράγματι, για έναν άνθρωπο που τρεφόταν, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, αποκλειστικά με φέτα, παξιμάδι, γάλα και κρoμμύδι.
Ο Μίμης τα ξέρει όλα και συμφέρει: φιλοσοφία, πολιτική, μαθηματικά, ποδόσφαιρο, οικονομία και δεν συμμαζεύεται. Όποια ερώτηση κι αν πέσει στο τραπέζι, ο μεγάλαυχος σπουδαρχίδης θα δώσει την απάντηση ασκαρδαμυκτί. Και τι δεν γνωρίζει ο αναγεννησιακός αυτός άνθρωπος (με τα πτι καρό σακάκια και την πιτυρίδα στους ώμους)... Ξέρει (κατά δήλωσή του) και από… γυναίκες! Παίζει δε, με ιδιαίτερο πάθος και φανατισμό, και κάτι άλλο στα δάχτυλα – κάτι που του χαρίζει σπασμούς απέραντης αυτοϊκανοποίησης: την ψυχανάλυση (κι εκεί ειδικός ο Μίμης…). Αλλά εξελίχθηκε, μετά τα πενήντα του, και σε… gourmet (!). Και εδώ μεγάλη πρόοδος, πράγματι, για έναν άνθρωπο που τρεφόταν, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, αποκλειστικά με φέτα, παξιμάδι, γάλα και κρoμμύδι.
Ορισμένοι τον θεωρούν έναν διανοούμενο της πολιτικής. Διόλου απίθανο. Μολονότι οι προχειρολογικές και πασαλειμματικές απόψεις του εκφράζουν μια ιμιτασιόν εκδοχή κακοχωνεμένου νιτσεϊσμού, που παραπέμπει (τόσο πομπώδης και κακοχωνεμένη που είναι) στον Καζαντζάκη – ενίοτε και στον Καζαντζίδη. Μεγάλες στιγμές του Μίμη, όταν προσπαθεί να αναλύσει (κουνώντας και το δάκτυλο) θέματα που μόνο επιδερμικά γνωρίζει, με τον ζήλο του νεοφώτιστου και με τα τσάτρα πάτρα αγγλικά του γυμνασίου (χάου ντου γιου αρ;) ή από μεταφράσεις συνεργατών του: «Ρισκ μάνατζμεντ» («ρισκ μάνατζμεντ χρειάζεται η χώρα ρε!»), «κράισις μάνατζμεντ», «όπως έγραψε ο Εκόνομιστ και η Γουόλ Στρητ Τζούρναλ (!) (sic)» και άλλα τέτοια τραγελαφικά – και όλα αυτά με βαρύ, ελληνοπρεπέστατο αξάν που προκαλεί στους τυχερούς ακροατές σπασμούς γέλιου. Διανοούμενος, λοιπόν, ή Χατζηχρήστος της πολιτικής; Πολιτικός εγκέφαλος ή Ζήκος/Μπακαλόγατος; Η Ιστορία θα αποφανθεί, εν ευθέτω χρόνω, για τον τσαλαβούτα της πολιτικής και της διανόησης…
Το βιβλίο, η στρατηγική και οι καμπινέδες
Ο κωλοτούμπας της μικροπολιτικής, ο σπουδαιοφανής αερολόγος, ο κουτοπόνηρος αυτός ξυλοσχίστης, αδυνατεί να χωνέψει ότι ο αρχηγός του όχι μόνο δεν τον έχει δεχθεί στα ιδιαίτερα ενδιαιτήματά του, αλλά δείχνει να αντιμετωπίζει συγκαταβατικά αυτόν τον αυτάρεσκο, γυρολόγο και νάρκισσο αμπελοφιλόσοφο. Και αντί να σταθεί στο… ύψος του, απειλεί, κριτικάρει και εκλιπαρεί να τον προσέξουν. «Εγώ ξέρω τις λύσεις» λέει· ουδείς όμως τον καλεί για να τις δώσει. Δύσκολο και τραγικό να φαντάζεσαι τον εαυτό σου ουρανοξύστη, ενώ είσαι μια καλύβα – και μάλιστα αχυρένια. Παρεμπιπτόντως, κάποιοι απρόσεκτοι αδυνατούν να σεβαστούν τον μυστακοφόρο βουλευτή και να δουν το πραγματικό του πολιτικό ανάστημα. Σε πρόσφατη συνεδρίαση της Βουλής, μάλιστα, ο απρόσεκτος προεδρεύων επιτίμησε τον Μίμη, βλέποντας το (μικρό) φυσικό και όχι το (θεόρατο) πολιτικό και διανοητικό του μέγεθος: «Σηκωθείτε, παρακαλώ, όρθιος κύριε Ανδρουλάκη», είπε ο Πρόεδρος. «Όρθιος είμαι κύριε Πρόεδρε», απάντησε ο (πράγματι ολόρθος) Μίμης…
