Εντάξει, από το ίδιο το βιβλίο δεν υπήρχαν
προσδοκίες: αναμασήματα, κοινοτοπίες, μετριότητες και ασημαντολογίες – ένα τυπικό, ακαδημαϊκής αισθητικής, προχειρογράφημα
ελληνικής κοπής (τουτέστιν ξέπνοο, συμβατικό και ανιαρό), μιας καθηγήτριας-πολιτεύτριας
του σωρού made
in
Greece·
πλατφόρμα για να γίνει λίγος προεκλογικός ντόρος, να τσιμπήσει καμιά ψήφο από το χαυνωμένο πόπολο η
φουκαριάρα η διασκεδάστρια του Γιώργου. Λένε, μάλιστα, ότι στη συγγραφή (αλλά
και στη «ζύμωση» των ιδεών!) έδωσε χείρα βοηθείας και ο σύζυγος της συγγραφέως,
ο αξιολογότατος δημοσιογράφος Φελέκης (οι αστραποβολούσες παρεμβάσεις του
οποίου, μέσα από το επηρεαστικό σάιτ του, διαμορφώνουν καθοριστικά την πολιτική ατζέντα)· όχι μόνον γιατί
διαθέτει αξιοζήλευτο πολιτικό κριτήριο και γλαφυρή γραφίδα (ο κατά τ’ άλλα
ταλαίπωρος δημοσιογράφος), αλλά και για πιο τετριμμένους, εντελώς πρακτικούς
λόγους: η σύζυγος (και συγγραφέας) Μαριλένα πρέπει να ξαναβγεί ευρωβουλευτής
για να ξαναχώνει στο οικογενειακό ταμείο των Φελέκηδων τα τριάντα χιλιάρικα το
μήνα, να μπορέσει να επιβιώσει κι αυτή η σημαντική οικογένεια που συνεισφέρει στα
δημόσια πράγματα, και μάλιστα τούτες τις κρίσιμες ώρες, με δύο (2) αξιοπρόσεκτα μέλη!
Νίκος Φελέκης: μια σημαντική δημοσιογραφική παρουσία
Η συζήτηση καθ’ εαυτήν στο ελληνικό καφενείο, με
αφορμή το συγκεκριμένο βιβλιαράκι και την «επίσημη» παρουσίασή του (άλλη μάστιγα αυτές οι καθημερινές εν Ελλάδι «επίσημες» παρουσιάσεις βιβλίων χωρίς
περιεχόμενο – να γελάς και να κλαις), υπήρξε ακόμη περισσότερο καταθλιπτική. «Που
το πάει ο Γιώργος;» «Θα ενταχθεί στη ΔΗΜΑΡ;» (!!!) «Μήπως θα γίνει υπαρχηγός
του Φώτη;» (!!!) Αυτά και άλλα αντίστοιχης ποιότητας ερωτήματα (την απάντηση
των οποίων γνωρίζει εκ των προτέρων ακόμη κι ένας καθυστερημένος) απασχόλησαν –
και απασχολούν – τον εγκέφαλο των δημοσιογράφων και της πολιτικής στελέχωσης
αυτής της σημαντικής χώρας, καθώς και τον «δημόσιο διάλογο»· αναβιβάζοντας την
τέχνη της ευήθους αργολογίας, της ουρανομήκους μωρολογίας και της ακατάσχετης
αρχιδολογίας σε νέα, «δυσθεώρατα» (όπως λένε και οι δημοσιογράφοι) ύψη. Καλά,
στην Ελλάδα ζούμε· ξέρουμε πάνω-κάτω τι να αναμένουμε. Αλλά ακόμη και η εκτεταμένη
ελαφρολογία, η βαρβάτη τιποτολογία, η Ελληνικότατη φαιδρολογία οφείλουν να
έχουν κι έναν πάτο.
Σε λίγο η σημαντική παρουσίαση ξεκινά
Τίποτε, όμως, απ’ αυτά δεν μας εντυπωσίασε
ιδιαίτερα – γνωστά και αναμενόμενα πράγματα στην Ελληνική επαρχία. Εμείς, σταθερά
προσανατολισμένοι προς τα τυπικώς μικρά, τα ταπεινά, τα παραγνωρισμένα, δηλαδή τα
φαινομενικώς ασήμαντα (που είναι, κατά κανόνα, και τα πιο σημαντικά), αλλού
στρέψαμε το ενδιαφέρον μας. Την προσοχή μας κέντρισε ένα παιδάκι που μπήκε
σφήνα στα πολιτικά πρόσωπα της ιστορικής βιβλιοπαρουσίασης. Ένα παιδάκι που
κάθισε και αυτό στο πάνελ – άκρη-άκρη. «Ποιο ήταν αυτό το μικρό παιδί που
καθόταν άκρη δεξιά;» ρωτήσαμε από τηλεφώνου πολιτικό συντάκτη, το ίδιο κιόλας
βράδυ. «Μελιγγώνης λέγεται, ήταν ο συντονιστής της συζήτησης» ήρθε η απάντηση. Δεν τον ξέραμε. Να ισχυριστούμε
ότι θέλαμε και να τον μάθουμε θα ήταν ασύγγνωστη υπερβολή. Όμως, απορήσαμε: Τι
ήθελε ένα παιδάκι σε μια βαρετή συνάθροιση ανάμεσα στους μεγάλους; Τι γύρευε σε
μια πληκτική αίθουσα που έζεχνε παλαιότητα και γεροντίλα ενα τόσο μικρό παιδί;
«Δημοσιογράφος είναι. Πολιτικός συντάκτης. Της ΑΥΓΗΣ» μάς δόθηκε η διευκρίνιση. «Δημοσιογράφος; Και μάλιστα πολιτικός συντάκτης;
Ένα μικρό παιδάκι; Τι ξέρει να γράψει, τι ξέρει να πει ένας τόσο
μικρούλης;» αναρωτηθήκαμε.
