Είναι εξαιρετικά αμφίβολο κατά πόσον το Ξηρόμερο
Αιτωλοακαρνανίας (εκεί κοντά που πετούσε κάποτε η περίφημη σαγιονάρα-«φάντασμα» των Ρεπόρτερς) θα ασκούσε τη σημερινή γνωστή σε όλους γοητεία, εάν δεν
είχε βγάλει απ’ τα σπλάχνα του έναν από τους αυθεντικότερους πιονέρους του
δημοτικού (ή λαϊκοδημοτικού) μας τραγουδιού, τον Τάκη Καρναβά.
Κάτω από πόσο φρικτές δυσκολίες μεγάλωσε ο νεαρός τότε Δημήτρης
σε εκείνη την κακοτράχαλη γωνιά της Αιτωλοακαρνανίας, την Κανδήλα Ξηρομέρου,
που έτυχε να είναι η γενέτειρά του… Οι αντιξοότητες, όμως, ουδέποτε τον επτόησαν.
Αντίθετα, τον πείσμωσαν και τον οδήγησαν στο να δώσει μάχες για την επιβίωση –
μάχες σκληρές, όπως ίσως μονάχα οι Ξηρομερίτες ξέρουν να δίνουν. Αγρότης έγινε στην
αρχή, για τον επιούσιο, ο Καρναβάς, χωρίς ποτέ, όμως, να λείπουν οι φιλοδοξίες
για κάτι σημαντικότερο. Και πράγματι, η περίοδος της εφηβείας φαίνεται ότι έκρυβε
ευχάριστες εκπλήξεις… Τότε ήταν που ο νεαρός Ξηρομερίτης ξεπέρασε τις αναστολές
και πρωτάρχισε να τραγουδά, δημιουργώντας ευφρόσυνες καταστάσεις στους λάτρεις
του καλού δημοτικού τραγουδιού. Η φήμη του, αργά αλλά σταθερά, άρχισε να
απλώνεται σε ολόκληρη την Αιτωλία και Ακαρνανία, αλλά, με το πέρασμα του χρόνου,
και σ’ άλλα μέρη της πατρίδας μας που γνωρίζουν να εκτιμούν το καλό δημοτικό
τραγούδι, όπως, μεταξύ άλλων, την Άρτα και την Πρέβεζα.
Η ώρα της δισκογραφίας δεν άργησε να έρθει. Ο (μέλαινας
κόμης) Βασίλης Σούκας θα του ανοίξει την πόρτα των δισκογραφικών εταιριών. Αλλά
και της πρωτεύουσας. Υπήρχε πράγματι αγορά για το συγκεκριμένο μουσικό είδος,
αφού, λόγω των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων και της μαζικής καθόδου ανθρώπων
της επαρχίας στην πρωτεύουσα προς αναζήτηση μιας καλύτερης τύχης, γέμισε κι η Αθήνα
από διψασμένους για δημοτικό τραγούδι συμπατριώτες μας που όχι μόνο αγόραζαν
αγόγγυστα τις κασέτες του Καρναβά και άλλων ομοτέχνων του, αλλά ζητούσαν να
τους ακούσουν και ζωντανά! Έτσι, με εντυπωσιακή ταχύτητα, ο «Τάκιας» θα
καταπλήσσει τα πλήθη που συρρέουν να τον απολαύσουν, πότε στον Έλατο, πότε
στην Ελληνική Λεβεντιά, πότε στον Κότζακ και τη Βοσκοπούλα και πότε στον
ιστορικό Πετροκότσυφα, όπου ο δωρικός Καρναβάς θα κρατά το κέφι των θαμώνων (των
διψώντων για καλό δημοτικό τραγούδι) αμείωτο μέχρι το ξημέρωμα.
Δε θ’ αργήσει, δε, να φτάσει και η ώρα του εξωτερικού.
Ουδέποτε φαντάστηκε ο καλλιτέχνης, ως νεαρός Ξηρομερίτης, ότι θα πέρναγε τα
σύνορα της ιδιαίτερης πατρίδας του – πόσο μάλλον τα ελληνικά σύνορα. Κι όμως.
Οι Έλληνες τον αποζητούσαν παθιασμένα και εκτός Ελλάδος, και ο δοτικός
καλλιτέχνης ήταν απρόθυμος να τους χαλάσει το χατίρι. Έτσι, με την αποδοχή κάθε
τιμητικής πρόσκλησης, παίζοντας και τραγουδώντας στους Έλληνες μετανάστες,
παρείχε εθνική προσφορά ανεκτίμητη. Γιατί απάλυνε τον πόνο της νοσταλγίας στους
ξενιτεμένους αδελφούς μας, γεννώντας στις καρδιές τους την ελπίδα για ταχεία
επιστροφή στη γλυκιά πατρίδα. Άλλωστε, μόνο όποιος δεν έχει ζήσει στην παγωνιά
του εξωτερικού αδυνατεί να καταλάβει τι σόι ευαίσθητες χορδές κρούει σε κάθε
Ελληνική ψυχή το άκουσμα ενός καλού δημοτικού τραγουδιού.