Ο κωλοτούμπας της μικροπολιτικής, ο σπουδαιοφανής αερολόγος, ο κουτοπόνηρος αυτός ξυλοσχίστης, αδυνατεί να χωνέψει ότι ο αρχηγός του όχι μόνο δεν τον έχει δεχθεί στα ιδιαίτερα ενδιαιτήματά του, αλλά δείχνει να αντιμετωπίζει συγκαταβατικά αυτόν τον αυτάρεσκο, γυρολόγο και νάρκισσο αμπελοφιλόσοφο. Και αντί να σταθεί στο… ύψος του, απειλεί, κριτικάρει και εκλιπαρεί να τον προσέξουν. «Εγώ ξέρω τις λύσεις» λέει· ουδείς όμως τον καλεί για να τις δώσει. Δύσκολο και τραγικό να φαντάζεσαι τον εαυτό σου ουρανοξύστη, ενώ είσαι μια καλύβα – και μάλιστα αχυρένια. Παρεμπιπτόντως, κάποιοι απρόσεκτοι αδυνατούν να σεβαστούν τον μυστακοφόρο βουλευτή και να δουν το πραγματικό του πολιτικό ανάστημα. Σε πρόσφατη συνεδρίαση της Βουλής, μάλιστα, ο απρόσεκτος προεδρεύων επιτίμησε τον Μίμη, βλέποντας το (μικρό) φυσικό και όχι το (θεόρατο) πολιτικό και διανοητικό του μέγεθος: «Σηκωθείτε, παρακαλώ, όρθιος κύριε Ανδρουλάκη», είπε ο Πρόεδρος. «Όρθιος είμαι κύριε Πρόεδρε», απάντησε ο (πράγματι ολόρθος) Μίμης…
Η απόγνωση του Μίμη, ένεκα του γεγονότος ότι βρίσκεται στα αζήτητα, τον οδήγησε σε (ακόμη) μία εκδήλωση δυσθεώρητης γραφικότητας: συνέγραψε πρόσφατα βιβλίο πολιτικής στρατηγικής (!), παρέχοντας, αυτοβούλως, συμβουλές… πολιτικού leadership (!) και ευελπιστώντας να καθοδηγήσει τον σημερινό αρχηγό του και πρωθυπουργό. Ανακοίνωσε, μάλιστα στον πρόεδρό του (όπως ο ίδιος ο Μίμης μάς πληροφορεί) την έκδοση του βιβλίου στον σεπτό χώρο των καμπινέδων του κοινοβουλίου, ενώ οι δύο άνδρες ανακουφίζονταν πλάι-πλάι. Δεν είναι επιβεβαιωμένο εάν, με το άκουσμα της είδησης, ο Γιώργος τράβηξε και το καζανάκι…
Το αστείο, προχειρογραμμένο και γραφικό «E, Πρόεδρε!» δεν αντέχει στην παραμικρή σοβαρή κριτική. Μόνο ως μια σπαρακτική κραυγή που φωνάζει «Ε, Προσέξτε με!» μπορεί να θεωρηθεί. Πάλι καλά, όμως. Ο πολιτικός αυτός σκιτζής, ο αυταρχικός θαλαμηπόλος της «σοσιαλιστικής» εξουσίας, η μέλισσα αυτή της πολιτικής που τρυγάει αδιακρίτως κάθε «προοδευτικό» (και μη) πολιτικό άνθος, άφησε τουλάχιστον τα εντυπωσιοθηρικά κακογραμμένα λογοτεχνήματα με τις θρησκευτικές και πορνογραφικές εμμονές για κάτι αντίστοιχα κακογραμμένο και πασαλειμματικό, που τουλάχιστον όμως βρίσκεται μέσα στα επαγγελματικά χωράφια του. Κρίμα για τον βερμπαλίζοντα ψευτοδιανοούμενο με την κουτοπόνηρη, μουλωχτή φυσιογνωμία και το μονίμως προτεταμένο δάχτυλο, που διακρίνεται από την παθολογική ανάγκη του εντυπωσιασμού και της επιβεβαίωσης.
Ζητείται αξιοποίησις
Δύσκολοι οι καιροί για τον αναξιοποίητο Μίμη, το lemming της πολιτικής σκηνής, τον άνθρωπο που έχει ως σήμα κατατεθέν τη λογοδιάρροια – τη λεκτική ευκοιλιότητα. Αν καταφέρναμε, πάντως, να δαμάσουμε την μισανθρωπία μας και περνούσαμε, προς στιγμήν, σε φιλάνθρωπα πεδία, ένα πράγμα θα φωνάζαμε: Κύριοι της εξουσίας (και της πράσινης ανάπτυξης), προσέξτε επιτέλους αυτόν τον μικρό άνθρωπο· δώστε του λίγη σημασία και ενδεχομένως μια κυβερνητική θέση, ένα υφυπουργείο. Μήπως επιτέλους ηρεμήσει – και μαζί μ’ αυτόν ηρεμήσουμε κι εμείς, απαλλασσόμενοι από την ακατάπαυστη γκρίνια, την αφόρητη πολυλογία και τον συμπλεγματικό διδακτισμό αυτού του αντιπαθητικού και ανυπόφορου μικροσκοπικού πολιτευόμενου.
Δύσκολοι οι καιροί για τον αναξιοποίητο Μίμη, το lemming της πολιτικής σκηνής, τον άνθρωπο που έχει ως σήμα κατατεθέν τη λογοδιάρροια – τη λεκτική ευκοιλιότητα. Αν καταφέρναμε, πάντως, να δαμάσουμε την μισανθρωπία μας και περνούσαμε, προς στιγμήν, σε φιλάνθρωπα πεδία, ένα πράγμα θα φωνάζαμε: Κύριοι της εξουσίας (και της πράσινης ανάπτυξης), προσέξτε επιτέλους αυτόν τον μικρό άνθρωπο· δώστε του λίγη σημασία και ενδεχομένως μια κυβερνητική θέση, ένα υφυπουργείο. Μήπως επιτέλους ηρεμήσει – και μαζί μ’ αυτόν ηρεμήσουμε κι εμείς, απαλλασσόμενοι από την ακατάπαυστη γκρίνια, την αφόρητη πολυλογία και τον συμπλεγματικό διδακτισμό αυτού του αντιπαθητικού και ανυπόφορου μικροσκοπικού πολιτευόμενου.