Στη photo διακρίνονται οι πολιτικοί. Πουθενά ο Μελιγγώνης...
Από κει και πέρα δεν είχαμε μυαλό παρά μόνο για το
νεαρό αυτό παιδί. Σκέψεις πολλές γεννήθηκαν στο μυαλό μας και η φαντασία μας
έκανε ασταμάτητες πτήσεις. Δεν μπορούσαμε παρά να σκεφτόμαστε την αγωνία αυτού του νέου.
Την προετοιμασία του. Το ότι το προηγούμενο βράδυ θα έμεινε ξάγρυπνος. Ότι θα είχε ανακοινώσει το μεγάλο γεγονός σε
συγγενείς και φίλους. Η επομένη ημέρα της παρουσίασης, που θα βρισκόταν κι
αυτός στο πάνελ μαζί με τους μεγάλους, θα ήταν η δική του μεγάλη στιγμή. Θα
ίδρωνε από αγωνία. Αλλά θα γέμιζε κι από υπερηφάνεια. Δεν ήταν και λίγο να
κάθεται στο ίδιο πάνελ με μεγάλους ανθρώπους – τριπλάσιας ηλικίας και βάλε.
Φανταστήκαμε το πώς θα ένιωσε όταν θα εισήλθε στην αίθουσα της παρουσίασης και
θα είδε πάνω στο μακρόστενο τραπεζάκι το καρτελάκι με το δικό του όνομα. Παπανδρέου,
Κουβέλης, Μελιγγώνης!: ήταν μια κατάκτηση – όπως και να το δεις.
"Έφτασε η ώρα. Υπάρχει και καρτέλα με το ονομά μου!" σκέφτηκε ο Μελιγγώνης
Τον φανταζόμασταν, λίγο πριν την
έναρξη της παρουσίασης, να χαιρετά τους παρισταμένους. Να
προβαίνει σε σχόλια για το πού πάει ο τόπος. Να διατυπώνει απόψεις. Να μιλά και
αυτός για «την ανάγκη ενοποίησης της Κεντροαριστεράς». Να φέρεται, αυτός, ένα
παιδί, μεγαλίστικα. Είχε φορέσει και σακάκι! Οπως φορούν οι μεγάλοι άνθρωποι.
Αφού κάθισε στο πάνελ, έπινε και νερό. Κι ας μην δίψαγε. Όπως πίνουν σε αυτές
τις εκδηλώσεις οι πανελίστες-ομιλητές. Ένιωθε πια μεγάλος – άντρας κανονικός!
Ο Γιώργος ξεκίνησε να μιλά. Ο Μελιγγώνης σταθερά εκτός κάδρου...
Τον βλέπαμε με τα μάτια της φαντασίας να
παρακολουθεί ανελλιπώς, μετά το πέρας της εκδήλωσης, τηλεοπτικά δελτία και ενημερωτικές
εκπομπές – τον έδειχναν καθόλου άραγε; Τον έπιαναν οι κάμερες; Επίσης, να
ξεκοκαλίζει εφημερίδες και σάιτς. Φαινόταν στις φωτογραφίες; Γινόταν μνεία στο
όνομά του; («την ενδιαφέρουσα συζήτηση συντόνιζε ο δημοσιογράφος Μελιγγώνης» –
αυτό λαχταρούσε να διαβάσει.)
Στη συγκεκριμένη photo ίσα που διακρίνεται ο ώμος του Μελιγγώνη
Δεν έχουμε τίποτε με το συγκεκριμένο παιδί – κάθε
άλλο. Το θέμα μας δεν είναι ο κάποιος Μελιγγώνης. Άλλωστε, για την ώρα τουλάχιστον,
ποιος τον ξέρει και – κυρίως – ποιος θέλει να τον μάθει; Ούτε τον υποτιμούμε.
Ένα παιδί σαν όλα τ’ άλλα είναι. Που
δίνει τον αγώνα του – προσωπικά και επαγγελματικά. Το κωμικό στοιχείο του
μικρομεγαλισμού είναι που τραβά την προσοχή μας. Μεγαλίστικες κουβέντες.