Θα έμενε «στο εξωτερικό» ο Καρναβάς; Θα επιθυμούσε μια
τέτοια εξέλιξη; Ιδού ένα μεγάλο ερώτημα. Οι ευκαιρίες, πάντως, δεν έλειψαν. Ωστόσο, η καρδιά του
καλλιτέχνη χτυπούσε μονάχα σε ρυθμούς Ελληνικούς! «Καλό και το έξω ρε
παιδιά, δε λέω, αλλά τίποτα σαν το Ξηρόμερο! Αθάνατη Αιτωλοακαρνανία! Πουθενά
μωρέ σαν την Ελλάδα!» συνήθιζε να λέει ο Τάκης, κάθε που επέστρεφε από το
εξωτερικό στην ιδιαίτερη πατρίδα του, μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική βαριά
αιτωλοακαρνανική του προφορά.
Πέρασαν τα χρόνια με δόξες και τιμές για τον Καρναβά.
Δισκογραφία, νυχτερινά κέντρα, αλλά και άφθονα πανηγύρια θα τον οδηγήσουν, πανάξια, στον Παρνασσό του δημοτικού μας τραγουδιού. Ο καλλιτέχνης μεγάλωσε, ωρίμασε, αλλά ευτυχώς ουδέποτε κατέθεσε τα όπλα, δίνοντας
πάντα στο πάλκο τον καλύτερό του εαυτό. Έτσι, σε εμποροπανήγυρι του Αιγίου, εν
έτει 1995, ο «μπαρμπα-Τάκης» θα υποστεί, ίσως λόγω υπερπροσπάθειας, σοβαρό
εγκεφαλικό που θα βάλει οριστικό τέλος σε μια αξιοζήλευτη καριέρα,
σκορπώντας θλίψη σε εκατομμύρια πιστούς του δημοτικού μας τραγουδιού. Μετά το
δυσάρεστο αυτό συμβάν, η ρουμελιώτικη φωνή του Καρναβά θα σιγήσει οριστικά. Ο καλλιτέχνης,
ωστόσο, ολοκλήρωσε την καλλιτεχνική του πορεία όπως ακριβώς το επιθυμούσε.
Έπεσε μαχόμενος. Μπροστά από ένα μικρόφωνο· μ’ ένα κλαρίνο στο χέρι. Γιατί αυτός
ήταν ο Τάκης Καρναβάς: ένας θεράπων του δημοτικού μας τραγουδιού ίσαμε το
τέλος.
Ανενεργός πλέον καλλιτεχνικά και με το ηθικό τσακισμένο, θα
επιστρέψει στο αγαπημένο του Ξηρόμερο όπου και θα τον ξεπαστρέψει ο καρκίνος.
Πολλοί αποδίδουν το θάνατό του στο μαράζι που δεν μπορούσε να βρίσκεται πλέον μ’ ένα μικρόφωνο στο χέρι. Διόλου απίθανο. Έκτοτε, κάθε που παίζονταν οι μεγάλες επιτυχίες που έκαναν διάσημο
τον Ξηρομερίτη βάρδο του δημοτικού μας τραγουδιού, οι αναμνήσεις προκαλούσαν
συγκίνηση στους πανέλληνες. «Ρούσα Παπαδιά», «Πού ήσουν πέρδικα κρυμμένη», «Μικρός
που είν’ ο Καρβασαράς» κι άλλα τεράστια σουξέ έφερναν στη μνήμη των τυχερών
ακροατών τη φιγούρα του Καρναβά πάνω στο πάλκο, ολοζώντανη, να ερμηνεύει τις
μεγάλες του επιτυχίες δίνοντας ακόμα και την ψυχή του.
Ο Τάκης Καρναβάς πέρα από σπουδαία φωνή (κατά τη γνώμη μας, η σημαντικότερη του δημοτικού τραγουδιού) ήταν και μερακλής.
Ήθελε ακόμη και η εξωτερική του εμφάνιση να είναι στην εντέλεια. Γι’ αυτό και συνήθιζε
να εμφανίζεται στο πάλκο – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – κουστουμαρισμένος και
γραβατωμένος, ενώ το μαλλί του (όπως, άλλωστε, και το περιποιημένο «Εrrol Flynn» μουστάκι του) ουδέποτε
γνώρισε την λευκότητα και την αφροντισιά, φέρνοντας έναν κορακίσιο αέρα
λεβεντιάς, στη μεγάλη παράδοση των σκουρόχρωμων βιρτουόζων του λαϊκοδημοτικού
μας τραγουδιού (Γιώργος Κόρος, Βασίλης Σούκας, Αλέκος Κιτσάκης, Βασίλης Σαλέας
κ.α.). Ήταν, με άλλα λόγια, μεγάλος σε όλα ο Καρναβάς – στα μικρά και τα μεγάλα.
Γι’ αυτό και οι Ξηρομερίτες, απανταχού της γης, αλλά κι όσοι διαθέτουν καρδιά
Ελληνική, δεν ξεχνούν στιγμή, ακόμη και σήμερα, την καλλιτεχνική του προσφορά,
τιμώντας τον απεριόριστα. Αιωνία σου η μνήμη Ξηρομερίτη μπαρμπα-Τάκη!