Μεγαλίστικες συμπεριφορές. Αλλά και στο ντύσιμό του υπήρχε πρόβλημα. Γιατί να
φορεί σακάκι ένα τόσο νέο παιδί; Νομίζουμε ότι φρονιμότερο θα ήταν να φόραγε
ένα μπλουζάκι, ένα «hoodie»,
ένα μονόχρωμο πουκάμισο έστω, αν ήθελε να δώσει έναν πιο επίσημο τόνο – κάτι
τέλος πάντων που να ταιριάζει με την ηλικία του.
Το αυτί του Μελιγγώνη (το μόνο του όργανο εντός φωτογραφίας) δείχνει να αφουγκράζεται...
Όχι βρε παιδί μου Μελιγγώνη! Δεν ήρθε ακόμη η ώρα σου. Άσε
την πολιτική για μεγαλύτερους σε ηλικία, για ωριμότερους ανθρώπους – είσαι
μικρός ακόμη. Ή περίμενε να περάσουν αρκετά χρόνια, να ωριμάσεις κι εσύ, και
τότε, ναι, δεν υπάρχει αντίρρηση, να ασχοληθείς με τα πολιτικά. Καλόν είναι ο
άνθρωπος να συμβαδίζει με την ηλικία του. Ούτε νεανικές ούτε μεγαλίστικες
συμπεριφορές όταν δεν αντιστοιχούν στα χρόνια που έχει κανείς στην πλάτη. Όλοι έχουμε
προσέξει, λ.χ., πόσο αστείος δείχνει ο «ΔΗΜΑΡίτης» [sic] Ανδρέας Παπαδόπουλος (ή «Αντρέας»,
αφού πρόκειται για αριστερό, ή καλύτερα και «Αντρίκος», ώστε όνομα και ηλικία να συμβαδίζουν). Αστείος, όχι τόσο γιατί αυτός, ένα φτωχόπαιδο, ετοιμάζεται
να γίνει προικοθήρας, όπως φημολογείται, ροκανίζοντας, αν όλα πάνε καλά, μια
από τις σοβαρότερες ελληνικές περιουσίες βγαλμένη με αίμα. Αστείος, όταν συζητάει
(αυτός, ένα παιδάκι) για μεγαλίστικα
πράγματα της πολιτικής και της οικονομίας· και μιλάει στον ενικό (με
επιτηδευμένη, πάντως, σεμνοπρέπεια) σε / για ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, με μόνο
κριτήριο το ότι ανήκουν στην ίδια (πολιτική) συντεχνία. («Όπως είπε ο Γιάννης» λέει απευθυνόμενος στον Γιάννη Μηλιό, ή «είπε ο Μανώλης» αναφερόμενος στον Μανώλη
Γλέζο) Λίγη ντροπή ρε παιδιά. Λίγη ευγένεια. Κάποια αίσθηση του γελοίου...
Εδώ διακρίνονται καθαρά τα χέρια του Μελιγγώνη. Κάτι είναι κι αυτό...
Η περίπτωση αυτού του μικρού παιδιού, του Μελιγγώνη,
ας χρησιμοποιηθεί για να φτάσουμε σ’ ένα χρήσιμο ηθικό δίδαγμα. Οι μικροί σε
ηλικία άνθρωποι της πολιτικής ας αφήσουν την «αντιποίηση» συμπεριφορών
μεγαλύτερης ηλικίας. Ας μείνουν μακριά από τον τρόπο τον πολιτικάντικο, τον
μεγαλίστικο, τον ηθικά και αισθητικά σμπαραλιασμένο. Κι ας έχουν υπομονή – θα
έρθει και η δική τους ώρα. Οι νέοι αυτής της ηλικίας ας προσαρμοστούν στα χρόνια
τους. Ας παίξουν με την ψυχή τους τώρα που ’ναι παιδιά, ας πάνε μια βόλτα, ας φάνε ένα παγωτό. Κι ας αφήσουν τις
μεγαλίστικες ενασχολήσεις για τους μεγάλους. Εντάξει, το ξέρουμε – το έλεγε,
άλλωστε, και ο (πράγματι μεγάλος – στην ηλικία και στα πάντα) Cioran: «Τι είναι η κοινωνία; Μια
κόλαση από σωτήρες!». Αλλά ας μείνουμε τουλάχιστον στους σωτήρες μεγάλης
ηλικίας. Ας μην προσθέσουμε στον χορό των αυτόκλητων σωτήρων και μειράκια,
φαιδροποιώντας ακόμη περισσότερο μια ήδη φαιδρή κατάσταση. Ας μη βιάζουμε τον
χρόνο. Όλα θα έρθουν – στην κατάλληλη ώρα. Και ποιος ξέρει, ίσως στο μέλλον, ερωτήσεις όπως
«ποιοι είναι αυτοί δίπλα στον Μελιγγώνη;» να μην ηχούν σαν
αστείο, όπως ηχούν σήμερα.
Επιτέλους! Να σου εντός κάδρου κι ο Μελιγγώνης!